Η αποσώστρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
format
Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Η αποσώστραἈποσώστρα
| συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| μεταφραστής=
Γραμμή 8:
| σημειώσεις =
}}
Ότ΄Ὅτ’ είχεεἶχε βασιλέψ΄βασιλέψ’ ο ήλιοςἥλιος. Κατεβαίναμε τοτὸ στενόστενὸ καλδερίμι, τοντὸν κατήφορο. ΖερβάΖερβὰ μεριά, στοστὸ κάτω σκαλοπάτι τουτοῦ παλιούπαλιοῦ σπιτιούσπιτιοῦ τουτοῦ Γιάννου τ΄τ’ ΑγιώτηἈγιώτη (μιαμιὰ φοράφορὰ ήτανἦτον τουτοῦ Γιάννου τ΄τ’ ΑγιώτηἈγιώτη, ότανὅταν ο μακαρίτης εζούσεἐζοῦσε κικ’ εμεθούσεἐμεθοῦσε ακόμαἀκόμα· τώρα δενδὲν ξέρω πλιαπλιὰ τίνος είναιεἶναι, γιατίγιατὶ πέρασαν τόσα χρόνια!) καθότανκαθέταν η Μορισώ,Μορισὼ τοτὸ Γιαλινάκι, μεμὲ τητὴ ρόκα της, μεμὲ τ΄τ’ αδράχτιἀδράχτι της, μαζίμαζὶ μεμὲ δυοδυὸ άλλεςἄλλες, κι άλεθεἄλεθε η γλώσσαγλῶσσά της. ΤηνΤὴν στιγμήστιγμὴ πουποὺ περνούσαπερνοῦσα, άκουσαἄκουσα νανὰ πέσειπέσῃ μιαμιὰ παροιμία απ΄ἀπ’ τοτὸ στόμα της· :
 
― Τρεῖς ὁπ’ σ’ ἔχω, ἄντρα, καὶ τρεῖς ὁπ’ μ’ ἔχεις, ἕξι· καὶ τρεῖς τοῦ παιδιοῦ, ἐννιά…
- Τρεις όπ΄ σ΄ έχω, άντρα, και τρεις όπ΄ μ΄ έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...
 
ΕκείνοἘκεῖνο τοτὸ δειλινό, είχεεἶχε σπαργανίσει, καθώςκαθὼς έμαθενἔμαθον, μιαμία νιόνυφη, η γυναίκα τουτοῦ Κώστα τουτοῦ Μπουλτογιάννη. ΕξἛξ εφτάἑφτὰ μήνεςμῆνες είχανεἶχαν περάσει απ΄ἀπ᾿ τοτὸ γάμο. Η θεια-Μορισὼ Μορισώ εσκολίαζεἐσχολίαζε, τώρα, κατάκατὰ τοτὸν δικόνεδικόν της τοντὸν τρόπο, τοτὸ ‘φταμηνίτικοφταμηνίτικο ή τοτὸ πρωιμάδι, πουποὺ είχενεἶχεν έρθειἔρθει στονστὸν κόσμον αυτόναὐτόν.
 
ΟύλαὍλα τατὰ συβάντασυμβάντα τουτοῦ μικρούμικροῦ χωριούχωριοῦ, τατὰ όσαὅσα γίνονταν, καικαὶ τατὰ όσαὅσα δενδὲν είχανεἶχαν γίνει ακόμαἀκόμα, έτσιἔτσι τατὰ σκόλιαζεσχολίαζε. ΔενΔὲν άφηνεἄφηνε καμμιάκαμμιὰ κουβέντα, κανένα μαντάτομαντᾶτο, κανένα «λακριντί», πουποὺ νανὰ μηνμὴν τ΄τ’ αποσώσειἀποσώσῃ. Μ΄Μ᾿ αυτάαὐτά, καικαὶ μεμὲ τητὴ ρόκα της, περνούσεπερνοῦσε τηντὴν ώραὥρα της, κικ’ έκανεἔκανε νανὰ περάσουν καικαὶ τωντῶν άλλωνἄλλων γυναικώνγυναικῶν οιοἱ ώρεςὧρες. ΑλλιώςἈλλοιῶς, τιτί θαθὰ γινότανε, σ΄σ’ αυτόναὐτὸν τοντὸν παλιόκοσμο;
 
Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντραςἄντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετοςἀδιαφόρετος, καικαὶ τηςτῆς άφησεἄφησε τρία παιδιά. Ο γιοςγυιός της, ο μεγάλος, απόἀπὸ τριάντα χρόνια τώρα, είχεεἶχε πάρει μαύραμαῦρα πέλαγα. ΆμοροςἌμορος είχεεἶχε γίνει, καικαὶ δενδὲν ακούστηκεἀκούστηκε πλιαπλιά. Ο άλλοςἄλλος, ο μικρός, ακουγότανἀκουγόταν ακόμαἀκόμα κάποτε· ήτανἦτον στηνστὴν ΑμέρικαἈμέρικα χρόνια, τηςτῆς έγραφεἔγραφε πωςπὼς θαθά ’ρθει’ρθῃ, καικαὶ δενδὲν ερχότανεἐρχότανε. ΤηνΤὴν κόρη της, τηντὴν είχεεἶχε καλοπαντρέψει, μαμὰ δενδὲν είχεεἶχε τύχη νανὰ ζήσειζήσῃ· πέθανε στηστὴ γέννα, καικαὶ τοτὸ παιδίπαιδὶ έζησεἔζησε ώσπουὣς ν΄ποὺ αποχτήσειν’ τοἀποχτήσῃ τὸ δικαίωμα ο πατεριασμένος του νανὰ κληρονομήσεικληρονομήσῃ τατὰ προικιά, κικ’ ύστεραὕστερα, στουςστοὺς πέντε μήνεςμῆνες ξαναπαντρεύτηκε· αυτόςαὐτὸς ήτανἦτον ο μεγαλύτερος καημόςκαημὸς τηςτῆς θεια -Μορισίνας!
 
ΓιαΓιὰ νανὰ μαλακώσ΄μαλακώσ’, η ταλαίπωρη, τοντὸν πόνο της, έκαμεἔκαμε στηνστὴν αρχήἀρχὴ νανὰ πέσειπέσῃ σταστὰ θείαθεῖα καικαὶ σεσὲ αγαθοεργίεςἀγαθοεργίες. Θέλησε νανὰ πάρειπάρῃ ψυχοκόριτσο έν΄ἕν’ αρφανόἀρφανό, πουποὺ κανείςκανεὶς δενδὲν ήξερεἤξερε τοντὸν πατέρα του. ΕπειδήἘπειδὴ όμωςὅμως ήτανἦτον πολύπολὺ αράθυμη,ἀράθυμη καικαὶ ότανὅταν θαθὰ θύμωνε, θαθὰ φώναζε τοτὸ κορίτσι «μπαστάρδικο!», γιαγιὰ νανὰ μηνμὴν κολάζεικολάζῃ τηντὴν ψυχή της, έκαμεἔκαμε καλύτερα νανὰ τοτὸ διώξειδιώξῃ, ύστεραὕστερ’ απόἀπὸ τρειςτρεῖς μέρες αφούἀφοῦ τοτὸ πήρεπῆρε στοστὸ σπίτι της.
 
Καμπόσες φορέςφορὲς είχεεἶχε κάμει κόλλυβα καικαὶ λειτουργιέςλειτουργιὲς γιαγιὰ τουςτοὺς πεθαμένους. Ύστερ΄Ὕστερ’ απόἀπ’ λίγοὀλίγο, τατὰ έφερεἔφερε ο διάολος νανὰ μαλώσειμαλώσῃ μεμὲ τοντὸν έναἕνα, έπειταἔπειτα μεμὲ τοντὸν άλλονἄλλον, παπάπαπὰ τηςτῆς ΕκκλησιάςἘκκλησιᾶς· τότεςτότε κι αυτήαὐτή, γιαγιὰ νανὰ μηνμὴν τουςτοὺς τατὰ χαραμίζειχαραμίζῃ, καικαὶ κολάζεικολάζῃ τηντὴν ψυχή της, έπαψεἔπαψε τιςτὶς προσφορέςπροσφορὲς καικαὶ τατὰ μνημόσυνα.
 
Μόνο επήγαινεἐπήγαινε ακόμαἀκόμα στηνστὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά, κικ’ εκολλούσεἐκολλοῦσε κεράκια στουςστοὺς ΑγίουςἉγίους. ΎστεραὝστερα, επειδήἐπειδὴ μέφτηκεμέμφθηκε τοντὸν επίτροποἐπίτροπο, πωςπὼς έκλεψεἔκλεψε τάχα απ΄ἀπ’ τοτὸ παγκάρι, έπαψεἔπαψε ν΄ν’ αγοράζειἀγοράζῃ απ΄ἀπ’ τηντὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά, κικ’ έπαιρνεἔπαιρνε απ΄ἀπ’ τοντὸν μπακάλη. ΈπειταἜπειτα, ο παπάς, οπούὁποὺ δενδὲν τατά ’χε ακόμαἀκόμα καλάκαλὰ μαζί της, τηςτῆς είπεεἶπε νανὰ μημὴ φέρνειφέρνῃ νοθεμένα κεριά, μόνε νανὰ ψωνίζειψωνίζῃ απ΄ἀπ’ τοτὸ παγκάρι. Τότε κι αυτήαὐτὴ έπαψεἔπαψε νανὰ κολλάκολλᾷ κεριά.
 
ΩστόσοὩστόσο, επήγαινεἐπήγαινε ακόμαἀκόμα στηνστὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά. ΎστεραὝστερα, επειδήἐπειδὴ έβλεπεἔβλεπε καμπόσες γυναίκεςγυναῖκες, οπούὁποὺ αυτήαὐτὴ τιςτὶς είχεεἶχε γιαγιὰ κλεφτρίνες καικαὶ γιαγιὰ «παστρικές», νανὰ έρχονταιἔρχωνται κοντάκοντὰ στοστὸ στασίδι πουποὺ ακουμπούσεἀκουμποῦσε, καικαὶ νανὰ κάνουν μακριούςμακριοὺς σταυρούςσταυροὺς καικαὶ στρωτέςστρωτὲς μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, καικαὶ δενδὲν επατούσεἐπατοῦσε πλιαπλιὰ στηνστὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά, γιαγιὰ καμπόσον καιρό.
 
Τόσο κακότυχη πουποὺ έμεινεἔμεινε, γιαγιὰ νανὰ έχειἔχῃ μιαμιὰ παρηγοριάπαρηγοριὰ στηστὴ μονοτονία τηςτῆς ζωήςζωῆς της, αποφάσισεἀποφάσισε καικαὶ δεύτερη φοράφορὰ νανὰ πάρειπάρῃ έναἕνα ψυχοπαίδι, πουποὺ νανὰ είναιεἶναι απόἀπὸ μάναμάννα καικαὶ πατέρα, γιαγιὰ νανὰ μηνμὴν τηντὴν βάζειβάζῃ ο πειρασμός, στοστὸ θυμό της απάνωἀπάνω, νανὰ τοτὸ φωνάζειφωνάζῃ μπάσταρδο. ΗύρεΗὗρε, αλήθειαἀλήθεια, έναἕνα ορφανόὀρφανό, πουποὺ ήτανἦτον καικι απόἀπὸ μακρινήμακρινὴ γενιά της. ΤοΤὸ πήρεπῆρε, τοτὸ ανάθρεψεἀνάθρεψε, τοτὸ μεγάλωσε. ΚείνοΚεῖνο βγήκεβγῆκε πολύπολὺ θεληματάρικο, απαιτούσεἀπαιτοῦσε πάντοτε «τοτὸ δικό του νανὰ γένειγένῃ». ΑυτήΑὐτὴ ήτονἦτον πολύπολὺ αψίθυμηἁψίθυμη, καικαὶ δενδὲν έκανανἔκαναν καλόκαλὸ χωριόχωριὸ οιοἱ δυοδυό τους. Τέλος, τοτὸ παιδίπαιδὶ μπαρκάρισε, «πήρεπῆρε τατὰ μάτια του κικ’ έφυγεἔφυγε», καικαὶ τοντὸν δεύτερον χρόνο επνίγηἐπνίγη μ΄μ’ έναἕνα καΐκι πουποὺ αρμένιζεἀρμένιζε. ΚαιΚαὶ πάλι η θεια -Μορισίνα απέμεινενἀπέμεινεν έρμηἔρμη καικαὶ μοναχή.
 
ΚαιΚαὶ τώρα εγήραζεἐγήραζε, κικ’ εδιψούσεἐδιψοῦσε γιαγιὰ συντροφιά, μέσα στουςστοὺς τέσσερες τοίχους τουτοῦ σπιτιούσπιτιοῦ της. ΑυτήνΑὐτὴν τητὴ φορά, τηντὴν ορμήνεψανὁρμήνεψαν νανὰ μηνμὴν πάρειπάρῃ πατριωτάκι, μαμὰ ξένο, γιαγιὰ νανὰ μημὴ λάβειλάβῃ θάρρος μαζί της. Επήρ΄Ἐπῆρ’ έναἕνα κορίτσι απόἀπὸ ξένα μέρη, απ΄ἀπ’ τητὴ στεριάστεριὰ τηντὴν αντικρυνήἀντικρινή, φτωχό, έρμοἔρμο καικαὶ σκοτεινό. ΤοΤὸ ανάστησεἀνάστησε, τοτὸ πόνεσε, τοτὸ μεγάλωσε. ΑυτόΑὐτό, σανσὰν έγινεἔγινε δεκαπέντε χρόνων, αγάπησ΄ἀγάπησ’ έναἕνα νέον στηστὴ γειτονιάγειτονιὰ καικαὶ μιαμιὰ βραδιά, τητὴ σαρακοστήΣαρακοστή, ότανὅταν η ψυχομάναψυχομάννα της ήτανἦτον στηνστὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά (γιατίγιατὶ είχεεἶχε ξαναρχίσει, φυσικά, νανὰ πηγαίνειπηγαίνῃ, επειδήἐπειδὴ δενδὲν υπόφερνεὑπόφερνε νανὰ τήνε λένε «ξεχωρισμένη» καικι «αλιβάνιστηἀλιβάνιστη») έμπασεἔμπασε τοντὸν αγαπητικόἀγαπητικὸ στοστὸ σπίτι, κικ’ έκαμεἔκαμε αρρεβώναἀρρεβώνα μαζί του. «Ή θαθὰ μεμὲ πάρειςπάρῃς, ή θαθὰ χαθώχαθῶ».
 
Η ψυχομάναψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ΄ἀπ’ τοτὸ κακό της. ΤηςΤῆς ήρθενἦρθεν, ευθύςεὐθύς, νανὰ τηντὴν πετάξειπετάξῃ όξωὄξω, αφούἀφοῦ τηντὴν γδύσειγδύσῃ, καικαὶ νανὰ τηντὴν αφήσειἀφήσῃ μεμὲ τοτὸ πουκάμισο. ΕδώἘδῶ «τατὰ βρήκεηὗρε σκούρασκοῦρα». ΟιΟἱ δικολάβοι, οπούὁποὺ δενδὲν λείπουν απόἀπὸ κανένα μικρόμικρὸ χωριό, υπερασπίστηκανὑπερασπίστηκαν τητὴ νέα, καικαὶ τηντὴν εσυβούλεψανἐσυμβούλεψαν νανὰ μηνμὴν κουνηθείκουνηθῇ απόἀπὸ τοτὸ σπίτι. Η θειαθειὰ τοτὸ Γιαλινάκι επήγεἐπῆγε σ΄σ᾿ έναἕνα ξάδερφό της, πουποὺ ήτονἦτον κάπως μεγάλος καικαὶ τρανός, ανώτεροςἀνώτερος υπάλληλοςὑπάλληλος τουτοῦ Κουβέρνου, κι αυτόςαὐτὸς τηντὴν ορμήνεψεὁρμήνεψε νανὰ βάλειβάλῃ μαστόρους νανὰ ξεσκεπάσουν τοτὸ σπίτι, γιαγιὰ νανὰ τηντὴν αφήσειἀφήσῃ νανὰ πεθάνειπεθάνῃ απόἀπ’ τοτὸ κρύο, κι απ΄ἀπ’ τοτὸ άλλοἄλλο μέρος, νανὰ τουτοῦ κάμεικάμῃ τοτὸ σπίτι απάνωἀπάνω του, οικονομικάοἰκονομικά, καθώςκαθὼς τοτὸ ξανάλεγε ύστεραὕστερα η θεια -Μορισίνα. ΑληθινάἈληθινά, χωρίςχωρὶς νανὰ τοτὸ καλοσυλλογιστείκαλοσυλλογιστῇ, μεμὲ βία, επήγεἐπῆγε καικαὶ τουτοῦ έκαμεἔκαμε τοτὸ έγγραφοἔγγραφο τοτὸ «οικονομικόοἰκονομικό», κικ’ έβαλεἔβαλε δύο μαστροχαλαστήδεςμαστροχαλαστῆδες μισομεθυσμένους, έναἕνα κοντόγιορτο, κι άρχισανἄρχισαν νανὰ κατεβάζουν τατὰ κεραμίδια...κεραμίδια…
 
Τότε, άξαφναἔξαφνα, τηντὴν επήρεἐπῆρε τοτὸ παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι άρχισεἄρχισε νανὰ χύνειχύνῃ τόσα δάκρυα απ΄ἀπ’ τατὰ μάτια της, ωςὡς νανὰ είχεεἶχε μέσα της ολάκερηὁλάκερη στέρνα βουλωμένη, πουποὺ δενδὲν είχεεἶχε δουλευτείδουλευτῆ ποτέ, καικαὶ τώρα μόνο άρχιζεἄρχισε νανὰ ξεχειλίζειξεχειλίζῃ. Λοιπόν, τοτὸ μετανόησε, έτρεξεἔτρεξε στονστὸν εξάδερφόἐξάδερφό της, καικαὶ τοντὸν επαρακάλεσεἐπαρακάλεσε νανὰ τηςτῆς χαλάσειχαλάσῃ τοτὸ έγγραφοἔγγραφο τοτὸ «οικονομικόοἰκονομικό». Ο ξάδερφος, όμωςὅμως, δενδὲν φαίνεται νανὰ είχεεἶχε πολλάπολλὰ υγράὑγρὰ μέσα του· αρνήθηκεἀρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κικ’ είπεεἶπε πωςπὼς τοτὸ σπίτι ήτανἦτον δικό του...του…
 
ΑφούἈφοῦ είδεεἶδε κι αποείδεἀποεῖδε, η γριά γρια-Μορισίνα, καικαὶ καμμιάκαμμιὰ δουλειά, κανένα έργοἔργο, ό,τι κι ανἂν είχεεἶχε καταπιαστείκαταπιαστῆ, δενδὲν τηςτῆς εβγήκεἐβγῆκε σεσὲ καλό·καλὸ τέλος, σταστὰ υστερνάὑστερνά της βάλθηκε κι αυτήαὐτὴ ν΄ν’ αποσώνειἀποσώνῃ τιςτὶς κουβέντες, τατὰ μαντάταμαντᾶτα, καικαὶ τιςτὶς δουλειέςδουλειὲς τωντῶν αλλονώνἀλλωνῶν. ΚιΚ’ επέρναεἐπέρναε τοντὸν καιρό της νανὰ κρίνεικρένῃ καικαὶ νανὰ ξεστομίζειξεστομίζῃ σκόλιασχόλια γιαγιὰ κάθε τι. Η μεγαλύτερη δουλειά της ήτονἦτον νανὰ λέειλέῃ τραγουδάκια, νανὰ βγάζειβγάζῃ παραγκώμια γιαγιὰ τοντὸν καθένανεκαθένα.
 
ΆμαἍμα έβγαινεἔβγαινε τοτὸ πουρνόπουρνὸ απ΄ἀπ’ τηντὴν ΕκκλησιάἘκκλησιά, απόἀπὸ τητὴ στερνήστερνὴ φοράφορὰ πουποὺ είχεεἶχε ξαναρχίσει νανὰ πηγαίνειπηγαίνῃ, τοτὸ έστρων΄ἔστρων’ εκείἐκεῖ σταστὰ σκαλοπατάκια, όχιὄχι μακριάμακριὰ ΄π΄ἀπ’ τοτὸ σπίτι της, κικ’ έπιανεἔπιανε λακριντίλακριντὶ μεμὲ τιςτὶς γειτόνισσες. ΤιςΤὶς καθημερινέςκαθημερινὲς έκανεἔκανε καικαὶ τητὴ ρόκα της, εδούλευεἐδούλευε κικ’ η γλώσσαγλῶσσά της, σανσὰν αννὰ έκανανἔκαναν ζευγάρι τατὰ δυοδυό. ΤιςΤὶς Κυριακές, πουποὺ έβλεπεἔβλεπε καικαὶ πλιότερονπλειότερον κόσμο (γιατίγιατὶ τοτὸ στενόστενὸ κατηφορικόκατηφορικὸ καλδερίμι, ήτονἦτον πρώτοπρῶτο σοκάκι κατάκατὰ τοτὸ γιαλό, δίπλα στηνστὴν πιάτσα) άλεθεἄλεθε τοτὸ διπλόδιπλὸ η γλώσσαγλῶσσά της.
 
ΑνἊν έβλεπεἔβλεπε κανένα μαραγκόνμαραγκὸν τουτοῦ ταρσανάταρσανᾶ στολισμένον, μεμὲ γαλάζια γιαλιστερήγυαλιστερὴ βράκα, μεμὲ τοτὸ φέσι κατακόκκινο, καικαὶ μακριάμακριὰ φούντα, έλεγε·ἔλεγε: «Κόρδα καικαὶ φούντα, καικαὶ τ΄τ’ άσπραἄσπρα, πούν΄ποῦ ’ν’ τα;»
 
ΑνἊν επερνούσεἐπερνοῦσε καμμιάκαμμιὰ νιόνυφη, μεμὲ ολόχρυσαὁλόχρυσα κεντήματα καικαὶ ποδογύρια, πουποὺ η κορμοστασιά της δενδὲν τηςτῆς φαινότανἐφαίνεταν τόσο νόστιμη·: «ΤιΤί τέμπλα, τιτί ανέμηἀνέμη, θαθὰ πωπῶ; κουρμαντέλαΚουρμαντέλα, νανὰ μηνμὴν αβασκαθείἀβασκαθῇ, τοτὸ κορμί της!»
 
ΑνἊν ήτανἦτον κοντήκοντὴ καικαὶ χωρίςχωρὶς μέση·: «ΤιΤί κουβάρι είν΄εἶν᾿ τούτοτοῦτο, μαθές; ΠώςΠῶς δενδὲν τηντὴν εξεδίπλωσεἐξεδίπλωσε η μάναμάννα της;...»
 
ΑνἊν ήτανἦτον καμμιάκαμμιὰ ψηλήψηλὴ καικι άγαρμπη·ἄγαρμπη: «ΔεΔὲ σαςσᾶς φαίνεται σασὰ μανάλι μεμὲ τητὴ λαμπάδα σπασμένη...σπασμένη… πουποὺ τοτὸ πάει ο μπάρμπ΄μπάρμπ’ ΑναγνώστηςἈναγνώστης μπροστάμπροστὰ απ΄ἀπ’ τοντὸν παπά, πουποὺ θαθὰ πειπῇ τοτὸ ‘Σοφία“Σοφία, ορθοί’;ὀρθοί”»;
 
ΑνἊν έβλεπεἔβλεπε κάνακανένα κορίτσι πολύπολὺ μαυριδερό·μαυρειδερό: «ΤηνΤὴν επάτησεἐπάτησε στηνστὴν μπογιάμπογιὰ ουοὑ Άραμ΄ςἈρούμ’ς» (παραγκώμι ενόςἑνὸς βαφιάβαφιᾶ τουτοῦ τόπου).
 
ΑνἊν επερνούσεἐπερνοῦσε κανένα ψηλόψηλὸ υποκείμενο·ὑποκείμενο: «Νύχτωσε, καικαὶ δενδὲν πρόφτασε νανὰ χτίσειχτίσῃ άλλοἄλλο μισό·. χρειάζεταιΧρειάζεται σκαλωσιάσκαλωσιὰ νανὰ βάλειβάλῃ ο ΑριφόςἈριφός» (παρατσούκλι τουτοῦ πρωτομάστορη, πουποὺ σκάρωνε τατὰ καράβια).
 
Καμπόσων ανθρώπωνἀνθρώπων τητὴ ζωήζωὴ καικαὶ τατὰ πάθια, τάπαιρνετά ’παιρνε «κουτουριάρικα», καικαὶ τά τάχε’χε σχεδόνσχεδὸν μονοπώλιο, η γριά γρια-Μορισίνα. Εκείν΄Ἐκείν’ η παροιμία πουποὺ ακούσαμεἀκούσαμε απ΄ἀπ’ τοτὸ στόμα της, «ΤρειςΤρεῖς οπ΄ὁπ’ σ΄σ’ έχωἔχω», κτλ., ήτανἦτον μόνο συνέχεια χωρίςχωρὶς τέλος. ΈναἝνα χρόνο πρινπρίν, ότανὅταν είχεεἶχε γίνει ο αρρεβώναςἀρρεβώνας, τουτοῦ ίδιουἴδιου τ΄τ’ αντρόγυνουἀντρόγυνου, είχεεἶχε πει·’πεῖ: «ΤαΤὰ όρνιαὄρνια παντρεύουνται, καικαὶ τατὰ στοιχειάστοιχειὰ βλογιούνται...βλογιοῦνται…»
 
ΜιαΜιὰ βραδιάβραδειά, προπρὸ χρόνων, ότανὅταν είχεεἶχε βγειβγῆ περίπατο έναἕνα ζευγάρι αρρεβωνιασμένωνἀρρεβωνιασμένων, όπουὁποὺ οιοἱ μανάδεςμαννάδες καικαὶ τωντῶν δυοδυὸ κάτι παλιάπαλιὰ ψεγάδια είχανεἶχαν, φαίνεται, στηνστὴν υπόληψήὑπόληψή τους, η γριάγριὰ έξαφναἔξαφνα είχεεἶχε ξεφωνίσει.:
 
- Τι― Τί ταιριασμένο αντρόγυνοἀντρόγυνο, νανὰ σ΄σ’ πωπῶ!
 
-― Σὲ Σετί τι είναιεἶναι ταιριασμένο, θεια -Μορισώ; τηντὴν ερώτησανἐρώτησαν.
 
-― Νά Ναπλιά, πλιαπ……ς π......ς γιόςγυιός, καικαὶ π......ςπ……ς θυγατέρα·δυχατέρα, απάντησεἀπήντησεν η γερόντισσα.
 
ΜιαΜιὰ χρονιά, είναιεἶναι τώρα πολύςπολὺς καιρός, ο καινούργιος δήμαρχος πουποὺ είχεεἶχε γίνει στοστὸ χωριό, θέλοντας νανὰ νεωτερίσεινεωτερίσῃ, ξόδεψεξώδεψε ολίγεςὀλίγες χιλιάδες τουτοῦ Δήμου τουτοῦ φτωχούφτωχοῦ, γιαγιὰ νανὰ κάμεικάμῃ λέει «αρτεσιανάἀρτεσιανὰ φρέατα». Ύστερ΄Ὕστερ’ απ’ἀπ’ ολίγουςὀλίγους μήνεςμῆνες, τατὰ ψευτοπήγαδα χάλασαν, κικ’ έγινανἔγιναν άχρησταἄχρηστα. Η θεια -Μορισίνα, πήγ΄πῆγ’ έναἕνα βράδυ νανὰ γεμίσειγεμίσῃ τοτὸ κανατάκι της, σ΄σ’ έναἕν’ απ΄ἀπ’ αυτάαὐτά, καικαὶ δενδὲν βρήκεηὗρε νερόνερὸ στάλα.
 
-― Παλαβώσανε Παλαβώσανεκαὶ και τατὰ φτιάσανε· παλαβώσανε καικαὶ τατὰ χαλάσανε; είπεεἶπε.
 
ΘαρρώΘαρρῶ πωςπὼς αυτόαὐτὸ ήτανἦτον τοτὸ απόφτεμάἀπόφθεγμά της τοτὸ τελευταίοτελευταῖο. Ύστερ΄Ὕστερ’ απόἀπ’ ολίγοὀλίγο, σχωρέθηκε.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα|Η αποσωστρα]]