Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/80: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

→‎Δεν έχει γίνει proofreading: Νέα σελίδα: κοιρδιά μου ἔπεσα ἀναίσθητος. Ἀπὸ τότε δὲν ἔχω πιὰ ὄρεξη γιὰ δουλειά· οὔτε γιὰ ζωή. Μὲ φων...
 
Κατάσταση σελίδαςΚατάσταση σελίδας
-
Δεν έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος
+
Έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος
Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
κοιρδιά μου ἔπεσα ἀναίσθητος. Ἀπὸ τότε δὲν ἔχω πιὰ ὄρεξη γιὰ δουλειά· οὔτε γιὰ ζωή. Μὲ φωνάζει ἀκαμάτη ὁ θεῖός μου, κ’ ἔχει δίκηο· τὸ καταλαβαίνω πῶς ἔχει δίκηο. Μὰ τί νὰ κάνω; Ὥς ἐδῶ ἦταν ἡ συρμή μου. Ἔσωσα, πές, τὸ κάρβουνό μου, ἔσβυσαν οἱ φωτιές, κρύωσαν τὰ λεβέτια καὶ στάθηκα. Καὶ καλὰ ποῦ ἔφτασα ὥς ἐδῶ! Φαντάσου, αν ἔμενα καταμεσὶς τοῦ δρόμου, ν’ ἀφήσω τὴν ἀδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόρα—ὥρα μου· δὲ δίνω μιὰ πεντάρα. Ἄσπρος ἄγγελος μονάχοι κι’ ἄς ἔρθῃ τὸ γρηγορώτερο. Κ’ ἔλεγε τὰ λόγιά του τόσο μετρημένα, τόσο ἁπλᾶ, ποῦ πίστεψα πῶς ἤθελε νὰ πείσῃ ὅχι ἐμέ, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μελαχροινὸ πρόσωπο, τὰ μεγάλα θαλασσὰ μάτια του, τὰ γενάκια του τὰ καστανὰ καὶ τὰ σγουρὰ μαλλιά του ἔδιναν τόση σοβαρότη στὰ λόγια του, ποῦ μ’ ἔπιανε σεβασμός. Δεν τσλμοῦσα νὰ τὸν ἀντισκόψω. Τίποτα ἀπάνω του δὲν ἔδειχνε τὴν ἀπελπισία. Ὅλα του ἥσυχα σὰν τὴ θαλασσα ποῦ μᾶς κρυφάκουε. Μόνον τὰ χείλη του μιὰ-δυὸ φορὲς σπαρτάρισαν ἄξαφνα, λὲς καὶ φλόγα ὁ λόγος ἔβγαινε ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδιά του.
καρδιά μου κ’ ἔπεσα ἀναίσθητος. Ἀπὸ τότε δὲν ἔχω πιὰ ὄρεξη γιὰ δουλειά· οὔτε γιὰ ζωή. Μὲ φωνάζει ἀκαμάτη ὁ θεῖός μου, κ’ ἔχει δίκηο· τὸ καταλαβαίνω πῶς ἔχει δίκηο. Μὰ τί νὰ κάνω; Ὥς ἐδῶ ἦταν ἡ συρμή μου. Ἔσωσα, πές, τὸ κάρβουνό μου, ἔσβυσαν οἱ φωτιές, κρύωσαν τὰ λεβέτια καὶ στάθηκα. Καὶ καλὰ ποῦ ἔφτασα ὥς ἐδῶ! Φαντάσου, αν ἔμενα καταμεσὶς τοῦ δρόμου, ν’ ἀφήσω τὴν ἀδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόρα—ὥρα μου· δὲ δίνω μιὰ πεντάρα. Ἄσπρος ἄγγελος μονάχα κι’ ἄς ἔρθῃ τὸ γρηγορώτερο. Κ’ ἔλεγε τὰ λόγιά του τόσο μετρημένα, τόσο ἁπλᾶ, ποῦ πίστεψα πῶς ἤθελε νὰ πείσῃ ὅχι ἐμέ, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μελαχροινὸ πρόσωπο, τὰ μεγάλα θαλασσὰ μάτια του, τὰ γενάκια του τὰ καστανὰ καὶ τὰ σγουρὰ μαλλιά του ἔδιναν τόση σοβαρότη στὰ λόγια του, ποῦ μ’ ἔπιανε σεβασμός. Δεν τολμοῦσα νὰ τὸν ἀντισκόψω. Τίποτα ἀπάνω του δὲν ἔδειχνε τὴν ἀπελπισία. Ὅλα του ἥσυχα σὰν τὴ θαλασσα ποῦ μᾶς κρυφάκουε. Μόνον τὰ χείλη του μιὰ-δυὸ φορὲς σπαρτάρισαν ἄξαφνα, λὲς καὶ φλόγα ὁ λόγος ἔβγαινε ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδιά του.


Τόλμησα τέλος κάτι νὰ τοῦ εἰπῶ, νὰ τοῦ ἀλλάξω τὸν νοῦ.
Τόλμησα τέλος κάτι νὰ τοῦ εἰπῶ, νὰ τοῦ ἀλλάξω τὸν νοῦ.