Ιλιάδα (Πολυλάς)/μ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
Νέα σελίδα: {{πολυτονικό}} {{Κεφαλίδα| | τίτλος = Ιλιάδα | συγγραφέας = Όμηρος | μεταφραστής= Ιάκωβος Πολυλά...
 
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19:
τὸ ἔκτισαν· ἀλλ’ ἄβουλα τῶν ἀθανάτων ὅλων·
ὅθεν πολὺν δὲν ἔμεινε καιρὸν ὁρθὸ τὸ κτίσμα.
Ὅσ’ ἦτο ὁ ῞Εκτωρ στὴν ζωὴν κι ἐθύμωνε ὁ Πηλείδης {{r|10}}
καὶ ἄπαρτη ἀκόμη ἐσώζονταν ἡ πόλις τοῦ Πριάμου,
ὁλόρθο καὶ τῶν Ἀχαιῶν τὸ μέγα τεῖχος ἦταν˙
Γραμμή 29:
τὸ τεῖχος, ὅταν ἔσυραν τὴν δύναμιν ἀπ’ ὅσα
ἀπὸ τὴν Ἴδην ροβολοῦν στὴν θάλασσαν ποτάμια
Κάρησος, Ρῆσος, Γράνικος, ῾Επτάπορος, Ροδίος, {{r|20}}
Αἴσηπος, θεῖος Σκάμανδρος καὶ τὸ Σιμούντειον ρεῦμα,
ἐκεῖ ποὺ κράνη πάμπολλα καὶ ἀσπίδες καὶ ἡμιθέων
Γραμμή 39:
ροβόλαε στὴν θάλασσαν τὰ θέμελ’ ἀπὸ πέτρες
καὶ ἀπὸ κορμούς, ποὺ οἱ Δαναοὶ μὲ κόπον εἶχαν θέσει.
Καὶ στὸν βαθὺν ῾Ελλήσποντον ἐγγὺς ἐσιάδωσ’ ὅλα, {{r|30}}
καὶ μ’ ἄμμον πάλι ἐσκέπασε τὸ ἀπέραντο ἀκρογιάλι,
τὸ τεῖχος ἀφοῦ ἀφάνισε· κι ἔγυρε τὰ ποτάμια
Γραμμή 49:
οἱ Ἀργεῖοι πρὸς τὰ πλοῖα τους σφικτὰ στενοχωροῦντο
τὸν ῞Εκτορα φοβούμενοι δεινὸν φυγῆς ἐργάτην.
Καὶ αὐτός, ὡς πρῶτα, ἐμάχονταν, ὡσὰν ἀνεμοζάλη. {{r|40}}
Καὶ σὰν χοῖρος ἢ λέοντας στὴν μέση ἀνδρῶν καὶ σκύλων
σ’ αὐτοὺς γυρίζει μ’ αἴσθησιν τῆς ρώμης του μεγάλην˙
Γραμμή 59:
οἱ πυκνοὶ λόχ’ ὑποχωροῦν· παρόμοια μὲς στὰ πλήθη
ὁ ῞Εκτωρ τοὺς συντρόφους του παρακαλοῦσεν ὅλους
νὰ διαβοῦν τὸν χάνδακα κι οἱ ἵπποι του οἱ γενναῖοι {{r|50}}
δὲν ἐτολμοῦσαν καὶ σφοδρὰ χλιμίντριζαν στὴν ἄκρην
ὀρθοί· καθὼς τοὺς φόβιζε φαρδὺς ἐμπρὸς ὁ λάκκος
Γραμμή 69:
εὐκόλως ἵππος σέρνοντας καλότροχον ἁμάξι
πόδι νὰ στήση καὶ οἱ πεζοὶ διστάζαν νὰ περάσουν.
Καὶ στὸν τολμηρὸν ῞Εκτορα τότ’ εἶπε ὁ Πολυδάμας: {{r|60}}
«Ἕκτορ καὶ ὅλ’ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βοηθῶν καὶ Τρώων,
ἀνόητα στὸν χάντακα τοὺς ἵππους ὁδηγοῦμε˙
Γραμμή 79:
εἰς τὴν ὀργήν του ὁ Βροντητὴς καὶ βοηθῆ τοὺς Τρῶας,
ἤθελ’ ἀμέσως νὰ γενῆ κι ἐδῶ μακρὰν ἀπ’ τ’ Ἄργος
οἱ Ἀχαιοὶ νὰ συντριβοῦν αὐτοὶ καὶ τ’ ὄνομά τους· {{r|70}}
ἀλλ’ ἂν στραφοῦν πάλιν αὐτοὶ κι ἐμεῖς ἀπὸ τὰ πλοῖα
διωχθοῦμε καὶ ὅλοι πέσωμε στοῦ χάντακος τὸ βάθος,
Γραμμή 89:
θ’ ἀκολουθήσωμεν μ’ ὁρμήν, καὶ ἂν εἶναι διορισμένο
ν’ ἀφανισθοῦν, οἱ Ἀχαιοὶ δὲν θὰ σταθοῦν ἐμπρός μας».
Ὁ Ἕκτωρ ἦβρε ὠφέλιμον ὅ,τι εἶπε ὁ Πολυδάμας, {{r|80}}
καὶ ἀπὸ τ’ ἁμάξι πήδησε χαμαὶ μὲ τ’ ἄρματ’ ὅλα,
οὐδ’ ἔμειναν στ’ ἁμάξια τους οἱ ἄλλοι συναγμένοι,
Γραμμή 99:
εἶχαν τὸ σῶμα τὸ ἐκλεκτό, πυκνὸ καὶ ἀνδρειωμένο,
ποὺ ἐμάνιζε τὸ τείχισμα νὰ σπάση καὶ στὰ πλοῖα
νὰ φέρη εὐθὺς τὸν πόλεμον· τρίτος ὁ Κεβριόνης {{r|90}}
ἦταν σ’ ἐκείνους ἀρχηγός· κι εἶχεν ἀφήσει ὁ Ἕκτωρ
ἄνδρ’ ἀπ’ αὐτὸν κατώτερον στ’ ἁμάξι κυβερνήτην·
Γραμμή 109:
Τὸ τέταρτ’ ὁ καλὸς υἱὸς τοῦ Ἀγχίση ἐκυβερνοῦσε
ὁ Αἰνείας, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ὁ Ἀρχέλοχος καὶ Ἀκάμας
δύο παιδιὰ τοῦ Ἀντήνορος· καὶ τοὺς ἐξακουσμένους {{r|100}}
βοηθοὺς ὁδήγα ὁ Σαρπηδών, κι ἐπῆρε εἰς τὸ πλευρόν του
τὸν Γλαῦκον καὶ τὸν φοβερὸν στὰ ὅπλα Ἀστεροπαῖον,
Γραμμή 119:
Κι οἱ ἄλλοι Τρῶες καὶ οἱ λαμπροὶ βοηθοί των ὑπακοῦσαν
σ’ ὅ,τ’ εἶπε μὲ τὴν ἄψεγην ψυχήν του ὁ Πολυδάμας·
μόνος δὲν τὸ ἠθέλησεν ὁ Ἄσιος Ὑρτακίδης, {{r|110}}
αὐτοῦ μὲ τὸν ἡνίοχον τοὺς ἵππους του ν’ ἀφήση,
ἀλλὰ μ’ ἐκείνους ὅρμησε πρὸς τὰ γοργὰ καράβια,
Γραμμή 129:
Διότι κεῖ ποὺ οἱ Δαναοὶ μὲ τὰ ζεμέν’ ἁμάξια
ἀπ’ τὸ πεδίον γύριζαν, ἀριστερὰ τῶν πλοίων,
ἔσπρωξε αὐτὸς τὴν ἅμαξαν, οὐδ’ ἦσαν εἰς τὲς πύλες {{r|120}}
κλεισμένα τὰ θυρόφυλλα μὲ τὸν μακρύν τους σύρτην,
ἀλλὰ τά ᾽χαν ὁλάνοικτα διὰ νὰ δεχθοῦν ἐκείνους
Γραμμή 139:
δυὸ τέκνα μεγαλόψυχα τῶν Λαπιθῶν ἡρώων,
τοῦ Πειριθόου τὸν υἱόν, ἀνδρεῖον Πολυποίτην
καὶ τὸν Λεοντέα πόμοιαζε τοῦ ἀνθρωποφόνου Ἄρη. {{r|130}}
Στὲς ὑψηλὲς πύλες ἐμπρὸς ἦσαν στημένοι ἐκεῖνοι
ἀκλόνητοι, ὡς ὑψίκομα δρυὰ στὰ ὄρη ἐπάνω,
Γραμμή 149:
οἱ γενναιόκαρδοι ὀπαδοὶ τοῦ πολεμάρχου Ἀσίου
Ἰαμενός, Οἰνόμαος, Ὀρέστης, Ἀσιάδης,
Θόων καὶ Ἀδάμας μὲ κραυγὲς ἐμπρὸς ἐπροχωρῆσαν. {{r|140}}
Καὶ ὡς τότ’ ἐκεῖνοι μέσαθε σφοδρὰ παρακινοῦσαν
τοὺς Ἀχαιοὺς ν’ ἀγωνισθοῦν νὰ σώσουν τὰ καράβια˙
Γραμμή 159:
καὶ ὅπως ὁρμοῦν δεξιὰ ζερβιὰ τὰ δένδρα σποῦν τοῦ δάσους
μ’ ὅλες τὲς ρίζες, καὶ κροτοῦν τὰ δόντια τῶν θηρίων,
ὡσότου κάποιος τὴν ζωὴν μ’ ἀκόντι νὰ τοὺς πάρη. {{r|150}}
Ὅμοια κροτοῦσεν ὁ χαλκὸς στὰ στήθη αὐτῶν τῶν δύο
ὡς τοὺς κτυποῦσαν ἄντικρυ· κι ἐκεῖνοι ἐπολεμοῦσαν
Γραμμή 169:
μ’ ἐπανωτὲς χιονοβολὲς τὴν θρέπτραν γῆν σκεπάζει,
ὁμοίως ἀπ’ τα χέρια τῶν Ἀχαιῶν καὶ Τρώων
τ’ ἀκόντια ρέαν ἄπειρα· καὶ ἀπὸ τὲς χοντρὲς πέτρες {{r|160}}
ἠχοῦσαν κούφια κόρυθες καὶ ὀμφαλωτὲς ἀσπίδες.
Καὶ τότε βαθιὰ στέναξεν ὁ Ἄσιος Ὑρτακίδης,
Γραμμή 179:
εἰς δρόμον κτίσαν πτερωτὸν τὴν θολωτὴν οἰκίαν
καὶ ἂν ἔλθουν ἄνδρες κυνηγοὶ δὲν φεύγουν ἀλλὰ μένουν
καὶ ἀπὸ τὸν βράχον πολεμοῦν νὰ σώσουν τὰ παιδιά των, {{r|170}}
ὅμοια καὶ τοῦτοι μόνοι δυὸ τὲς πύλες δὲν ἀφήνουν
καὶ μένουν εἴτε θάνατον νὰ δώσουν ἢ νὰ λάβουν».
Γραμμή 189:
κι οἱ Ἀργεῖοι διὰ τὰ πλοῖα τους βιασμένοι ἐπολεμοῦσαν,
ἂν καὶ θλιμμένοι· καὶ οἱ θεοὶ ποὺ βοηθοί τους ἦσαν
κατάκαρδα τοὺς Δαναοὺς ἐσυμπονοῦσαν ὅλοι. {{r|180}}
Καὶ οἱ δυὸ Λαπίθες κίνησαν νὰ συγκροτήσουν μάχην.
Καὶ ὁ Πολυποίτης κραταιὸς υἱὸς τοῦ Πειριθόου
Γραμμή 199:
καὶ ἀκόντισεν ὁ Λεοντεύς, καλὸς βλαστὸς τοῦ Ἄρη,
στὴν ζώνην τὸν Ἱππόμαχον τοῦ Ἀντιμάχου γόνον.
Καὶ ἀπὸ τὴν θήκην ἔσυρε τὸ κοφτερόν του ξίφος, {{r|190}}
στὸ πλῆθος ὅρμησε καὶ αὐτοῦ τὸν Ἀντιφάτην πρῶτον
κτύπησε καὶ τὸν ἔστρωσε τ’ ἀνάσκελα στὸ χῶμα.
Γραμμή 209:
τὸ τεῖχος καὶ τῶν Ἀχαιῶν νὰ κάψη τὰ καράβια.
Κι ἐμπρὸς στὸν χάντακα ἔστεκαν καὶ ἀκόμη ἐμεριμνοῦσαν,
ὅτι ἐνῶ ἦσαν πρόθυμοι τὸν λάκκον νὰ περάσουν, {{r|200}}
ὑψηλοπέτης ἀετὸς ἐφάνη δεξιά τους,
καὶ ζωντανὸς στὰ νύχια του καὶ κοκκινοβαμμένος
Γραμμή 219:
καὶ ἅμα τὸν στικτὸν δράκοντα, σημεῖον τοῦ Κρονίδη,
νεκρὸν εἶδαν στὸ μέσον τους, ἐπάγωσαν οἱ Τρῶες.
Εἰς τὸν τολμηρὸν Ἕκτορα τότ’ εἶπε ὁ Πολυδάμας: {{r|210}}
«Ἕκτορ, μ’ ἐλέγχεις πάντοτε στὴν σύνοδον, ἂν λέγω
τὸ ἀγαθόν, καὶ τοῦ λαοῦ τωόντι δὲν ἁρμόζει
Γραμμή 229:
ὁ ὑψηλοπέτης ἀετός, στὰ δεξιὰ τῶν Τρώων,
εἰς τὴν στιγμὴν ποὺ πρόθυμα τὸν λάκκον θὰ περνοῦσαν,
καὶ δράκοντ’ εἶχε ζωντανὸν στὰ νύχια του μεγάλον, {{r|220}}
καὶ τὸν ἀπόλυσεν εὐθύς, ὥστε στὰ γονικά του
δὲν ἔφθασε, στὰ τέκνα του τροφὴν νὰ τὸν προσφέρη·
Γραμμή 239:
Ἰδοὺ πῶς μάντις ἱκανὸς καὶ γνώστης τῶν σημείων
ὁποὺ τὸν σέβονται οἱ λαοί, τὸ πράγμα θὰ ἐξηγοῦσε».
Μ’ ἄγριον βλέμμ’ ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης Ἕκτωρ: {{r|230}}
«Δὲν μοῦ ἀρέσει παντελῶς ὅ,τ’ εἶπες, Πολυδάμα·
καὶ λόγον τούτου ὀρθότερον νὰ βγάλη ξεύρει ὁ νοῦς σου.
Γραμμή 249:
κι ἐγὼ δὲν τὰ ψηφῶ ποσῶς, ἢ στοῦ φωτὸς τὰ μέρη
δεξιὰ πετοῦν ἢ ἀριστερὰ στοῦ σκότους τὸν ἀέρα.
Κι ἐμεῖς ἂς ὑπακούσωμε τοῦ Βροντητῆ Κρονίδη {{r|240}}
εἰς τὴν ὑπέρτατην βουλήν, ποὺ μόνος βασιλεύει
τῶν ἀθανάτων καὶ θνητῶν· ἔνα σημάδι μόνον
Γραμμή 259:
ἀλλ’ ἂν ἀπὸ τὸν πόλεμον θ’ ἀπέχης ἢ τολμήσης
μὲ λόγια ἀπὸ τὸν πόλεμον ν’ ἀπομακρύνης ἄλλους,
μάθε ὅτι ἀπὸ τὴν λόγχην μου θὰ χάσης τὴν ζωήν σου. {{r|250}}
Καὶ ὅρμησε πρῶτος˙ μὲ βοὴν οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν
καὶ ἀπὸ τὴν ῎Ιδην σήκωσεν ὁ Ζεὺς ἀνεμοζάλην,
Γραμμή 269:
Τοὺς προμαχῶνες γκρέμιζαν, τραβοῦσαν τὰ στεφάνια,
καὶ μὲ λοστοὺς ἐκλόνιζαν τὲς στῆλες, ποὺ εἶχαν θέσει
πρῶτες στὴν γῆν οἱ Ἀχαιοὶ στηρίγματα τῶν πύργων· {{r|260}}
καὶ ἅμ’ αὐτὲς πέσουν, ἔλπιζαν τὸ τείχισμα νὰ σπάσουν.
Ὅμως τὴν θέσιν οἱ Ἀχαιοὶ δὲν ἄφηναν ἀκόμη,
Γραμμή 279:
ὁλότελ’ ἀπ’ τὸν πόλεμον: «Ὦ φίλοι ἀπ’ τοὺς Ἀργείους
ἔξοχος εἶναι ἢ μέτριος, μικρότερος ἄν εἶναι -
ὅτι ὅλοι δὲν εἶναι ὅμοιοι στὸν πόλεμον οἱ ἄνδρες - {{r|270}}
ἔχει τὸ μέρος του ὁ καθεὶς εἰς τοῦτον τὸν ἀγώνα˙
καὶ τὸ νοεῖτε μόνοι σας· κανεὶς ἂς μὴ προσέχη
Γραμμή 289:
Καὶ ὡς πέφτουν οἱ χιονοβολὲς πυκνὲς ὥρα χειμῶνος,
ὅταν ὁ Ζεὺς ὁ πάνσοφος νὰ δείξη ἀποφασίση
εἰς τοὺς θνητοὺς τὰ βέλη του καὶ νὰ χιονίση ἀρχίζει· {{r|280}}
κοιμοῦνται, ὡς θέλ᾽, οἱ ἄνεμοι, καὶ ἄκοπ’ αὐτὸς τὸ χύνει,
ὡς νὰ σκεπάση τὰ ὑψηλὰ βουνά, τὲς ἄκρες ὅλες
Γραμμή 299:
τῶν Τρώων εἰς τοὺς Ἀχαιούς, τῶν Ἀχαιῶν στοὺς Τρῶας,
καὶ βρόντος ἐσηκώνετο στὸ τεῖχος πέρα πέρα.
Καὶ οἱ Τρῶες μὲ τὸν Ἕκτορα τὲς πύλες καὶ τὸν σύρτην {{r|290}}
τὸν μέγαν δὲν θὰ ἔριχναν, πλὴν τὸν υἱόν του ὁ Δίας
ἔσπρωξεν ὁ πολύβουλος τὸν θεῖον Σαρπηδόνα
Γραμμή 309:
Ἐκείνην πρόβαλεν ἐμπρός, καὶ σείοντας δυὸ λόγχες
ἐκίνησεν ὡς λέοντας, ποὺ δὲν ἐγεύθη κρέας
πολὺν καιρόν, καὶ σπρώχνει τον ἡ ἀνδράγαθη ψυχή του {{r|300}}
καὶ μέσα εἰς κτίριο στερεὸ στὰ πρόβατα νὰ πέση·
καὶ ἄν τοὺς ποιμένας ἔβρη αὐτοῦ μὲ σκύλους καὶ μ’ ἀκόντια
Γραμμή 319:
καὶ μὲς στοὺς προμαχῶνες του δρόμον πλατὺν νὰ σχίση.
Καὶ στοῦ Ἱππολόχου τὸν υἱόν, τὸν Γλαῦκον εὐθὺς εἶπε:
«Γλαῦκε, διατὶ τιμώμασθεν ἔξοχα ἐμεῖς οἱ δύο {{r|310}}
μὲ θέσιν καὶ μὲ κρέατα καὶ γεμιστὰ ποτήρια
εἰς τὴν Λυκίαν, καὶ ὡς θεοὺς μᾶς βλέπει ὁ κόσμος ὅλος;
Γραμμή 329:
«Ὄχι, καθόλου ἀδόξαστοι δὲν εἶναι οἱ βασιλεῖς μας,
ποὺ τὴν Λυκίαν κυβερνοῦν κι ἐὰν ἐρίφια τρώγουν
καὶ πίνουν διαλεκτὸ κρασί, τοὺς βλέπουμε νὰ λάμπουν {{r|320}}
εἰς τὴν ἀνδρείαν, πρόμαχοι στὰ πλήθη τῶν Λυκίων.
Ἄν, ἀκριβέ μου, φεύγοντας ἀπ’ τὸν ἀγώνα τοῦτον
Γραμμή 339:
ἄλλοι μ’ ἐμᾶς θὰ καυχηθοῦν ἢ ἐμεῖς θὰ καυχηθοῦμε».
Τὸ ἐδέχθη ὁ Γλαῦκος πρόθυμα, καὶ ἀντάμα τῶν Λυκίων
τὸν μέγαν κίνησαν λαόν· τοῦ Πετεὼ τὸ τέκνον {{r|330}}
ἅμα τοὺς εἶδε, ὁ Μενεσθεύς, ἐπάγωσε· ὅτι ἐπάνω
ὁρμοῦσαν εἰς τὸν πύργον του τὸν ὄλεθρον νὰ φέρουν.
Γραμμή 349:
ὅτ’ ἦταν κτύπος πόφθανεν ὡς τ’ οὐρανοῦ τὸν θόλον,
οἱ ἀσπίδες ὡς ἐκρούοντο καὶ οἱ περικεφαλαῖες.
Καὶ οἱ πύλες, ὅτ’ ἦσαν κλειστὲς καὶ οἱ Τρῶες νὰ τὲς σπάσουν {{r|340}}
ἐπροσπαθοῦσαν καὶ μὲ ὁρμὴν κατόπιν νὰ περάσουν.
Κι ἔστειλ’ εὐθὺς στὸν Αἴαντα τὸν κήρυκα Θοώτην.
Γραμμή 359:
Ἀλλ’ ἂν καὶ αὐτοῦ στὸν πόλεμον πολὺ στενοχωροῦνται,
μόνος ὁ Τελαμώνιος ἂς ἔλθη ὁ μέγας Αἴας
καὶ ὁ Τεῦκρος εἰς τὸ πλάγι του ἐξαίσιος τοξότης». {{r|350}}
Εἶπε καὶ δὲν παράκουσεν ὁ κήρυξ εἰς τὸν λόγον,
τῶν χαλκοφράκτων Ἀχαιῶν ἐδιάβηκε τὸ τεῖχος,
Γραμμή 369:
ὅτι σ’ ὀλίγο ἀφανισμὸς φρικτὸς ἐκεῖ θὰ γίνη·
θὰ πέσουν μ’ ὅλην τὴν ὁρμὴν οἱ Λύκιοι πολεμάρχοι
ὁποὺ στὴν μάχην λυσσεροὶ καὶ πρῶτα ἐγνωρισθῆκαν. {{r|360}}
Ἀλλ’ ἂν κι ἐδῶ στὸν πόλεμον πολὺ στενοχωρῆσθε,
μόνος ὁ Τελαμώνιος ἂς ἔλθη ὁ μέγας Αἴας
Γραμμή 379:
κι ἐγὼ πηγαίνω κεῖ βοηθὸς σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀγώνα·
καὶ ἅμα τοὺς φέρω ἀνάσασιν, εὐθὺς ἐδῶ θὰ γύρω».
Τοὺς εἶπε καὶ ἀνεχώρησεν, κατόπιν ὁ ἀδελφός του {{r|370}}
ὁ Τεῦκρος, καὶ τὸ τόξον του βαστοῦσεν ὁ Πανδίων.
Καὶ ὅταν τοῦ τείχους ἔφθασαν ἀπὸ τὸ μέσα μέρος
Γραμμή 389:
Καὶ πρῶτος ἄνδρα ἐφόνευσεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας
τοῦ Σαρπηδόνος σύντροφον, τὸν μέγαν ᾽Επικλήα.
Μὲ τρανὸ μάρμαρο σκληρὸ ποὺ μὲς στὸ τεῖχος ἦταν {{r|380}}
στοὺς προμαχῶνες ὑψηλὰ˙ καὶ δὲν θὰ τὸ βαστοῦσε
μὲ τὰ δυὸ χέρια τωρινὸς θνητὸς εἰς τὰ καλά του·
Γραμμή 399:
τὸν Γλαῦκον, ὡς ἀνέβαινε τὸ τεῖχος κι ἐγυμνώθη
τὸ χέρι, τὸν ἐτόξευσε κι ἔπαυσε ἀπὸ τὴν μάχην
καὶ χάμου ἐπήδησε κρυφὰ μή τοὺς ἰδῆ κανένας {{r|390}}
τῶν Ἀχαιῶν καὶ τὲς φωνὲς τοῦ βάλη ποὺ ἐπληγώθη.
Σφόδρα ἐλυπήθη ὁ Σαρπηδὼν ποὺ εἶδε νὰ φεύγη ὁ Γλαῦκος.
Γραμμή 409:
καὶ ὅλον τὸν ἐκατέβασεν ὥστ’ ἐγυμνώθη ἐπάνω
τὸ τεῖχος ὅλο καὶ εἰς πολλοὺς πλατὺν ἄνοιξε δρόμον.
Καὶ ὁ Τεῦκρος μὲ τὸν Αἴαντα συγχρόνως τοῦ ἐχυθῆκαν. {{r|400}}
Τὸν τόξευσεν εἰς τὸν λαμπρὸν ζωστήρα τῆς ἀσπίδος
ὁ Τεῦκρος· ἀλλ’ ἐμάκρυνεν ὁ Ζεὺς ἀπ’ τὸν υἱόν του
Γραμμή 419:
Κι ἐστράφη εὐθὺς κι ἐφώναζε τῶν θεϊκῶν Λυκίων:
«Ὦ τῆς Λυκίας μαχηταί, ποῦ εἶναι ἡ πρώτη ὁρμή σας;
῞Οσον καὶ ἄν εἶμαι ἀνδράγαθος, δύσκολον εἶναι μόνος {{r|410}}
δρόμον νὰ σχίσω ἀνάμεσα στὸ τεῖχος πρὸς τὰ πλοῖα.
Ἀκολουθεῖτε καὶ οἱ πολλοὶ μεγάλα κατορθώνουν».
Γραμμή 429:
ἐδύνονταν καὶ διάβασιν νὰ σχίσουν πρὸς τὰ πλοῖα
καὶ μήτε οἱ Δαναοὶ ποτὲ νὰ διώξουν τοὺς Λυκίους
ἀπὸ τὰ τείχη ἐδύνονταν, ἀφοῦ σ’ αὐτὰ πατοῦσαν. {{r|420}}
Καὶ ὅπως χωράφι ἀμοίραστο νὰ τερμονολογήσουν
δυὸ γεωργοὶ φιλονικοῦν, κι ἔχουν στὰ χέρια μέτρα
Γραμμή 439:
στὴν γυμνὴν πλάτην, ἂν κανεὶς ἐστρέφετο εἰς τὴν μάχην,
στὸ στῆθος, κι ἦσαν οἱ πολλοί, τρυπώντας τὴν ἀσπίδα.
Καὶ ὁλοῦθε οἱ πύργοι ἐρραίνοντο καὶ οἱ προμαχῶνες ὅλοι {{r|430}}
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνδρῶν καὶ Δαναῶν καὶ Τρώων,
ἀλλὰ δὲν ἐκατόρθωναν ὥστ’ οἱ Ἀχαιοὶ νὰ φύγουν.
Γραμμή 449:
καὶ πρῶτος πήδησεν αὐτὸς στῶν Ἀχαιῶν τὸ τεῖχος.
Καὶ σφοδρὴν ἔσυρε φωνήν: «Ἀνδρειωμένοι Τρῶες,
ἄ! σηκωθῆτε, σπάσετε τὸ τεῖχος τῶν Ἀργείων {{r|440}}
φλόγα νὰ βάλτε ἀκοίμητην, νὰ κάψετε τὰ πλοῖα».
Καὶ αὐτή του ἡ παρακίνησις ἐβρόντησε στ’ αὐτιά τους,
Γραμμή 459:
δὲν θὰ σηκῶναν μὲ λοστοὺς στ’ ἁμάξι ν’ ἀνεβάσουν,
τῶν τωρινῶν θνητῶν, καὶ αὐτὸς τὸν ἔπαλλε, καὶ μόνος
τοῦ τὸν ἐλάφρωσεν ὁ υἱὸς τοῦ κρυπτοβούλου Κρόνου. {{r|450}}
Καὶ ὡσὰν βοσκὸς ποὺ εὔκολα βαστᾶ κριοῦ ποκάρι
εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ δι’ αὐτὸν εἶναι μικρὸ τὸ βάρος·
Γραμμή 469:
στὸν λίθον ὅλην τὴν ὁρμήν· τὸν ἔριξε στὴν μέσην
καὶ τὰ στροφίδια σύντριψε· κι ἔπεσε μέσα ὁ λίθος
βαρύς, καὶ ἡ πύλη ἐβρόντησεν καὶ οἱ σύρτες δὲν κρατῆσαν {{r|460}}
καὶ ἀπὸ τὸν λίθον σείσθηκαν καὶ ἀνοῖξαν οἱ σανίδες.
Πήδησε μέσα σκοτεινὸς στὰ βλέφαρα ὡς ἡ νύκτα,
Γραμμή 479:
εὐθὺς τὸ τεῖχος νὰ ὑπερβοῦν κι ἐκεῖνοι τοῦ ὑπακοῦσαν.
Καὶ μέρος τὸ ὑπερέβαιναν, καὶ μέρος ἐχυνόνταν
στὴν πύλην καὶ τὴν διάβαιναν· κι ἔφυγαν πρὸς τὰ πλοῖα {{r|470}}
οἱ Δαναοὶ καὶ θόρυβος μεγάλος ἐγεννήθη.