Συγγραφέας:Φιλόδημος ο επικούρειος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Pagaeos (συζήτηση | Συνεισφορά)
Νέα σελίδα: {{Συγγραφέας2|όνομα =Φιλόδημος |βικιπαίδεια = Φιλόδημος ο επικούρειος}} ::ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ Εξήκοντα ...
 
FocalPoint (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4:
::ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
 
*[[Παλατινή Ανθολογία/V/13 Φιλοδήμου|Παλατινή Ανθολογία V 13: Εξήκοντα τελεί Χαριτώ λυκαβαντίδας ώρας,...]]
 
*[[Παλατινή Ανθολογία/V/112 Φιλοδήμου|Παλατινή Ανθολογία V 112: Ἠράσθην· τίς δ΄ οὐχί; κεκώμακα· τίς δ΄ ἀμύητος ...]]
Εξήκοντα τελεί Χαριτώ λυκαβαντίδας ώρας,
*[[Παλατινή Ανθολογία/V/115 Φιλοδήμου|Παλατινή Ανθολογία V 115: Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα· ...]]
:αλλ’ έτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων
*[[Παλατινή Ανθολογία/V/120 Φιλοδήμου|Παλατινή Ανθολογία V 120: Καὶ νυκτὸς μεσάτης τὸν ἐμὸν κλέψασα σύνευνον...]]
κην στέρνοις έτι κείνα τά λύγδινα κώνια μαστών
:έστηκεν,μίτρης γυμνά περιδρομάδος,
καί χρώς αρρυτίδωτος έτ’ αμβροσίην,έτι πειθώ
:πάσαν,έτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
αλλά πόθους οργώντας όσοι μή φεύγετ’ ερασταί,
:δεύρ’, ίτε,τής ετέων ληθόμενοι δεκάδος.
(Παλατινή Ανθολογία, V 13)
 
 
 
 
Ἠράσθην· τίς δ΄ οὐχί; κεκώμακα· τίς δ΄ ἀμύητος
:κώμων; ἀλλ΄ ἐμάνην· ἐκ τίνος; οὐχὶ θεοῦ;
ἐρρίφθω· πολιὴ γὰρ ἐπείγεται ἀντὶ μελαίνης
:θρὶξ ἤδη͵ συνετῆς ἄγγελος ἡλικίης.
καὶ παίζειν ὅτε καιρός͵ ἐπαίξαμεν· ἡνίκα
:καιρὸς οὐκέτι͵ λωιτέρης φροντίδος ἁψόμεθα.
(Παλατινή Ανθολογία, V 112)
::''Αγάπησα όλοι το περνούν. Γλέντησα ποιός το γλέντι
::''δε γνώρισε; Κι αν έχασα το νού, θεός μου φταίγει.
::''Κατά διαόλου! Δεν αργούν, κει που'ναι μαύρες τρίχες
::''άσπρες να βγουν, τη γνωστική μηνώντας ηλικία.
::''Καιρός του παιγνιδιού ήτανε σαν παίζαμε όμως πάλι
::''και τώρα δε θα βάλουμε πιότερη γνώση, λέω.
:::μετάφρ. Γ. Κοτζιούλας
 
 
 
Ἠράσθην Δημοῦς Παφίης γένος· οὐ μέγα θαῦμα·
:καὶ Σαμίης Δημοῦς δεύτερον· οὐχὶ μέγα·
καὶ πάλιν Ὑσιακῆς Δημοῦς τρίτον· οὐκέτι ταῦτα
:παίγνια· καὶ Δημοῦς τέτρατον Ἀργολίδος.
αὐταί που Μοῖραί με κατωνόμασαν Φιλόδημον͵
:ὡς αἰεὶ Δημοῦς θερμὸς ἔχοι με πόθος.
(Παλατινή Ανθολογία, V 115)
::''Δέν ήτανε παράξενο πού μιά Δημώ απ’ τήν Πάφο''
::''αγάπησα• καί μιά Δημώ από τήν Σάμο, τό ίδιο.''
::''Καί μιά Δημώ απ’ τίς Υσιές• αυτό δέν είν’ αστείο.''
::''Καί μιά Δημώ γιά τέταρτη φοράν από τό Άργος.''
::''Γι’ αυτό λοιπόν Φιλόδημο μ’ ονόμασαν οι Μούσες :''
::''πόθος θερμός γιά μιά Δημώ νά μέ κατέχει πάντα.''
 
 
 
Καὶ νυκτὸς μεσάτης τὸν ἐμὸν κλέψασα σύνευνον
:ἦλθον καὶ πυκινῇ τεγγομένη ψακάδι.
τοὔνεκ΄ ἐν ἀπρήκτοισι καθήμεθα κοὐχὶ λαλεῦντες
:εὕδομεν͵ ὡς εὕδειν τοῖς φιλέουσι θέμις;
(Παλατινή Ανθολογία, V 120)
::''Ξέφυγ’ από τόν άντρα μου καί μεσονύχτι ήρθα•''
::''τής μπόρας μέ μουσκέψανε οι στάλες οι πυκνές.''
::''Γιατί λοιπόν έτσι άπρακτοι καθόμαστε, φλυαρούμε''
::''καί δέν γλυκοπλαγιάζουμε ως πρέπει σ’ εραστές ;''
 
 
 
(Παλατινή Ανθολογία, V 13)131:
 
Ψαλμὸς καὶ λαλιὴ καὶ κωτίλον ὄμμα καὶ ᾠδὴ