Εις Κωνσταντίνον Ζάππαν

Εἰς Κωνσταντίνον Ζάππαν
Συγγραφέας:


Ἐπὶ τῇ ἐλεύσει του.

Α'
Ἦλθες στὴ Μάνα... Πάτησες τὸ χῶμα τ' ἀγιασμένο
τῆς Μάνας – ὄχι τῆς μητρυιᾶς – δικό Σου, ὄχι ξένο·
χῶμα γεμᾶτο ἀπὸ στοργή, δάκρυ, δροσιὰ καὶ κρίνα,
γεμᾶτο δάφνη καὶ ἰτιὰ καὶ σκόνη ἀπὸ ἀκτῖνα.
Ἄχ, πάτησέ το· πάτα το κρυφὴ χαρὰ νὰ νοιώσῃς·
τὸ βῆμα ποῦ Σοῦ κούρασαν τὰ χρόνια νὰ φτερώσῃς·
βαλσάμωσε τὰ στήθια Σου μὲ τὸ ἀγέρι ἐκεῖνο
ὅπου μυρίζει γιασεμὶ καὶ ξένου κόσμου κρίνο,
καὶ πάρε, πίε ἀπ' τὸ νερό, ποῦ σέρνεται μπροστά Σου,
τὰ χείλη ποῦ Σοῦ χλώμιασε ἡ ξενητειά νὰ βρέχῃς,
νὰ νοιώσῃς μέσα στὴν καρδιὰ καὶ μέσ' στὰ σωθηκά Σου,
ὅτι δὲν εἶσαι ὀρφανὸς καὶ πῶς μανούλα ἔχεις!
Καὶ τὶ Μανούλα! Τὴν ξανθὴ τοῦ ἥλιου θυγατέρα·
νεράϊδα μέσ' στὸ πέλαγος, στὸν κάμπο ἀμαζόνα,
λειοντάρι ἀπάνω στὸ βουνό, ἀητὸ εἰς τὸν ἀγέρα,
ἀηδόνι στὸ κελάδημα καὶ στὴν τιμὴ κορῶνα.
Κείνη, ποῦ δὲν τὴν έφθασε μάνα καμμιὰ στὴ γέννα,
εἰς τὸ τραγοῦδι, τ' ἅρματα, στὴ λεβεντιά, στὴν πέννα!

Β'
Ἤλθες στὴ Μάνα· περπατᾷς στὸ χῶμα τ' ἀνθηρό μας·
δόσ μας τὸ χέρι Σου ἐδῶ καὶ πάρε τὸ δικό μας
καὶ σφίξε το, καθὼς ἐμεῖς στὸ σφίγγομε μὲ πόνο·
τὸ χέρι δός, ποῦ ξέθαψε δόξα παλῃὰ καὶ χρόνο
μαζῆ μὲ τὸ Ξαδέρφι Σου, καὶ τὰ Ὀλύμπια μας
ὁποῦ τὰ χρόνια ἐσκεπάζαν, ἐστήσατε μπροστά μας
σὲ μύρτ' ἀπάνω δροσερὰ καὶ πρασινάδα φτέρης·
ἄχ, δὲν ἠξέρεις τί χαρὰ ἐπήραμε, δὲν ξέρεις,
τοῦ Πύρου φλέβ' ἀτίμητη, τοῦ Σκενδερμπέη γέννα,
τὴν ὥρα ποῦ Σὲ εἴδαμε, εἰς τὰ Ὀλύμπιά Σου,
χλωμὸ ἀπὸ συγκίνησι, μὲ μάτια δακρυσμένα,
στὸ πλάϊ τῆς Βασίλισσσας, κοντὰ στὸ Βασιλειά Σου
καὶ στὸν Διάδοχο – στὸ φῶς, στὴ δύναμι, στὸ μέλλον,
μοσχοβολούσανε ἀνθοί, χαρὰ ἐπλημμυροῦσε
καὶ κάθε μάτι ὁλόχαρο τὴν ὄψι Σου ἐζητοῦσε!
Τί ὤμορφος ἐφαίνοσουν κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη·
μεγάλο ἔργο, εὐμορφιὰ στὸ πρόσωπο ἀφήνει...
Σὰν κυπαρίσσ' ὑψόνουνταν ἀπάνω στὸ κορμί Σου,
καὶ τὴ μεγάλη πρᾶξὶ Σου καθρέφτιζ' ἡ μορφή Σου.
Συγγένευες μ' ἀγάλματα παλῃὰ καὶ ξεθαμμένα·
μὲ τοῦ Πλουτάρχου ἔμοιαζες τοὺς ἄνδρας, καὶ μπροστά μας
ἄλλην Ἑλλάδα ἔφερνες καὶ χρόνι' ἀγαπημένα,
ὁποῦ τὸν κόσμ' ὠρφάνεψαν· τὰ χρόνια τὰ παλῃά μας!
ᾙ Μάνες εἰς τὴν ἀγκαλιὰ σηκόναν τὰ μικρὰ τους
καὶ σὰν εἰκόνα Σ' ἔδειχναν σ' αὐτὰ τὰ δάκτυλά τους·
ἆ, καὶ νὰ εἶχε ἡ Πατρὶς καὶ ἄλλους σὰν κ' Ἐσένα,
ποῦ τοῦ χεριοῦ Σου νἄρχουνε τὴν τρέλλα τὴν ἁγία,
τί ροδοδάφνες θ' ἄνθιζαν σὲ μέρη κουρσεμένα,
ὁποῦ σκεπάζουν σύννεφα καὶ χιόνια θάφτουν κρύα!
Ναί· κι' ἄλλοι ἀνίσως εἴχανε τὸ χέρι, τὴν καρδιά Σου,
ἀνίσως κι' ἄλλοι ἔβλεπαν μακρυὰ σὰν τὴν ματιά Σου,
εἰς τοῦ Ζολόγγου σήμερα τ' ἀθάνατα κοτρώνια,
δὲν θὰ πουλοῦσαν κάρβουνα τῆς Χάϊδως τὰ ἐγγόνια!

Γ'
Πάλι καρδιὰ μ' ἀποπλανᾷς· ἀλλοῦ μὲ σέρνεις πάλι·
νὰ φρονιμέψῃς δὲν μπορεῖς, θεότρελλη, ἀκόμα
καὶ κλαῖς γιὰ ὅσα σήμερα γελοῦν σοφοὶ μεγάλοι...
Σὲ χρόνια, σὰν τὰ χρόνια μας, βουβαίνεται τὸ στόμα!
Σὰν ὅλους, ξέχασε καὶ σύ... καὶ μὲ τὰ ὄνειρά σου,
μὴ τοῦ Μεγάλου γέροντα τὸν ἐρχομὸ πικραίνῃς·
μὲ τῆς ἐλπίδος σκόρπισε τὸ φῶς τὰ σύννεφά σου·
τί ὀφελεῖ νὰ καίεσαι χωρὶς καὶ νὰ ἐσταίνῃς;
….....................................................................
Τὸ χέρι Σου, ποῦ τῆς πτωχῆς Πατρίδος μας τὰ κάλλη,
μὲ τὴν παλῃά της φορεσιὰ τηνὲ στολίζει πάλι,
μ' ἀγάπης σφίγγομε στοργή· γιατί... ποιὸς δὲν τὸ ξέρει;
Χέρια δὲν ἔχομε πολλὰ σὰν τὸ δικό Σου χέρι!