Εἰς τὴν βρύσιν
Συγγραφέας:


Μιὰ κόρ' εἶδα 'ς τὴ βρύσι
μ' ἀνάστημα κομψό.
Τὴν εἶπα νὰ μ' ἀφήσῃ
νὰ πιῶ, διατί διψῶ.

Κοκκίνισεν ἐκείνη,
κι' ὡς ἔκλινε σεμνή,
τὰ χέρια της μ' ἀφήνει
μαζῆ μὲ τὸ σταμνί.

«Εὐχαριστῶ, τὴν λέγω·
πλὴν μ' ἔδωσες, θαρρῶ,
φωτιὰ νὰ πιῶ καὶ καίγω·
δὲν μ' ἔδωσες νερό.»

Πῶς μὲ θερίζουν πόνοι
λυπείται κι' ἀπορεῖ,
καὶ τὴν σταμνιὰ φκαιρόνει,
καὶ παίρνει δροσερή.

Τοῦ λαϊνιοῦ τὸ στόμα
μ' ἐπρόσφερεν εὐθύς,
καὶ μ' εἶπε· «Πιὲς ἀκόμα,
καὶ θὰ ἰατρευθῇς.»

«Ἄχ! Ὄχι. Θέλεις, φίλη,
νὰ παύσῃ τὸ κακό;
Τὰ δυό σου δός μου χείλη,
τὸ στόμα τὸ γλυκό.»