Εις τον Διάδοχον
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1886.


Καθένας τώρα ποιητὴς στὴ μέση θὰ προβάλῃ
καὶ γιὰ τὸ βασιλόπουλο θερμαῖς εὐχαῖς θὰ ψάλῃ,
καὶ μονομιὰ θὰ τροχισθοῦν ὴ πένναις καὶ ἡ γλώσσαις
καὶ θὰ γραφοῦν ποιήματα καὶ ζευζεκιαῖς καμπόσαις,
καὶ ὅλοι θὰ τοῦ εὔχωνται μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι
στὴν Πόλι τὴν ἑπτάλοφη τὸ θρόνο του νὰ φέρῃ.

Ἐγὼ στὸ βασιλόπουλο ρωμάντσαις δὲν θὰ ψάλω
καὶ οὔτε ψάλτου τραγικοῦ τὸν κόθορνον θά βάλω,
καὶ οὔτε στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ μὲ δάφναις θὰ τὸν φέρω,
γιατὶ αὐτὸ ἂν θὰ γενῇ τώρα κοντὰ δὲν ξέρω,
ἀλλ' ἂν γενῇ καμμιὰ φορά, χίλιαις φοραὶς μακάρι
νὰ τὸν ἰδῶ στὸ Βόσπορο λεβέντη καβαλλάρη.

Μὲ τέτοια κι' ἄλλα φούμαρα θὰ προσπαθήσουν ἄλλοι
νὰ τοῦ ζαλίσουν ἄδικα ταὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι.
Ἐγὼ σὲ θέλω νὰ φορῇς τὸ ζηλεμμένο στέμμα,
ὄχι γιατ' εἶσαι γέννημα βασιλικὸ καὶ θρέμμα,
ἀλλὰ γιατὶ μεγάλωσες μὲ ἀνθρωπιά, καὶ μόνο
γιατ' εἶσαι ἄνθρωπος σωστὸς νὰ κάθεσαι σὲ θρόνο.

Νὰ ἔχῃς μὲ τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ κἄτι χωριστό,
νὰ μὴ σὲ λένε βασιληᾷ, ἀλλ' ἄνθρωπο σωστό,
νἆσαι πολίτης διαλεκτὸς μὲ στέμμα στὸ κεφάλι,
καὶ μόνο γιὰ τὴν ἀνθρωπιὰ νὰ σὲ τιμοῦν οἱ ἄλλοι.
Καὶ πρῶτος σὺ στοῦ ἔθνους σου τὴν γῆν νὰ διαδώσῃς
τὸ κάλλος τὸ ἀμίμητον ἀττικωτάτης γλώσσης.

Νὰ λαχταροῦν στοὺς πόνους μας τὰ φλογερά σου στήθεια,
νἄχῃς στὰ χείλη τὴν καρδιά, στὸ στόμα τὴν ἀλήθεια,
νὰ γίνῃ τὸ Παλάτι σου τοῦ κόσμου τὸ καμάρι,
νὰ μπαίνῃ λεβεντιὰ μὲ νοῦ, μὲ ἀρετὴ καὶ χάρι,
καὶ τοὺς προμάχους γύρω σου νὰ ἔχῃς τῆς πατρίδος,
κι' ὄχι Ἑβραίους βρωμεροὺς στὸ γένος καὶ στὸ εἶδος.

Ναί, τέτοιο βασιλόπουλο τὸ ἔθνος σου σὲ θέλει,
καὶ ἅμα βάλῆς πιὰ καὶ σὺ τοῦ βασιληᾶ τὸ στέμμα,
πηγαίν' ἐκεῖ ποὺ ὁ στρατὸς καὶ ἡ τιμή σὲ στέλλει,
καὶ βάψε τὴν πορφύρα σου μὲ τ' ἀκριβό σου αἷμα.
Αὐτὰ κι' ἐγὼ σοῦ τραγουδῶ, αὐτὰ σοῦ ψάλλω μόνο,
καὶ στῆς γιορτῆς σου τὴ χαρὰ σὲ κρυφοκαμαρόνω.