Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Β: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ Ανάκληση των αλλαγών 79.131.204.15 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση AndreasBot)
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ morfopoihsh
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
:''| τίτλος = Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
:''| συγγραφέας = Διονύσιος Σολωμός
:''| μεταφραστής=
:''| ενότητα = σχεδίασμα Β
:''| επόμενο = [[Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Γ|σχεδίασμα Γ]]
:''| προηγούμενο= [[Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Α|σχεδίασμα Α]]
:''| σημειώσεις =
:''}}
 
<poem>
Γραμμή 20:
 
2.
:''Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
 
:''Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
:''Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.''
 
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Γραμμή 44:
 
3.
:'':Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.'
 
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γραμμή 62:
 
4.
:''Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία
 
Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
Γραμμή 81:
 
6.
:''Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
 
Μακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Γραμμή 121:
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
 
:''Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
 
Μεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Γραμμή 141:
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
 
:''Και μία είπε: «Μου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
 
Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
Γραμμή 152:
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
 
:''Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
 
Να μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.
Γραμμή 161:
 
8.
:''Παρασταίνεται ο Ιμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.
 
Καθώς εκεί στην Αραπιά . . . . . . . . . . . .
Γραμμή 183:
Ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
 
:''Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
 
Και απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.
 
:''Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
 
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Γραμμή 199:
 
10.
:''Αφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Μι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,
 
Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Γραμμή 216:
 
11.
:''Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
 
 
12.
:''Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·
 
Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.
 
:''Μένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
 
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Γραμμή 241:
 
13.
:''Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
 
Μνήσθητι, Κύριε ― είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε ― εφάνη!
Γραμμή 370:
 
38.
:''Το πολιορκούμενο Μεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του Τούρκου και τ’ Αράπη.
 
Γραμμή 401:
 
45.
:''Ο αριθμός του εχθρού,
Τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.
 
 
46.
:''Η Ελπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Τα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.
 
Γραμμή 443:
 
55.
:''Η βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
Οπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.
 
Γραμμή 466:
 
60.
:''Οι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Να θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.