Εις Μούσας
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή «Η Λύρα»


                    α´.
Τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ὦ χρυσὸν δῶρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ἰώνιος λύρα.    5

                    β´.
Ἄλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
καὶ σεῖς ἐπὶ τὸ ξύλον
μελίφρονον, ὑακίνθινον
βάλετε στέμμα.    10

                    γ´.
Τὰς πτέρυγας ἁπλώνει
ὡς τ᾿ ὄρνεον τοῦ Διός,
καὶ ὑψώνεται τὸ μέτρον
ἕως τὸν οὐράνιον κῆπον
τῶν Πιερίδων.    15

                    δ´.
Χαίρετε ὦ κόραι, χαίρετε
φωναὶ ὁποὺ τὰ δεῖπνα
τῶν Ὀλυμπίων πλουτίζετε
μὲ᾿ χορῶν εὐφροσύνας
κ᾿ εὔρυθμον μέλος.    20

                    ε´.
Σεῖς τὰ αἰθέρια νεῦρα
τῆς φόρμιγγος κροτεῖτε,
καὶ τὰ θηρία, καὶ τ᾿ ἄλση
χάνονται ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς πλατείας.    25

                    ς´.
Ὅπου τρέμουσιν ἄπειρα
τὰ φῶτα τῆς νυκτός,
ἐκεῖ ὑψηλὰ πλατύνεται
ὁ γαλαξίας καὶ χύνει
δρόσου σταγόνας.    30

                    ζ´.
Τὸ ποτὸν καθαρὸν
θεραπεύει τὰ φύλλα,
κ᾿ ὅπου ἄφησε τὸ χόρτον
εὑρίσκει ρόδα ὁ ἥλιος
καὶ μυρωδίαν.    35

                    η´.
Οὕτω ὑπὸ τοὺς δακτύλους σας
ἡ ἐλικώνιος λύρα,
τρέμει, καὶ τ᾿ ἄνθη ἀμάραντα
τῆς ἀρετῆς γεμίζουσι
πᾶσαν καρδίαν.    40

                    θ´.
Ὄχι πατέρες, τύραννοι·
ὄχι ἄνθρωποι καὶ τέκνα,
ἀλλὰ δειλὰ καὶ ἀναίσθητα
ποίμνια τὸν κύκλον ἤθελον
τρέξειν τοῦ βίου·    45

                    ι´.
Χεῖρες κεραυνοφόροι,
μόνον νῶτα ὑποφέροντα
τὰς πληγάς· ἂν τὸ δίκρανον
τοῦ Παρνασσοῦ λιγύφθογγον
σπήλαιον ἐσίγα.    50

                    ια´.
Διὰ παντὸς μοιράσατε
θεῖαι παρθένοι τὴν δίκην·
διὰ παντὸς χαρίσατε
τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις
ὑψηλονόους.    55

                    ιβ´.
Ἀφρίζουν τὰ ποτήρια
τῆς ἀδικίας, δυνάσται
πολλοὶ καὶ διψασμένοι
ἰδοὺ τ᾿ ἀδράχνουν· γέμουσι
μέθης καὶ φόνου.    60

                    ιγ´.
Τώρα ναὶ τώρα ἀστράψατε
ὦ Μοῦσαι, τώρα ἁρπάξατε
τὴν πτερωτὴν βροντήν,
κατὰ σκοπὸν βαρέσατε
μ᾿ εὔστοχον χεῖρα.    65

                    ιδ´.
Φυλάξατε τοὺς ὕμνους
διὰ τοὺς δικαίους· μόνον
εἰς αὐτοὺς τὴν εἰρήνην,
καὶ τοὺς χρυσοὺς στεφάνους
εἰς αὐτοὺς δότε.    70

                    ιε´.
Ἦτον ποτὲ ἡ ἐννέα
Ὀλύμπιαι φωναὶ
ἐκεῖ ὁποὺ χορεύουσι
τῆς ἡμέρας ἡ κόραι
λαμπαδηφόροι.    75

                    ις´.
Ἤκουον μόνον οἱ κύκλοι
τῶν οὐρανῶν, τὴν σύμφωνον
θεόπνευστον ᾠδήν,
καὶ τὸν ἀέρα ἀκίνητον
εἶχε ἡ γαλήνη.    80

                    ιζ´.
Ἀλλ᾿ ὅτε τὸ μειδίασμα
τοῦ θεοῦ τῶν ἐρώτων,
τὸν Κιθαιρῶνα ἐσκέπασε
μὲ᾿ θύμον καὶ μὲ᾿ κλήματα
σταφυλοφόρα·    85

                    ιη´.
Ἐκεῖ ὁ ρυθμὸς ἐπέραστος
καταβαίνων, τὸ βλέμμα
τῶν γηγενέων δρακόντων
ἐχάθη, ὡς τὰ χαράγματα
χάνεται ὁ ὕπνος.    90

                    ιθ´.
Τοῦ θεσπεσίου γέροντος
ἱερὰ κεφαλή·
φωνὴ εὐτυχὴς ῾ποὺ εὐφήμησας
τῆς κλεινῆς Ἀχαΐας
τ᾿ ἄριστα τέκνα.    95

                    κ´.
Ἐσὺ θαυμάσιε Ὅμηρε
ἐξένισας τὰς Μούσας·
καὶ τοῦ Διὸς ἡ κόραι
εἰς τὰ χείλη σου ἀπέθηκαν
τὸ πρῶτον μέλι.    100

                    κα´.
Εἰς τιμὴν τῶν θεῶν
ἐφύτευσας τὴν δάφνην·
εἶδον πολλοὶ αἰῶνες
τὸ φυτὸν εὐθαλὲς
ὑπερακμάζον.    105

                    κβ´.
Μέσα εἰς τὸ θεῖον στέλεχος
τί δὲν ἐθησαυρίσατε
τὰ σίμβλα αἰωνίως;
τί ὦ αἰώνιαι μέλισσαι
τὸ παραιτεῖτε;    110

                    κγ´.
Ὅταν εἰς τὴν ἀθλίαν
Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ ἔσχατα
τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
τῶν ἀραβίων πετάλων
ἦλθεν ὁ κτύπος·    115

                    κδ´.
Ἐκεῖ πρὸς τὰ λουτρὰ
ὅπου τὰς τρίχας πλύνουσι
τῶν φοιβηΐων ἡ Ὥραι,
τότε δικαίως ἐφύγατε
ὦ Πιερίδες.    120

                    κε´.
Καὶ τώρα εἰς τέλος φέρετε
τὴν μακρὰν ξενιτείαν.
χρόνος χαρᾶς ἐπέστρεψε,
καὶ λάμπει τώρα ἐλεύθερον
τὸ Δέλφιον ὅρος.    125

                    κς´.
Ῥέει καθαρὸν τὸ ἀργύριον
τῆς Ἰπποκρήνης· κράζει,
ὄχι τὰς ξένας, κράζει
σήμερον ἡ Ἑλλὰς
τὰς θυγατέρας.    130

                    κζ´.
Ἤλθετε, ὦ Μούσαι, ἀκούω,
καὶ χαίρουσα πετάει
πετὰ ἡ ψυχή μου, ἀκούω
τῶν λυρῶν τὰ προοίμια,
ἀκούω τοὺς ὕμνους.    135