Εις τον Μιλάνον της Σερβίας

Εις τον Μιλάνον της Σερβίας
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1885.


Χαῖρε, μεγάλε βασιληᾶ καὶ νικητὴ Μιλᾶνο...
ἀφίνεις τὰ παλάτια σου καὶ τὤμορφό σου ταῖρι,
στὸ φτερωτό σου ἄλογο τεντόνεσαι ἀπάνω
καὶ τὰ βουνά σου δρασκελᾷς μὲ τὸ σπαθί στο χέρι,
καὶ δὲν σὲ φθάνει, βασιληᾶ, στὸ γρήγορό σου διάβα
τὸ κῦμα τοῦ Δουνάβεως, τὸ κῦμα τοῦ Μοράβα.

Χαριτωμένος βασιληᾶς καὶ ζηλευτὸς ἀλήθεια...
Σέρβος καὶ Σύ, ἀπόγονος γενναίων Γοσποδάρων,
ἐδιάβασες τοῦ τόπου σου τὰ πρώτα παραμύθια,
κι' ἐζήλεψες τοὺς νικητὰς Δαήδων Γενιτσάρων.
Σέρβος καὶ Σύ, Ὀβρένοβιτς ἀπ' τὰ μικρά σου χρόνια
μὲ τῆς γλυκειᾶς πατρίδος σου μεγάλωσες τὰ χιόνια.

Κι' εἶδες τῇς Βίλαις τῇς ξανθαῖς, τῇς μάγισσαις ἐκείναις,
ποὺ τὰ λυμένα τους μαλλιὰ βουτοῦν στὸν καταρράκτη,
ποὺ σ' ὅποιο μέρος φαίνονται σκορποῦν χρυσαῖς ἀκτίναις
καὶ τὸ μετάξι πλέκουνε μ' ὁλόχρυσο ἀδράκτι.
Ποὺ κάθε Σέρβου βασιληᾶ τὴν κούνια τριγυρίζουν,
καὶ στέμματ' ἀνθοστόλιστα καὶ δόξαις τοῦ χαρίζουν.

Κι' εἶδες κι' ἐκεῖνον τὸν Θεὸ τοῦ ἔρωτος Ραδίσσια
ὡσὰν τὸν ἥλιο ἔμμορφο νὰ φαίνεται μπροστά τους,
νὰ παίζῃ μὲ τῶν μαγισσῶν τὰ κάλλη τὰ περίσσια,
καὶ μὲ τῆς νύκτας τῇς δροσιαῖς νὰ ραίνῃ τὰ μαλλιά τους.
Κι' εἶδες Νεράϊδες γύρω σου μὲ ρόδα καὶ καλάμια
νὰ κρύβωνται στῇς λαγκαδιαῖς, στὰ δάση, στὰ ποτάμια.

Καὶ ξέρεις ποιοὶ καθίσανε καὶ στὸ δικό σου θρόνο,
κι' ἄκουσες γέροντα βοσκὸ τὰ γίδια του σὰν βόσκῃ
στὴ Γοῦσλα τὴ μονόχορδη νὰ τραγουδᾶ μὲ πόνο
καιροὺς τοῦ Μάρκου Κράλιεβιτζ, τοῦ Δούσχαν τοῦ Μιλόσκη,
ποὺ δὲν τοὺς ἔκοβε σπαθί, δὲν τοὺς τρυποῦσε σφαῖρα,
καὶ μ' ἄλογα τῆς ἀστραπῆς ἔσχιζαν τὸν ἀέρα.

Αὐτὰ τὰ λέει κι' ὁ παπποῦς ν' ἀκοῦνε τὰ ἐγγόνια...
γι' αὐτὸ καὶ σύ, Ὀβρένοβιτζ, πολεμιστῆς ἐβγῆκες,
γιατὶ στ' ἀλήθεια λαχταρᾷς καὶ θέλεις σ' ἄλλα χρόνια
νὰ τραγουδήσῃ ὁ βοσκὸς καὶ τῇς δικαῖς σου νίκαις.
Καὶ σὰν δακρύζῃ ὁ παπποῦς γιὰ νειᾶτα περασμένα,
στὰ τόσα παραμύθια του νὰ λέῃ καὶ γιὰ σένα...

Πέτα, λεβέντη βασιληᾶ, μαζὶ μὲ τὸ στρατό σου,
σὲ περιμένουν στὸ βουνὸ τῆς Γούσλας τὰ τραγούδια,
στεφάνια νίκης καὶ τιμῆς σοῦ πλέκει ὁ λαός σου,
σὲ καρτεροῦν κι' ἡ μάγισσαις μὲ τοῦ ἀγροῦ λουλούδια.
Καὶ τὸ πανώρῃο ταῖρι του σὲ κάθε ἥλιου δύσι
στεφανωμένο μέτωπο προσμένει νὰ φιλήσῃ.

Εὐτυχισμένος ὁ λαός, ποὺ στὸ φτωχό του θρόνο
καθίζει τέτοιος βασιληᾶς στὴ γῆ του γεννημένος,
ποὔχει τὴ δάφνη τοῦ λαοῦ γιὰ ὄνειρο του μόνο
καὶ εἶναι μὲ τοῦ τόπου του τὸ γάλα ποτισμένος.
Μονάχα τέτοιος βασιληᾶς κρεμᾷ σπαθὶ στὴ μέση
καὶ τρέχει γιὰ τὸ ἔθνος του μὲς στὴ φωτιὰ νὰ πέσῃ.