Το φίλημα (Μητσάκης): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: Το φιλημα Μιχαηλ Μητσακης Εις το Μανιακι,...
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος =Το φίλημα
| συγγραφέας =Μιχαήλ Μητσάκης
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =Περιοδικό Παρνασσός, τεύχος 9, 1892
}}
Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του λόφου, εκ των τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε ένας ζωντανός. Ο ήλιος προβάλλων από τας χιόνας των βουνών τους εχαιρέτησεν, ορθίους όλους, εφώτισε τας λευκάς φουστανέλλας, εχάιδευσε τας μαύρας κόμας των, απήστραψεν εις τους φλογερούς των οφθαλμούς, κατωπτρίσθη εις τον χάλυβα των σπαθιών των, εχρύσωσε των αρμάτων των τας λαβάς. Και τώρα δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους αποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα, και χάνεται, αργά-αργά, ως μέγα κλειόμενον ερυθρόν όμμα, όπερ σβύνον θέλει ακόμη να ρίψη τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους. Όλην την ημέραν άσιτοι και άποτοι επάλαισαν προς την θύελλαν των σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των βομβών, κατήσχυναν την βροχήν των μύδρων, εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας και της λόγχης την βίαν. Και αφού έφαγαν την μπαρούτην με την φούχταν, αφού και το έσχατον σπειρί της εσώθη μέσα εις τις παλάσκες των, αφού ερραγίσθη και του τελευταίου όπλου των η κάννα, αφού και το ύστατον γιαταγάνι έσπασε μέσα εις το χέρι των, έπεσαν χαμαί, άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι. Κι εν τω μέσω των ο Παπαφλέσσας, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, πελιδνός, ξαπλωμένος, με πλατείαν πληγήν επί του στήθους, κρατεί ακόμη το θραυσμένον τμήμα, αιμοστάζον, με σφιχτά δάχτυλα, εν σπασμώ έρωτος και λύσσης. Και ο Αιγύπτιος ανέρχεται, εν καλπασμώ ίππων και κλαγγή ξιφών, εν ήχω τυμπάνων και σαλπίγγων βοή, ενώ τα μπαϊράκια του αναπεπταμένα φρίσσουν εις τον άνεμον της εσπέρας, και τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως. Μυρμηκιά ανά την πεδιάδα και τα πρανή ο συρφετός, και βαρύ ακούεται το βήμα του. Επί της υγράς εκ του λύθρου γης οι Άραβες βαδίζουν επιμόχθως, των αλόγων τα πέταλα γλυστρούν. Αλλ΄ η χαρά επί τη ανελπίστω νίκη είναι τόση, τόση είναι η μετά τον φόβον ηδονή, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς φέρει αυτούς επί την ράχιν. Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την οφρύν του λόφου, ανέβη, κι επ΄ αυτής εστάθη, περιέφερε το βλέμμα, εκοίταξε το κοκκινίσαν έδαφος, όπερ πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων, επεσκόπησε τον ανερχόμενον στρατόν, είδε κύκλω τους πεσόντας. Και μ΄ ανοικτόν το όμμα, έκπληκτον, αναμετρά τους υψηλούς κορμούς των, τα ευρέα στέρνα των, και τους βραχίονάς των τους νευρώδεις, τας ωραίας των μορφάς, τα μέτωπά των τα αγέρωχα. Και επί την βραχείαν όψιν του ως νέφος τι διέρχεται, το βλέμμα του θολούται ελαφρώς, αδιόρατος παλμός συσπά τα χείλη του.
— Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες.
Και βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να μην πιστεύει πως εχάθησαν τοιούτοι άνδρες, ότι κείτονται αναίσθητοι, και δεν κοιμώνται μόνον, δια να ξυπνήσουν πάλιν φοβερώτεροι, πως και ο ίδιος ο θάνατος υπήρξεν ισχυρότερος αυτών.
Το φιλημα
Μιχαηλ Μητσακης
— Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Εις το Μανιακι,επι της κορυφης του λοφου,εκ των τριακοσιων μαχητων δεν απεμεινεν ουτε ενας ζωντανος.Ο ηλιος προβαλλων απο τας χιονας των βουνων εχαιρετησεν,ορθιους ολους,εφωτισε τας λευκας φουστανελας,εχαιδευσε τας μαυρας κομας των,απηστραψεν εις ταυς φλογερους των οφθαλμους,κατωπτρισθη εις τον χαλυβα των σπαθιων των,εχρυσωσε των αρματων τας λαβας.Και τωρα δυων εκει κατω,μεσα εις το πελαγος,τους αποχαιρετιζει λυπημενος νεκρους,σκορπισμενους επανω εις το χωμα,και χανεται,αργα αργα,ως μεγα κλεινομενον ερυθρον ομμα,οπερ σβηνον θελει ακομη να ριψη τελευταιον βλεμμα προς τους γενναιους.Ολην την ημεραν,ασιτοι και αποτοι επαλαισαν προς την θυελλαν των σφαιρων,αντεστησαν εις την χαλαζαν των βομβων,κατησχυναν την βροχην των μυδρων,εχλευασαν την ορμην της ρομφαιας και της λογχης την βιαν.Και αφου εφαγαν την μπαρουτην με την φουχταν,αφου και το εσχατον σπειρι της εσωθη μεσα εις τις παλασκες των,αφου ερραγισθη και του τελευταιου οπλου των η καννα,αφου και το υστατον γιαταγανι εσπασε μεσα εις το χερι των,επεσαν χαμαι,αψυχοι ναι ηττημενοι οχι.Κι εν τω μεσω των ο Παπαφλεσσας,ο πρωτος αρχισας την σφαγην και τελευταιος σταματησας,πελιδνος,ξαπλωμενος,με πλατειαν πληγην επι του στηθους,κρατει ακομη το θραυσμενον τμημα,αιμοσταζον,με σφιχτα δακτυλα,εν σπασμω ερωτος και λυσσης.Και ο Αιγυπτιος ανερχεται,εν καλπασμω ιππων και κλαγγη ξιφων,εν ηχω τυμπανων και σαλπιγγων βοη,ενω τα μπαιρακια του,αναπεταμενα,φρισσουν εις τον ανεμον της εσπερας,και τα μισοφεγγαρα αστραπτουν επι του καθαρου οριζοντος της δυσεως.Μυρμηκια ανα την πεδιαδα και τα πρανη ο συρφετος και βαρυ ακουεται το βημα του.Επι της υγρας εκ λιθρου γης οι Αραβες βαδιζουν επιμοχθως,των αλογων τα πεταλα γλιστρουν.Αλλ'η χαρα επι τη ανελπιστω νικη ειναι τοση ,τοση ειναι η μετα τον φοβον ηδονη,ωστε φερει αυτους προς τον ανηφορον,ταχεις φερει αυτους επι την ραχην,ηδη ο αρχηγος των εφθασεν εις την οφρυν του λοφου,ανεβη κι επ'αυτης εσταθη,περιεφερε το βλεμμα,εκοιταξε το κοκκινισαν εδαφος,οπερ πινει λαιμαργως το αιμα των ανδρειων,επεσκοπησε τον ανερχομενον στρατον,ειδε κυκλω τους πεσοντας.Και μ'ανοικτον το ομμα,εκπληκτον,αναμετρα τους υψηλους κορμους των,τα ευρεα στερνα των,και τους βραχιονας των τους νευρωδεις,,τας ωραιας των μορφας,τα μετωπα των αγερωχα.Και επι την βραχειαν οψιν του,ως νεφος τι διερχεται,το βλεμμα του θολουται ελαφρως,αδιορατος παλμος συσπα τα χειλη.
____Κριμα,να χαθουν τετοιοι λεβεντες.
Οι οδηγοί του έσπευσαν, προσέδραμον, έδειξαν το πτώμα, διάβροχον, περιρρεόμενον εκ του ιδρώτος του αγώνος, κατερρακωμένον τα φορέματα, μαύρον από του καπνού.
Και βλεπει ,βλεπει γυρω,βλεπει θαυμαζων,βλεπει απορων,ωσαν να μην πιστευη πως εχαθησαν τοιουτοι ανδρες,οτι κοιτονται αναισθητοι,και δεν κοιμωνται μονον,δια να ξυπνησουν παλιν φοβερωτεροι,πως και ο ιδιος ο θανατος υπηρξεν ισχυροτερος αυτων.
____Ποιος ειναι ο Παπαφλεσσας?
— Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το παλληκάρι...
Οι οδηγοι του εσπευσαν,προσεδραμον,εδειξαν το πτωμα,διαβροχον,περιρρεομενον εκ του ιδρωτος του αγωνος,κατερρακωμενον τα φορεματα,μαυρον απο του καπνου.
___Σηκωστε τον ,μωρε,παρτε τον ...Παρτε τον,πλυντε τον...Πλυντε το παλικαρι...
Δυο ανδρεςάνδρες ελαβονέλαβαν αυτοναυτόν αποαπό των μασχαλωνμασχαλών, τον ηγειρανήγειραν, τον εστησανέστησαν επανωεπάνω εις τους ποδαςπόδας του, κι εβαδισανεβάδισαν,διευθυνομενοι διευθυνόμενοι προς παραρρεουσανπαραρρέουσαν πηγηνπηγήν.Εκει τουΕκεί τού επλυνανέπλυναν τας χειραςχείρας και το προσωπονπρόσωπον,εξετριψαν εξέτριψαν τον πηλονπηλόν και τον ιδρωταιδρώτα, τον εκαθαρισανεκαθάρισαν εκ του κονιορτουκονιορτού και της ασβοληςασβόλης, του καπνουκαπνού και του ιχωροςιχώρος, τον εσπογγισανεσπόγγισαν,διευθετησαν διευθέτησαν τα ξεσχισμεναξεσχισμένα του ενδυματαενδύματα, κι εγυρισανεγύρισαν οπισωοπίσω,φεροντες φέροντές τον.
____Στητε τον εκει απο κατω.
— Στήστε τον εκεί από κάτω...
Οι ανδρες,κρατουντες εκατερωθεν αυτον,ωδευσαν προς το δειχθεν δεντρον,τον απεθηκαν παρα την ριζαν, τον υψωσαν και τον αφηκαν μονον,βασταζομενον δια της ιδιας του δυναμεως.Το πτωμα εναπεμεινεν ακινητον,ευθυ,στηριζον επι του κορμου την ραχιν,τον θωρακα προτεταμενον,και κρεμασμενα τα χερια,με αναποσπαστατον το τμημα του σπασμενου χατζαριου,τα σκελη διεστωτα,υψηλα την κεφαλην.Τοτε ο Ιμπραιμης πλησιαζει βραδεως προς το δενδρον,ισταται και προσβλεπει σιγηλος επι μακρον το απνουν πτωμα του αντιπαλου και υπο το φως της σεληνης,ητις ανετελλε την ωρα εκεινην αιματοχρους,ωσει βαφεισα και αυτη εκ του λυθρου του χυθεντος κατα την μαχην,υπο τους σειομενους κλαδους,οιτινες ανεφρισσον πενθιμως,φιλει ,παρατεταμενον φιλημα,τον ορθιον νεκρον._
Οι άνδρες κρατούντες εκατέρωθεν αυτόν, ώδευσαν προς το δειχθέν δένδρον, τον απέθηκαν παρά την ρίζαν του, τον ύψωσαν και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν επί το στέλεχος αυτού, τον ισορρόπησαν, ωσανεί ζώντα. Έπειτα ετραβήχθησαν, απεμακρύνθησαν, και τον αφήκαν μόνον, βασταζόμενον δια της ιδίας του δυνάμεως. Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ στηρίζον επί του κορμού την ράχιν, τον θώρακα προτεταμένον, και κρεμάμενα τα χέρια, με αναπόσπαστον το τμήμα του σπασμένου χατζαριού, τα σκέλη διεστώτα, υψηλά την κεφαλήν. Τότε ο Ιμπραΐμης πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον, ίσταται και προσβλέπει σιγηλός επί μακρόν το άπνουν πτώμα του αντιπάλου και υπό το φως της σελήνης ήτις ανέτελλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσεί βαφείσα και αυτή εκ του λύθρου του χυθέντος κατά την μάχην, υπό τους σειομένους κλάδους, οίτινες ανέφρισσον πενθίμως, φιλεί, παρατεταμένον φίλημα, τον όρθιον νεκρόν.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]