Εις τον κ. Δεληγιάννη
Εις τον κ. Δεληγιάννη Συγγραφέας: |
Για τη συμμετοχή του Θ. Δεληγιάννη, υπουργού Εξωτερικών, στο Συνέδριο του Βερολίνου. 28 Μαΐου 1878. |
Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, καὶ μᾶς πᾶς στὸ Βερολῖνον,
νὰ προβάλῃς τὰς δικαίας ἀπαιτήσεις τῶν Ἑλλήνων,
καὶ ὁ κάθε πατριώτης τὴν πατρίδα μακαρίζει,
καὶ χαρούμενος μὲ γέλοιο τ' ὄνομά σου ψιθυρίζει.
Μὰ κι' ἐγὼ μαζὶ μὲ ὅλους σὰν θεότρελλος γελῶ
καὶ φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό.»
Ὤ! ἂς ἤμουνα πουλάκι νὰ μποροῦσα νὰ πετάξω
στὸ Συνέδριο μαζί σου, καὶ κρυφὰ νὰ σὲ κυττάξω
πῶς θὰ μπῇς στοῦ Συνεδρίου τὴ χρυσῆ ἐκείνη σάλα,
πῶς θὰ χαιρετήσῃς τόσα ὑποκείμενα μεγάλα,
τί ὑπόκλισιν θὰ κάμῃς, καὶ μὲ πόσο σοβαρὸ
θὰ καθίσῃς στοῦ Σουβάλωφ καὶ τοῦ Βίσμαρκ τὸ πλευρό.
Μὲ σαποῦνι τῆς Εὐρώπης τρυφερὸ καὶ μυρωδᾶτο
νὰ ἀλείψῃς τὸ κορμί σου ἀπὸ πάνω ἕως κάτω,
νὰ φορέσῃς μαῦρο φράκο, ὀρθὰ κάτασπρα φωκόλα,
λαιμοδέτη, γάντια πρώτης, τρικαντό, σπαθὶ, ἀπ' ὅλα
κι' ἔτσι πιά, κὺρ Θοδωράκη, στολισμένος σὰν γαμπρὸς
νὰ σταθῇς μὲ παρρησίαν στὸ Συνέδριον ἐμπρός.
Εἰς τοὺς Φράγκους διπλωμάτας βάστα πόζα, Δεληγιάννη,
μὴ προσέχῃς εἰς κανένα, βλέπε ἴσα στὸ ταβάνι·
κτύπα κάποτε τὸ χέρι, ἤ, ἂν θέλῃς, τὸ ποδάρι,
γιὰ νὰ μὴ μπορῇ κανένας τὸν ἀέρα νὰ σοῦ πάρῃ.
Μὴ φοβᾶσαι, μὴ ζαρώνῃς, μὴ καθόλου ἐντραπῇς,
ἀλλὰ ὅλα μὲ τὸ σῖγμα καὶ τὸ νῖ νὰ τοὺς τὰ πῇς.
Πές τους ὅτι ἂν δὲν δώσουν τῶν πατέρων μας τὴν προῖκα
θὰ ἀνέβωμε καὶ πάλι καμμιὰ μέρα εἰς τὴν Πνύκα
ἐναντίον τῆς Εὐρώπης νὰ φωνάξωμε τὸ γιοῦχα
καὶ νὰ σχίσωμε μὲ λύσσα τὰ καπέλα καὶ τὰ ροῦχα.
Νέοι ρήτορες καὶ πάλι μὲς στοὺς δρόμους νὰ φανοῦν
καὶ πτερὰ νὰ δώσουν νέα στὸν ἐλεύθερόν μας νοῦν.
Πές τους ὅτι τὴν Ἑλλάδα ταπεινὴν δὲν ὑποφέρεις,
πές τους, πές τους, ἀλλὰ πές τους τέλος πάντων ὅ,τι ξέρεις·
καὶ ἂν δὲν μπορέσῃς πέρα νὰ τὰ βγάλῃς σὺ μονάχος,
ἂς σὲ βοηθήσῃ λίγο καὶ ὁ Ἄγγελος ὁ Βλάχος.
Μ' ἂν εὑρῇς κλειστὴ τὴν πόρτα, δῶσε μιὰ κλωτσιὰ γερή,
κι' ἔμπα δεῖξε τους πὼς εἶναι καὶ τὸ χέρι σου βαρύ.