Εις την Αθήνα
Εἰς τὴν Ἀθήνα Συγγραφέας: |
Δὲν εἶσαι σὺ ποῦ αἱματοκυλίσθης;
ἔμεινα μάρμαρον ὅταν σὲ εἶδα!
πότε σηκώθηκες; πότ’ ἐστολίσθης;
καὶ τόσον φαίνεσαι χρυσῆ μου ἐλπίδα;
Χθὲς δὲν ἐφαίνεσο, ἤσουν θαμμένη,
μέσα σ’ τὰ βάσανα μέσα σ’ τὸν χρόνον
ἤσουν ἀγνώριστη κουρελιασμένη
καὶ στέμμα δὲν εἶχες, δὲν εἶχες θρόνον.
Τώρα πετάχθηκες ’ψηλὰ ὡραία
ἀκούσθη ἡ φήμη σου πάλιν σὰν πρῶτα
ἔχεις βασίλειον καὶ Βασιλέα,
καὶ πάλιν ἄρχισες νὰ δίδῃς φῶτα.
Σὲ κάμνει πιὸ ’ψηλὴν κάθε λεπτόν σου,
σὲ κάμνει πιὸ λαμπρὰν κάθε στιγμή σου,
ποῦ εἶναι νὰ βλέπουσι τὴν πρόοδόν σου,
ὅλοι σου οἱ Ἥρωες κι’ ὅλοι οἱ Θεοί σου;
Σὰν κόσμημά σου μὲ τὸν Παρθενῶνα
λάμπ’ ἡ Ἀκρόπολις καὶ σὲ στολίζει·
ἡ ἀνεκτίμητος τῆς γῆς Κορῶνα,
καὶ περισσότερον σὲ ὀμορφίζει.
Οἱ ξένοι ποῦ ἔρχονται νὰ σὲ θαυμάσουν
σ’ αὐτοὺς καρφώννεται ἡ προσοχή μου·
ἀπὸ τὴν ζήλια τους μὴ σὲ ματιάσουν
καὶ πάθῃς τίποτε τρέμ’ ἡ ψυχή μου.