Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Γ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ no summary specified
Γραμμή 11:
 
1.
MητέραΜητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’Κι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(KοίταΚοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τώ BαϊώνεΒαϊώνε!
TοΤο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
AτάραχηΑτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
AλλάΑλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’Κι’ ευθύς εγώ τ’ EλληνικούΕλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
 
(HΗ Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλη την πολιορκία του MεσολογγιούΜεσολογγιού).
 
 
Γραμμή 30:
Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Kι’Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
EκείθεΕκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.―
MεςΜες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
KαιΚαι σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«AραπιάςΑραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι TουρκιάςΤουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Kι’Κι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
AθάνατήΑθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ’π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
KαιΚαι με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
OΟ σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
TοΤο μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξης άμε.»
 
―――
MεςΜες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Kι’Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
TοΤο πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«AραπιάςΑραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι TουρκιάςΤουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·
AθάνατήΑθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψης.»
 
Γραμμή 66:
 
4.
AπόΑπό το μαύρο σύγνεφο κι’ από τη μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aλλ’Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
OΟ στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Kι’Κι’ ο ουρανός καμάρωνε, κι’ η γη χεροκροτούσε·
KάθεΚάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Kι’Κι’ εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι’ άπαρτη, και σεβαστή, κι’ αγία!».
 
 
5.
AπόΑπό την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
XαμογελάσανΧαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κι’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή που στέρνεις·
MπροστάΜπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπίς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, αφρό, σαλιγκοκαύκι.»
KαιΚαι τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
KατάΚατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος,
Π’ αγρίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.
Γραμμή 92:
 
6.
OΟ Πειρασμός
 
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν AπρίληΑπρίλη,
Kι’Κι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
KαιΚαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
AνάκουστοςΑνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
NεράΝερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
XύνονταιΧύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
KαιΚαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’Κι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
TρέχουνΤρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
AλλάΑλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’Ακίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
AλαφροΐσκιωτεΑλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
NύχταΝύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
XωρίςΧωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
MονάχοΜονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’Κι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
 
 
Γραμμή 122:
 
8.
EιςΕις το ποίημα έν’ από τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη, ορφανή, την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν όλες ως θυγατέρα τους. Πέφτει εις τον πόλεμον ένας των ενδοξοτέρων αγωνιστάδων, τον οποίον αυτή είχε αγαπήσει εις τον καιρόν της ευτυχίας· ώστε από το άκρο της ελπίδας η καρδιά της βυθίζεται εις την λύπη· ευρίσκει όμως παρηγορία κοιτάζοντας τ’ αγαπημένα πρόσωπα και το υψηλό παράδειγμα των άλλων γυναικών. AυτάΑυτά αρκούν να διαφωτίσουν οπωσδήποτε τούτο το κομμάτι, εις το οποίον η ενθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερώς προς τον Άγγελο, τον οποίον είδε στ’ όνειρό της να της προσφέρη τα φτερά του· γυρίζει έπειτα προς τες γυναίκες να τους ειπή, ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς, αλλ’ όχι για να φύγη, αλλά για να τα κρατή κλεισμένα εκεί κοντά τους και να περιμείνη μαζί τους την ώρα του θανάτου. MετάΜετά ταύτα ανατρέχει η φαντασία της εις άλλα περασμένα· πώς την επαρηγορούσαν, ενώ εκείτετο άρρωστη, «οι ατάραχες πνοές οι πολυαγαπημένες» των άλλων γυναικών οπού εκοιμούνταν κοντά της· και τέλος πώς είχε ιδεί τον νέον να χορεύη, εις τη χαρμόσυνη ημέρα της νίκης.
 
Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ AυτούΑυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
IδούΙδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
XωρίςΧωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
EδώΕδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’Κι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
AηδονολάλειεΑηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
KαλέςΚαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Με σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
TοΤο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
KαιΚαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!
 
 
9.
Τα σπλάχνα μου κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Kι’Κι’ όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
 
 
10.
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
T’Τ’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι’ όνειρο αυτή ’ν’ η ίδια!
EγύρισεΕγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
MούπεΜούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’Κόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.
 
 
11.
MίαΜία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,
 
OπούΟπού ’δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,
 
εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου.
Γραμμή 163:
 
12.
KαιΚαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’Μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
AκίνητεςΑκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
KαιΚαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.
 
 
13.
Eίν’Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
EκείθεΕκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
 
 
14.
(MίαΜία γυναίκα εις το γιουρούσι)
TουφέκιαΤουφέκια τούρκικα σπαθιά!
TοΤο ξεροκάλαμο περνά.
 
 
15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’Τ’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
</poem>