Εις τον θανόντα πολύκλαυστον Γεώργιον Δ. Κακαθύμην

Εις τον θανόντα πολύκλαυστον Γεώργιον Δ. Κακαθύμην
Συγγραφέας:


Καλέ μου γέρων, γρήγορα η πόλις σ' εστερήθη
είχες κορμί σαν σίδερο και σαν ατσάλι στήθη
και διόλου δεν σ' εκύρτωσε των χρόνων το φορτίον,
αλλά ενώ εβάδιζες τον μακρυνόν σου βίον,
εσκόνταψες κ' επόνησες κ' εβράδυνες το βήμα
κ' ενώ εκ τούτου έβλεπες πλησίον σου το μνήμα
δεν σ' έγγιζεν ουδέ στιγμήν ο φόβος του θανάτου
γιατί εφρόντιζες εδώ για πέραν του μνημάτου.
Ήσουν η πρώτη των πτωχών πιστή παρηγορία
κοντά σου ανεπαύετο και πόλις κ' επαρχία
ήσουν η πιο μεγάλη δρυς η πυκνοφυλλωμένη
που εύρισκαν στον ίσκιο της δροσιάν ηλιοκαμένοι
κι άφοβα, δίχως κίνδυνο, γιατ' ήτον ακουσμένο
πως δεν υπήρξε μέσα της φίδι ποτέ κρυμμένο.
Σ' αγάπησεν η Λεμησσός σαν το παιδίν η μάνα
και μόλις ήκουσε για σε κ' εκτύπησεν η καμπάνα
ένα κορμί και μια ψυχή είχε το παν αφήσει
κι ήλθε τρεχτή στην εκκλησιά να σε γλυκοφιλήσει
και δακρυσμένη σ' άναψελιβάνι κι αγιοκέρια
γιατί εις ό,τι έκαμνεν ήσουν τα δυο της χέρια,
εμπρός της θά 'σαι πάντοτε κι εις όλα τα καλά της
και τ' όνομά σου φυλακτό θα έχει στην καρδιά της.