Διονύσου Διθύραμβοι
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Γιάννης Καμπύσης
Ἀνάμεσα σὲ ὄρνια
Έκδοση: Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1917. Πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά: Zwischen Raubvögeln


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΟΡΝΙΑ


Ποιὸς θέλει νὰ κατέβει ἐδώ,
τὶ γλήγορα
τὰ βύθη καταπίνουν τον!
— Ἀλλὰ ἐσύ, Ζαρατούστρα,
τὴν ἄβυσσο τὴν ἀγαπᾶς ἀκόμα,
τὸ κάμνεις σὰν τὸν ἔλατο; —

Ποὺ ἀπλόνει ρίζες, ὅπου
μὲ ἀνατριχήλα ὁ βράχος ὁ ἴδιος
θωρεῖ τὰ βύθη,—
ποὺ ἀργοπορεῖ στὰ χάη,
στὰ χάη ὅπου ὅλα τριγύρο
θέλουν νὰ κατεβοῦν·
μεταξὺ τῆς ἀνυπομονησιᾶς
ἄγριου κατρακυλίσματος, χείμαρου ποὺ γκρεμίζεται
καρτερικὰ ὑπομένοντας, σκληρός, σιωπηλός,
μόνος.

Μόνος!
Καὶ ποιὸς θὰν τὸ τολμοῦσε
δὼ μουσαφίρης νὰ εἶναι,
σὲ σένα μουσαφίρης;
Ἴσως ἕνα ὄρνιο·
ὁποὺ καλὰ κρεμνιέται
στοῦ ἀκλόνητου τοῦ ὑπόμονου

χαιρέκακα τὴν κόμη,
μὲ πλανερὸ περγέλοιο,
ἑνὸς ὄρνιου περγέλοιο…

Πρὸς τί ἔτσι ἀκλόνητος;
—ἀλύπητα περιγελάει:
πρέπει κανεὶς νἄχει φτερά, ὅταν τὴν ἄβυσσο ἀγαπᾶ…
νὰ μὴ μένει κρεμάμενος πρέπει κανείς,
σὰν σένα, κρεμασμένε!…

Ὦ Ζαρατούστρα,
ἀσπλαχνότατε Νέμρωδ!
Προλίγου ἀκόμα κυνηγὸς Θεοῦ,
τὸ δίχτυ ὅλων τῶν ἀρετῶν,
τὸ βέλος τοῦ κακοῦ!—
Τόρα—
ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐσένα συλημένο,
τὸ λάφυρό σου τὸ ἴδιο,
μέσα στὸν ἴδιο ἐσένα τρυπημένο…

Τόρα—
μονάχος μὲ τὸν ἑαυτό σου,
παρέα μὲ τὴν ἴδια σου τὴ γνώση,
ἀνάμεσα ἑκατὸ καθρέφτιδων
ψεύτικων ἀπὸ σὲ τὸν ἴδιο,
ἀνάμεσα σἑκατὸ θύμησες
ἀβέβαιες,
ἀποκομένος σὲ κάθε πληγή,
σὲ κάθε παγωνιὰ ψυχρός,
πνιγμένος στὰ ἴδια τὰ σκοινιά σου,

αὐτογνώστης!
αὐτοδήμιος!

Τί δένεσαι
μὲ τῆς σοφίας σου τὸ σκοινί;
Τί δελεαζόσουν
στὸν παράδεισο τοῦ παλαιοῦ φιδιοῦ;
Τί ἐχώνοσουν
στὸν ἑαυτό σου — στὸν ἑαυτό σου;

Τόρα ἕνας ἄρρωστος
ποὺ ἀφ τὸ φαρμάκι τοῦ φιδιοῦ εἶναι ἄρρωστος.
Τόρα ἕνας αἰχμάλωτος,
ποὺ ἐτράβηξε τὸ λότο τὸ σκληρότατο·
στὴν ἴδια σου τὴ σήραγγα
σκυφτὰ ἐργαζόμενος,
στὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτὸ βαθουλωμένος,
τὸν ἴδιον ἑαυτό σου σκάφτοντας,
ἀβοήθητος,
ἄκαμπτος,
ἕνας νεκρὸς—
ἀπὸ ἑκατὸ φορτία παραστιβασμένος,
ἀπὸ σένανε παραφορτωμένος,
ἕνας πανγνώστης!
ἕνας ἰδιογνώστης!…
σοφὸς Ζαρατούστρας!…

Τὸ πιὸ βαρὺ ἐζητοῦσες φόρτωμα·
ἐκεῖ εὕρισκες τὸν ἑαυτό σου—,
ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου δὲν ἀποτινάζεσαι…

Καιροφυλαχτῶντας,
κάτου καθήμενος,
ἕνας ποὺ πλέον δὲ στέκει ὀρθός!
Μου ἑνώνεσαι μὲ τὸ κυβοῦρι σου
πνεῦμα συνενωμένο!…

Τόσο ὑπερήφανος προλίγου ἀκόμα,
πάνου στὰ ξυλοπόδαρα τῆς περηφάνειας σου!
Προλίγου ἀκόμα ὁ ἐρημίτης δίχως Θεό,
ποὺ ἔκανε μὲ τὸ διάβολο παρέα,
ὁ κόκκινος ὁ πρίγκηπας τῆς κάθε ὑπεροψίας!…

Τόρα—
ἀνάμεσα σὲ δυὸ μηδὲν
καμπουριασμένος,
ἕνα ἐρωτηματικό,
ἕνα αἴνιγμα κουραστικὸ—
ἕνα αἴνιγμα γιὰ ὄρνια
— αὐτὰ πιὰ θὰ σὲ «σώσουνε»,
αὐτὰ πιὰ λαχταροῦν τὴ «σωτηρία» σου,
αὐτὰ πετᾶνε πιὰ τριγύρο σου, ὦ σεῖς αἰνίγματα,
γύρου σου, κρεμασμένε!…
ὦ Ζαρατούστρα!…
Αὐτογνώστη!…
Αὐτοδήμιε!…