Εις την 1 του 1860 έτους

Εις την 1 του 1860 έτους
Συγγραφέας:
Πανδώρα 10, αρ. 237 (1. 2. 1860) 503-504


Στὰ βουνὰ τῆς Ἀττικῆς μας καλῶς ἦλθες, χρυσομάλλη,
  Νὰ λουσθῇς στὸ διαμαντένιο καὶ γνωστό σου περιγιάλι,
Ντροπαλὴ στὸν ἐρχομό σου λουλουδίζ' ἡ μυγδαλιὰ,
  Καὶ βοσκοῦ φλογέρα παίζει καὶ ξυπνοῦνε τὰ πουλιά.

Ἄλλοτε, θυμᾶσαι, ἦλθες ὅλος δόξα καὶ νεότης,
  Κ' ἐλημέρευες μαζῆ μας εἰς τοὺς κάμπους στρατιώτης,
Μὲ τὸν Διάκο καὶ Τσαβέλλα περπατούσατε μαζῆ,
  Πλὴν ὠρφάνευσες, καϋμμένε, καὶ κανένας των δὲν ζῇ.

Πέρασαν ἐκεῖν' οἱ χρόνοι καὶ κἀνεὶς δὲν σὲ γνωρίζει!
  Ἀνθισμένη ἐλῃὰ τώρα, πολεμάρχη, σὲ στολίζει,
Κ' ἡ Πανδώρα μου στὸ φῶς σου ἐνῷ ῥίχνει τὰ μαλλιὰ,
  Μὲ ταῖς ἔμορφαις χορεύει κάτω στὴν ἀκρογιαλιά.

Λυών' ἡ Μοῦσα, ἐδῶ κάτω, σὰν ἐξόριστη θεότης,
  Ποῦ ὁ δόλος κ' ἡ κακία εἶναι τὸ μαρτύριό της·
Πλὴν τὴν ἔρημην ἀνδρία καὶ τὸ κάλλος ἀγαπᾷ,
  Κ' εἰς τοὺς μάρτυρας λουλούδια κ' εἰς ταῖς ἔμορφαις σκορπᾷ.

Τρέξετ' ἔμορφαις, ἐλᾶτε στ' ἀνθισμένο μου πανέρι…
  Ἔρχονται, καὶ χύνουν μόσχο καὶ δροσιὰ σ' ὅλα τὰ μέρη.
Μιὰ τὴν ἄλλη σὰ λουλούδια σκύφτουν καὶ κρυφομιλοῦν,
  Κ' εἰς τὸ μυστικὸ ποῦ λένε πονηρὰ χαμογελοῦν.

Νὰ ἡ πρώτη! τὰ δροσάτα δυώ της μάτια ψυχαλίζουν,
  Κ' εἰς τὴν κάθυγρή τους λάμψα ἕνα βρέφος καθρεφτίζουν.
Στὸ χαριτωμένο βρέφος λευκὸ δίνω γιασεμὶ,
  Καὶ γελοῦν οἱ τιμημένοι τῆς μητέρας ὀφθαλμοί.

Νὰ κ' ἡ ἄλλη· μὲ τοῦ πόνου τὴν ἀχνάδα καὶ τὴ χάρη,
  Μαυροφορεμένη πούλια, εἰς ἰτιᾶς πενθεῖ κλωνάρι.
Ἔλα, κόρη ζηλεμμένη, στὰ λουλούδια μου καὶ Σὺ,
  Ἄνθη λεμονιᾶς σοῦ πλέκω, γιὰ τὴν κόμην τὴν χρυσῆ.

Ποιἆν' αὐτὴ ποῦ σὰν τὸν κύκνο μεσ' τὰ δάση κατεβαίνεις
  Ὢ τὴ νειόνυφη νεράϊδα! ὢ τὴ μικροφιλημένη!
Τοῦ Χριστοῦ τὸ χαμογέλοιο στὰ δυὸ χείλη της πλανᾷ,
  Κι' ἀναρίθμητα διαμάντια κάθε βλέμμα της γεννᾷ.

Τὸ δροσάτο αὐτὸ κρῖνο πάρε, φῶς μου, νὰ μυρίσῃς,
  Ἑλληνόπουλο κἀνένα μιὰν αὐγὴ νὰ μᾶς χαρίσῃς.
Κ' ἐνῷ σκύβεις στὴν ἀφράτη νὰ τὸ σφίξῃς ἀγκαλιὰ,
  Νὰ σὲ χαιρετοῦν τ' ἀηδόνια στῆς νυκτὸς τὴ σιγαλιά.

Κ' ἡ Ἑλλάς μας!… Τόπον, τόπον στὴ πτωχή μας τὴν μητέρα,
  Ποῦ σὰν μάρτυρας προβαίνει μὲ τῆς νίκης τὸν ἀέρα.
Τὴν ἐξέχασαν, καὶ μοιάζει σὰ θλιμμένη Παναγιὰ,
  Ποῦ τῆς πῇραν τὸ κανδῆλι καὶ τῆς λείπε' ἡ λειτουργιά.

Ἄνθη μ' ἔμειναν ὀλίγα, καὶ τὰ ῥίχνω ἕνα ἕνα
  Εἰς τὸ χῶμα τῶν μαρτύρων κ' εἰς ὀστᾶ λησμονημένα.
Κ' ἐνῷ ψάλλω τὸ τραγοῦδι τῆς πικρῆς παλληκαριᾶς,
  Τρίζουν κόκκαλα σπαρμένα καὶ πελάου καὶ στεργιᾶς.