Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Β: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ no summary specified
Γραμμή 13:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
OπούΟπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο AγαρηνόςΑγαρηνός το ξέρει.»
 
 
2.
TοΤο MεσολόγγιΜεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
 
HΗ ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
HΗ ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
 
OΟ AπρίληςΑπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
 
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
KαιΚαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
KαιΚαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
TοΤο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
MάγεμαΜάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
HΗ μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
 
Tρέμ’Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
 
 
3.
EνώΕνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των EλλήνωνΕλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν AράπηΑράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
 
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
 
XαμένηΧαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
AλλάΑλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’Κι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
KαιΚαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
BαρώνταςΒαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
TονΤον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
TέλοςΤέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
TρανήΤρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
 
 
4.
MόλιςΜόλις έπαυσε το σάλπισμα ο AράπηςΑράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των EλλήνωνΕλλήνων: «MπαίνειΜπαίνει ο εχθρικός στόλος.» TοΤο πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. TότεΤότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. MετάΜετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία
 
HΗ μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
 
―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει MάρτυρεςΜάρτυρες.
 
 
Γραμμή 72:
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
KαιΚαι τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Kι’Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kι’Κι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«AραπιάςΑραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί TουρκιάςΤουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
 
Γραμμή 83:
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
 
MακριάΜακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
MόνεΜόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«EκείΕκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε ―O―Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, KαλέΚαλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
TούτοςΤούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
HΗ αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
HΗ κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
XαράΧαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
EδώΕδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Γραμμή 105:
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Να μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
HΗ μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»
 
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»
Γραμμή 112:
 
7.
KρυφήΚρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
 
EφοβήθηκαΕφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
 
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
 
AπόψεΑπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
 
MεγάλοΜεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.
 
EμείςΕμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
 
Aπ’Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
 
Kι’Κι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. KαιΚαι η πρώτη είπε: «KαιΚαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία―Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
 
Kι’Κι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
KαιΚαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
 
KαιΚαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
 
Kι’Κι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’Κι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
EίπαΕίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
 
KαιΚαι μία είπε: «MουΜου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
 
KαιΚαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
 
KαιΚαι μία δεύτερη είπε:
 
«EγώΕγώ ’δα δάφνες.―Kι―Κι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’―Κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»
 
KαιΚαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «IδέςΙδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» KαιΚαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
 
IδούΙδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. EμείςΕμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
 
Να μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.
 
EχαμογέλασεΕχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει·
Kι’Κι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
 
 
8.
Παρασταίνεται ο IμπραΐμΙμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.
 
KαθώςΚαθώς εκεί στην AραπιάΑραπιά . . . . . . . . . . . .
XύνεταιΧύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο.
 
MεςΜες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της.
 
KαιΚαι συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
 
«KάμποιΚάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»
 
«Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.»
 
«MάναΜάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.»
 
«AιώνιαΑιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.»
 
 
9.
Eτούτ’Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
OλονυχτίςΟλονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
 
OΟ AράπηςΑράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
 
KαιΚαι απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.
 
KαιΚαι ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
 
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
TουςΤους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
AγάπηΑγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Kι’Κι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
 
 
10.
AφούΑφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Mι’Μι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,
 
Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
OρκίζουνΟρκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . .
KαιΚαι στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
N’Ν’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Να κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.»
 
Kι’Κι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση,
 
Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Kι’Κι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
KαιΚαι με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη,
Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες.
 
 
11.
Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
 
 
12.
EίναιΕίναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η MεγάληΜεγάλη MητέραΜητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·
 
Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.
 
MένειΜένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
 
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
AπόΑπό το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
 
Για τούτο αυτή είναι
 
Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη MοίραΜοίρα,
KαιΚαι μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα,
 
EπειδήΕπειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι
 
TριαντάφυλλάΤριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
 
 
13.
MένουνΜένουν οι MάρτυρεςΜάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
 
MνήσθητιΜνήσθητι, KύριεΚύριε ― είναι κοντά· MνήσθητιΜνήσθητι, KύριεΚύριε ― εφάνη!
 
EπάψανΕπάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
 
MίαΜία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
 
IδούΙδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα,
Kι’Κι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης MάναςΜάνας τα ποδάρια
TηςΤης πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια·
T’Τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
Τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
 
 
14.
TοΤο μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Kι’Κι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
Γραμμή 266:
 
15.
Έχε όσες έχ’ η AνατολήΑνατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.
 
 
16.
M’Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Kι’Κι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
 
 
17.
Kι’Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
 
 
Γραμμή 283:
 
19.
OΟ υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
 
 
Γραμμή 291:
 
21.
AνάξιεΑνάξιε δούλε του XριστούΧριστού, κάτου τα γόνατά σου.
 
 
22.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, KαιΚαι βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
 
 
23.
XιλιάδεςΧιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση·
HΗ AνατολήΑνατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση.
KάποιΚάποι από την AνατολήΑνατολή κι’ από τη Δύση κάποι·
Kάθ’Κάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη.
 
 
24.
KάνεΚάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα,
Σαν του MαϊούΜαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.
 
 
25.
HΗ όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι,
Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει.
 
 
26.
Xρυσ’Χρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση,
TοΤο πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση.
 
 
27.
Kι’Κι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.
 
 
Γραμμή 334:
 
30.
TουΤου πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
 
 
31.
TοΤο γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα.
 
 
Γραμμή 347:
 
33.
XαράΧαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.
 
 
34.
. . . . . . . . . . . . . . . . KαιΚαι μετά βίας
Τί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;
 
 
35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Kι’Κι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
 
 
Γραμμή 366:
 
37.
Oπούν’Οπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
 
 
38.
TοΤο πολιορκούμενο MεσολόγγιΜεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του TούρκουΤούρκου και τ’ AράπηΑράπη.
 
 
39.
XθεςΧθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.
 
 
40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Kι’Κι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
 
 
41.
OλίγοΟλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
 
 
42.
Kι’Κι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
 
 
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Eκείθ’Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
 
 
Γραμμή 401:
 
45.
OΟ αριθμός του εχθρού,
Tόσ’Τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.
 
 
46.
HΗ EλπίδαΕλπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Τα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.
 
 
47.
XάνονταιΧάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
 
 
Γραμμή 423:
 
50.
MεςΜες στ’ άγιο BήμαΒήμα της ψυχής.
 
 
51.
HΗ δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
 
 
Γραμμή 435:
 
53.
Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.
 
 
Γραμμή 443:
 
55.
HΗ βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
OπούΟπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.
 
 
56.
KαιΚαι το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι,
Kι’Κι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.
 
 
57.
Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
OΟ OυρανόςΟυρανός σε προσκαλεί κι’ η KόλασηΚόλαση βρυχίζει.
 
 
58.
KαιΚαι με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.
 
 
59.
KαιΚαι τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.
 
 
60.
Οι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Να θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.
 
 
61.
Kι’Κι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.
 
</poem>