Εις τον στρατώνα
Συγγραφέας:
Ο Σουρής επιστρατεύεται και σατυρίζει τη ζωή του στρατώνα. 5 Οκτωβρίου 1880.


Εἰς τὸν στρατῶνα μέσα εὑρίσκομαι κλεισμένος,
ἀπάνω σὲ κουβέρτα ξαπλώνομαι ξερή,
γλυκὰ μὲ νανουρίζει ροχαλητὸ βαρύ,
κι' εἶναι σὲ χίλιαις σκέψεις ὁ νοῦς μου σκορπισμένος.

Κυττάζω γύρω γύρω τουφέκια, ξιφοθήκαις,
σπαθιά, κορώναις, σάκκους, μπαλάσκαις καὶ ζωνάρια...
ἐδῶ κι' ἐκεῖ κοιμούνται διακόσια παλληκάρια,
καὶ βλέπουν στ' ὄνειρό τους φωτιαῖς, καπνοὺς καὶ νίκαις.

Τὰ πρῶτα μου τὰ νειάτα μὲ πόνο συλλογοῦμαι,
ἀπάνω ἕως κάτω τὸ μπόϊ μου θωρῶ,
πὼς εἶμαι στρατιώτης γιὰ ψέμμα τὸ θαρρῶ
καὶ μὲ τὰ δυό μου χέρια συχνὰ σταυροκοποῦμαι.

Μὰ ἔξαφνα τί βλέπω!... νά! νά! κορέοι τόσοι!
καὶ νὰ κοιμοῦνται ὅλοι, κι' ἐγὼ νὰ εἶμαι μόνος!
καὶ τί φρικτοὶ κορέοι!... κορέοι τοῦ στρατῶνος,
ποὺ σὰν σκορπιοὶ δαγκάνουν... Ὤ! ποιὸς θὰ μὲ γλυτώσῃ!

Δὲν σκιάζονται τὸ ξίφος, δὲν σκιάζονται τὸ στέμμα,
μὲ Κιρκασίου λύσσα κι' ἀβάσταχτη ὁρμὴ
πηδοῦνε δέκα δέκα στὸ νέο μου κορμὶ
καὶ μοῦ ρουφοῦν σὰν βδέλλαις ἀλύπητα τὸ αἷμα.

Ἰδού, πατρὶς φιλτάτη, καὶ πόλεμος πρὶν γίνῃ,
σοῦ πλήρωσα τὸν φόρον τοῦ αἵματος κι' ἀκόμα
ἂν ἔχω κι' ἄλλαις τέτοιαις ἐπιδρομαῖς στὸ σῶμα,
πρὶν βγῶ ἀπ' τὴν Ἀθήνα, σταλιὰ δὲν θὰ μοῦ μείνῃ.