Εις εικόνα της σφαγής των παίδων

Εἰς εἰκόνα τῆς σφαγῆς τῶν παίδων
Συγγραφέας:
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873)


Μητηρ κρατοῦσα τὸν υἱὸν, τὸν πόθον τῆς ψυχῆς της,
Σπεύδει τὸ βῆμα καὶ κραυγὴν τὸ στόμα της ἐκχύνει,
Ἀλλὰ Ἡρώδου λειτουργὸς, ἀγρίων φόνων μύστης,
Ἁρπάζων τὴν ἐσθῆτά της, τὴν μάχαιραν προτείνει.

Γονατισμένη πρὸ ποδῶν παρακαλεῖ ματαίως
Δειλαία μήτηρ ἄλλη·
Ἀνωφελῶς ἱκέτιδα τὴν κεφαλὴν προβάλλει.
Μητρὸς δὲν φθάνουν αἱ φωναὶ τῶν βρεφοκτόνων ἕως!

Πόσον ἡ ὄψις ἔντρομος τοῦ βρέφους τοῦ ἀθλίου!
Ποῖος ὁ τρόμος τῆς ψυχῆς, τὸ ἐναλγὲς τοῦ ὕφους!
Ἐστράφη, φεῦ, νὰ μὴν ἰδῇ τὸ βλέμμα τοῦ δημίου,
Σκληρότερον τοῦ ξίφους.

Αὐτὴ, ὀπίσω βλέπουσα μὲ τρόμον καὶ μὲ πόνον
Τὰ θύματα τῶν φόνων,
Σφίγγει τὸ τέκνον κάτωχρος, κ′ ἐνῷ ζητεῖ νὰ φύγῃ
Τὰ χείλη της εἰς κραύγασμα σπαρακτικὸν ἀνοίγει.

Εἰς τῶν κλαυθμῶν τὴν ταραχὴν, εἰς τῆς σφαγῆς τὴν ζάλην
Ἰδέτ′ ἐκεῖ τὴν ἄλλην
Πῶς ἔπεσε καὶ πῶς ζητεῖ τὸ βρέφος της ὑψοῦσα
Ν′ ἀνεγερθῇ! Ἐπάγωσε ξίφος γυμνὸν ἰδοῦσα!

Συμπλέκουσα τὰς χεῖράς της αὐτὴ πρὸς τ′ ἄνω κλαῖον
Τὸ πρόσωπόν της στρέφει·
Δὲν ἔχει τί νὰ φοβηθῇ, οὐδὲ νὰ χάσῃ πλέον. —
Κεῖνται νεκρὰ τὰ δυό της, τ′ ἀγαπημένα βρέφη.