Εις τον Αγκιάχ Εφέντη

Εις τον Αγκιάχ Εφέντη
Συγγραφέας:


«Ἀγκιὰχ ἐφέντημ, πρεσβευτὰ τοῦ κραταιοῦ Σουλτάνου,
ἀσπάζομαι τὸ χέρι σου καθὼς καὶ τὸ ποδάρι...
δέξου ὀλίγους ἀσπασμοὺς κι' ἐμοῦ τοῦ λαοπλάνου,
καὶ κάμε μου ἂν ἀγαπᾷς, ἐφέντη μου, τὴ χάρι,
νὰ μὲ ἀκούσῃς ἥσυχα καὶ λέξι νὰ μὴ χάσῃς
καὶ οὔτε τὸ τσιμποῦκι σου στὴ ράχη μου νὰ σπάσῃς.

»Ὁ τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, μετὰ χαρᾶς μανθάνω,
ὅτι σᾶς ἔκαμε προχθὲς μεγάλα κοπλιμέντα,
πὼς ἔστειλε προσκυνησμοὺς μὲ σᾶς εἰς τὸν Σουλτᾶνο,
κι' οἱ δυὸ μαζὶ ἀνοίξατε γλυκειὰ γλυκειὰ κουβέντα.
Εὐθὺς ἐλησμονήσατε τὰς ἔχθρας καὶ κακίας
καὶ τοὺς δεσμοὺς ἐσφίξατε Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας.

»Ἀλλὰ κι' ἐγὼ ἐπιθυμῶ μαζὶ μὲ τὴν Τουρκίαν
νὰ ζοῦν οἱ φίλοι Ἕλληνες σφικτὰ συνδεδεμένοι
ὡς δύο γείτονες καλοὶ χωρὶς φιλονεικίαν
καὶ νἆναι πάντα στὸ φτερὸ κι' οἱ δυὸ ἀρματωμένοι.
Εἴθε, Ἀγκιάχ ἐφέντη μου, νὰ εἶναι πάντα φίλοι
ὁ σεβαστὸς μου κύριος καὶ ἡ Ψηλὴ σας Πύλη.

»Εἴθε οἱ Τοῦρκοι μὲ Ρωμῃοὺς νὰ τρῶν ψωμὶ κι' ἁλάτι,
εἴθε νὰ παύσουν τὰς σκηνὰς ἐρίδων ἀνηκούστων,
καὶ εἴθε ὡς τεκμήριον ἀγάπης ν' ἀποστέλλουν
εἰς τὴν μεθόριον γραμμὴν κι' οἱ δύο τοὺς στρατούς των.
Εἴθε ἡμέρα γιὰ τοὺς δυὸ εἰρήνης ν' ἀνατείλῃ
καὶ κάποτε νὰ σπάζωμε τὰ μοῦτρα μας σὰν φίλοι.

»Εἴθε οἱ Τοῦρκοι μὲ Ρωμῃοὺς νὰ τρῶν ψωμὶ κι' ἁλάτι,
εἴθε νὰ μὴ τρωγώμεθα στὸ ἀναμεταξύ,
εἴθε καὶ σεῖς νὰ βγάζετε τἀριστερό μας μάτι,
εἴθε κι' ἐμεῖς νὰ βγάζωμε τῶν Τούρκων τὸ δεξί.
Εἴθε νὰ ἔχωμεν κι' οἱ δυὸ τὰ ὅπλα μας γεμᾶτα,
καὶ πάντα ν' ἀγαπώμεθα σὰν σκύλος μὲ τὴ γάτα.

»Ὤ! εἴθε νὰ ξεχάσωμεν τοὺς χρόνους τόσων θρήνων
εἴθε κανένα σκάνδαλον νὰ μὴ μᾶς βγῇ στὴ μέση,
εἴθε καὶ σεῖς νὰ κλέβετε τῇς σκούφιαις τῶν Ἑλλήνων
εἴθε κι' ἐμεῖς νὰ κλέβωμε τὸ κόκκινό σας φέσι.
Εἴθε νὰ δώσῃ κι' ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Μωάμεθ χέρι
κι' ἡ Παναγιὰ καὶ ἡ Φατμὲ νὰ γίνουν ἕνα ταῖρι.

»Εἴθε πιστοὶ ὀρθόδοξοι νὰ γίνετε σεῖς ὅλοι
εἴθε κι' ἐγὼ καθὼς καὶ σεῖς νὰ γίνω Μουσουλμᾶνος,
ὁ βασιλεὺς Γεώργιος νὰ πάῃ μὲς στὴν Πόλι
κι' εἰς τὰς Ἀθήνας ἔξαφνα νὰ ἔλθῃ ὁ Σουλτᾶνος.
Εἴθε σημαίαν μὲ σταυρὸν ὁ Τοῦρκος νὰ ὑψώσῃ
καὶ τὸ βρακὶ τῆς Φατιμὲς στὸν Ἕλληνα νὰ δώσῃ.

»Εἴθε οἱ τόσοι μας ναοί τζαμιὰ νὰ καταντήσουν
καὶ τὰ τζαμιά σας ἐκκλησιαῖς μὲ τρίδιπλη καμπάνα,
οἱ Τοῦρκοι ἕναν Ἅγιο μας γερὸ νὰ μὴν ἀφήσουν,
κι' ἐμεῖς νὰ μπαγλαρώσωμε τοῦ Μουχαμὲτ τὴ μάννα.
Εἴθε εἰς μίαν καὶ οἱ δυὸ νὰ ζήσωμεν ἀγέλην,
ὅπου νὰ μὴ γνωρίζεται ὁ Τοῦρκος καὶ ὁ Ἕλλην.

»Ὤ! εἴθε ὁ Σουλτᾶνος σας μὲ τῆς ζωῆς τὸ χῶμα
νὰ κάθεται στὸν θρόνο του σὰν φουσκωμένος κοῦρκος...
πώς, ἂν δὲν ἤμουν Ἕλληνας, ἤθελα νἆμαι Τοῦρκος
ἀλλ' ὅμως, σᾶς παρακαλῶ, εἰπέτε του ἀκόμα.
Σᾶς προσκυνῶ κι' ὀπίσω σας, σᾶς προσκυνῶ κι' ἐμπρός σας,
ὡς ταπεινὸς Κισλάραγας τῆς ἐξοχότητός σας».