ὔει μὲν ὀ Ζεῦς
Συγγραφέας:



ὔει μὲν ὀ Ζεῦς͵ ἐκ δ΄ ὀράνω μέγας
χείμων͵ πεπάγαισιν δ΄ ὐδάτων ῤόαι
[...]
[...]
κάββαλλε τὸν χείμων΄͵ ἐπὶ μὲν τίθεις
πῦρ ἐν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως
μέλιχρον͵ αὐτὰρ ἀμφὶ κόρσᾳ
μόλθακον ἀμφιβάλων γνόφαλλον.

(αντί για το «ὔει»[1] (βρέχει), στη Lyra Graeca εμφανίζεται ως «νεύει» [2])