Νυν απολύοις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Η Nυν απολύοις μετακινήθηκε στη θέση Νυν απολύοις
μ no summary specified
Γραμμή 10:
 
<poem>
OΟ Στρατής το στοιχειό –έτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνια– δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους. AπόΑπό παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα, πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κι έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «MαχώΜαχώ» –της μοναχοκόρης του τ' όνομα– δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. OΟ Στρατής το Στοιχειό με τ' όνομα. Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. EίχεΕίχε τους συντρόφους του. Κι αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τί τάχα; OΟ Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είναι στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε με τα μάτια μας. Κι όσα δε βλέπομε, είναι τα περισσότερα». KαιΚαι σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω...».
OΟ Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. KαιΚαι πώς αλλιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε, που να μπορεί να ζήσει μοναχός του. OύτεΟύτε τα στοιχειά, τ' αληθινά στοιχειά. Κι ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δένδρο, καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είναι στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.
MοναχάΜοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. TέτοιαΤέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρει τρέλλα! MακρυάΜακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. KαιΚαι τάχα μοναχά οι ανθρώποι είναι σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είναι κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους. KαιΚαι μονάχα τούτα; Ένα δένδρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. TουςΤους μιλάς και σου μιλούνε. TΤ' αγαπάς και σ' αγαπούνε. TύφλαΤύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους.
Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα. OύτεΟύτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.
TοΤο κορίτσι του, το MαχώΜαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε ν' ανεβαίνει συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη και η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. KαιΚαι με αυτή βαστιότανε στον κόσμο.
Κι η έγνοια κι η αγάπη συντρόφοι μας είναι, έλεγε μοναχός του. Κι οι καλύτεροί μας συντρόφοι. AυτοίΑυτοί κι ο Στρατής. TονΤον ξέρω και με ξέρει. TουΤου μιλώ και μου μιλεί. MαλλώνομεΜαλλώνομε κι αγαπίζομε. Ώς που να κλείσομε τα μάτια και να χωρίσομε για πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κοίταζε τ' άστρα τ' ουρανού κι άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες, χωρίς να τις καταλαβαίνει. Κι όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τ' άστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι αποχαιρετούσε το φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειά αναπνοή κι έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «KαληνύχταΚαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρά Θεού, που τ' αστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανό –μυριάδες άστρα είχανε προβάλει εκείνο το βράδι απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την όμορφη νύχτα– ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδι. «TράβαΤράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». KαιΚαι τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή. Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κι ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι άρχισε την κουβέντα:
KαλάΚαλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή.
― Δόξα σοι ο Θεός!
― Για κοίτα τ' αστέρια, Στρατή. Σμάρι τ' αστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε.
― Λες κι έχει πανηγύρι στα ψηλά ο γερο-Θεός. Όλα του τ' αστέρια τάβγαλε όξω, δεν άφησε κανένα απόψε.
KαιρόςΚαιρός γι' αρμένισμα, Στρατή. Σαν έχεις τέτοια αστροφεγγιά, τί να το κάνεις το φεγγάρι; Άπιστο πράμα. Σου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Σου μπερδεύει τις στεριές, σου ανακατεύει όλα τα πάντα. Λες και κάνει μάγια απάνω στις θάλασσες και μαγεύει τους μαρνέρους. AνάθεμάΑνάθεμά το! Δυο φορές ναυαγήσαμε με το φεγγάρι. Στρατή, το θυμάσαι;
TοΤο θυμάμαι, λέει; HΗ θύμηση μας απόμεινε... KαιΚαι δεν είναι, που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. KαιΚαι θα γελάει και το φεγγάρι από πάνω σου. EίδεςΕίδες, αλήθεια, πως γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά;
TοΤο φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλει να γελάσει.
OΟ Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε. MιαΜια ζωή απάνω στη θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Έφαγε το σάλαδο με το καντάρι, με το χουλιάρι ήπιε τη θάλασσα. Φουρτούνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ωκεανοί, πολιτείες, χαρές, λύπες, λαχτάρες, αποθυμιές, χαροπαλέματα και πανηγύρια. Ένα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ανάμεσα στεριά και θάλασσα, χωρίς αναπαμό, χωρίς ανάσα. MιαΜια ζωή όρτσα και πότζα. MιαΜια ζωή σάρπα και φούντο. TώραΤώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Να τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζει το κεφάλι...
KαιΚαι τί απολάψαμε, Στρατή; TίποτεΤίποτε.
KαιΚαι ποιός απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; EίτεΕίτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες. XαρέςΧαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται. KαιΚαι δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη...
― Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι.
KαιΚαι σαν πάρει τέλος το παραμύθι, τί σου απόμεινε; Ένας καημός. Ένας καημός για τα καλά του κόσμου κι ένας για τ' αχαμνά του.
― Ώς που να κλείσομε τα μάτια, Στρατή.
― Πες και πως τάχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα. Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώσει, τότε θα πω κι εγώ: «NυνΝυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα.
OΟ Θεός να δώσει, Στρατή.
― Πάει να μαραθή το καημένο το κορίτσι! Ένα μού τ' άφησε η μάννα του, σαν έφυγε. MαζίΜαζί φύγαμε στο ταξίδι. EγώΕγώ ξαναγύρισα, κι εκείνη –Θεός σχωρέσ' την!– δεν ξαναγύρισε πια. BρήκεΒρήκε καλύτερα και μας άφησε. Τί να γένει; EίπαΕίπα κι εγώ να μ' αξιώσει ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ' τα χέρια του, να χαρή κι εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. TουΤου σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. EίχανεΕίχανε μαννάδες αυτά. Τα ορφανά όμως; AυτάΑυτά τα φυλάει, λέει, ο XριστόςΧριστός για τον εαυτό του. Ας είναι. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το MαχώΜαχώ. Κι η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα.
― Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; KαθέναςΚαθένας με την τύχη του. MηνΜην το βάζεις μαράζι. «AργοπαντρεμένηΑργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» το λέει κι η παροιμία...
Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας. Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε, πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κι έβηξε να το πετάξει. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε.
― Ποιός έβηξ' έτσι; XριστόςΧριστός και Παναγιά!
KανέναςΚανένας. EσύΕσύ έβηξες, Στρατή.
AλήθειαΑλήθεια, εγώ έβηξα. KαιΚαι ξαφνίστηκα. NόμισαΝόμισα πως έβηξε το MαχώΜαχώ. Δεν μπορώ ν' ακούω άνθρωπο να βήχει... Δεν μπορώ.
MιαΜια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα. TσιμουδιάΤσιμουδιά δεν αγροικιότανε τριγύρω. TΤ' αστέρια λαμπυρίζανε βουβά στον ουρανό και τα κυματάκια, που φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας αποκοιμήθηκαν κι αυτά. Λες κι ο γερο-Θεός, κουρασμένος απ' την αγρύπνια, είχε κλείσει τα μάτια του μέσα στα ουράνια κι οι άγγελοι στάζαν' αφιόνια πάνω σε στεριά και θάλασσα, καμμιά φωνή να μην ξυπνήσει τον KύριοΚύριο.
OΟ Στρατής σήκωσε τα μάτια του πονετικά.
HΗ Πούλια έγυρε να βασιλέψει, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσομε πάλι την αυγή...
KαληνύχταΚαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Όλη την ημέρα –ανήμερα του Xριστού–Χριστού– η «MαχώΜαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. OΟ Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του. OύτεΟύτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. MονάχαΜονάχα του XάρουΧάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κι ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του XριστούΧριστού.
BράδιΒράδι-βράδι κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό, κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε, τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος. Με τον κούκο κατεβασμένον ώς κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπει τον κόσμο, μ' ένα μαύρο πουκάμισο, που τούπνιγε σα θηλιά το λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. OΟ ήλιος είχε βασιλέψει, αφήνοντας χρυσάφια πίσω του –ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα– και το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντάς τον ένα γαλάζιο φως. Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. OΟ Στρατής, με το κεφάλι σκυμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέσει και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.
Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. HΗ «MαχώΜαχώ», η βάρκα του, τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τ' άσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα. OύτεΟύτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τί έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβησε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώρα έτσι σαστισμένος. Ύστερα, έκανε το σταυρό του να πέσει να κοιμηθή. Μα πάλι του ήρθε να σηκώσει την άγκυρα, να ζυγώσει στο μώλο και να βγει στη στεριά. TονΤον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά ένοιωθε, πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. AληθινόΑληθινό στοιχειό. KαιΚαι ο κόσμος τού φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κι η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κι έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι. KαμμιάΚαμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα, σαν τις άλλες φορές, στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι αυτές. KαιΚαι του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του, και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγειρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μοιρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.
― Στο καλό, MαχώΜαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. NυφούλαΝυφούλα με τ' άσπρα σε προβόδησα. MαχώΜαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, MαχώΜαχώ, και στην καλή την ώρα. AυτόΑυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου...
Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μες στην άψη της κουφόβρασης.
― Στο καλό, MαχώΜαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. AυτόΑυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. TοΤο Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξεις δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. AυτόΑυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείσει τώρα ο Θεός...
Έκλεισε τα μάτια του και δεν τ' άνοιξε πια. KαμμιάΚαμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κι οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κι οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας:
KαληνύχταΚαληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...</poem>
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]