Ο Κοσμολαΐτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16:
Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κἄποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν' ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον, ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.
 
"Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κι ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα... Βλέπις τὸν καλόγηρον, πῶς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὅρος!... Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου".
""
 
Ἀλλὰ δέν ἐφρόνει οὕτω καί ὁ πρώην καθηγούμενος, ὁ ἐλθών εἰς Ἀθήνας. Οὗτος εἶχεν φιλοδοξίαν ἐπαινετὴν νὰ κάμῃ προσηλυτισμὸν διὰ τὸ Τάγμα. Εὑρίσκοντο τότε δέκα ἢ δώδεκα νέοι, τρέφοντες, ὅπως ἐφαντάζοντο τουλάχιστον, κλίσιν εἰς τὴν καλογηρικήν, ὅπως αὐτοὶ τὴν ἐνόουν. Πρὸς τούτοις δὲν ἦτο ἀνάγκη οὔτε διδαχῆς, οὔτε πειθοῦς μεγάλης. Ἦσαν προθυμότατοι, κι εὐκόλως ἐσχετίσθησαν μὲ τὸν πρώην ἡγούμενον. Τὸν ἄλλον μῆνα, ὅλη ἡ ἀγέλη ἐμβαρκαρίσθησαν μὲ ἱστιοφόρον ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ ἠκολούθησαν τὸν ἱερομόναχον εἰς τὸν Ἄθωνα.
 
Ἐπῆγαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Σιμμένου (Ἐσφιγμένου), εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τῆς χερσονήσου. Ὤ! μεγάλη δοκιμασία ἦτο δι' αὐτούς. Τόσον ἐπάγωσαν, ἅμα ἔφθασαν ἐκεῖ, τόσον ἐτρόμαξαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον τῶν θρησκευτικῶν συνάξεων, ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τάξιν τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῶν προσώπων ἐκείνων τῶν γηραιῶν μοναχῶν, ὥστε ἕνας ἀπ' αὐτούς, ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖτο ἀργότερα, εἰς τόσην ἀθυμίαν ἔφθασεν, ὥστε τοῦ ὑπέβαλεν ὁ διάβολος εἰς τὸν νοῦν νὰ ριφθῇ ἀπὸ τὴν "ἀπλωταριάν", τὸν ὑψηλὸν ἐξώστην τοῦ μοναστηρίου, καὶ αὐτοκτονήσῃ...
 
Τὸν ἄλλον μῆνα σχεδὸν ὅλοι, οἱ ἕνδεκα, ἐμβαρκαρίζοντο πάλιν ἀπὸ ἕνα μεσημβρινὸν ὅρμον, τὴν Δάφνην, κι ἐκουβαλοῦντο πίσω εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἷς καὶ μόνος ἔμεινε κι ἐφόρεσε τὸν μοναχικὸν σχῆμα, ἀλλ' οὗτος, διὰ νὰ παρηγορηθῇ, ἐπανέκαμψε μετ' ὀλίγον εἰς τὰς Ἀθήνας, κι εζήτει θέσιν νεωκόρου εἰς ἕνα τῶν ἐνοριακῶν ναῶν.