Οδύσσεια (Μετάφραση Εφταλιώτη)/ρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
Νέα σελίδα: {{Κεφαλίδα| | τίτλος = Οδύσσεια | συγγραφέας = Όμηρος | μεταφραστής= Αργύρης Εφταλιώτης | ενότη...
 
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 18:
ἂ δὲ μὲ δῆ τὸν ἴδιο μου· καί, νὰ τί σοῦ προστάζω·
 
τὸν ξένο αὐτὸ τὸν ἄμοιρο φέρ' τον νὰ διακονεύη {{r|10}}
στὴ χώρα· κι ὅποιος θέλει ἐκεῖ καρβέλι καὶ κανάτα
τοῦ δίνει· ἐγὼ δὲ δύνεμαι, μέσα στὰ πάθια ἐδαῦτα
Γραμμή 28:
Κάλλιο στὴ χώρα ἡ διακονιά, παρὰ μὲς στὰ χωράφια·
πάντα θὰ δώση ἐκεῖ μικρὴ βοήθεια ὅποιος θελήση.
Δὲν εἶναι πιὰ τὰ χρόνια μου στὶς μάντρες γιὰ νὰ μνήσκω, {{r|20}}
καὶ προσταγὲς τοῦ ἀφέντη μου σὲ καθετὶς ν' ἀκούγω.
Μόν' ἄμε ἐσὺ, κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πρόσταξες μὲ φέρνει,
Γραμμή 38:
Καὶ κάτου στὸ λαμπρόχτιστο σὰν ἔφτασε παλάτι,
στὸ μακρὺ στύλο ἀκούμπησε τὸ σουβλερὸ κοντάρι,
καὶ μπῆκε, τὸ κατώφλι του τὸ πέτρινο περνώντας.  {{r|30}}
     Τὸν εἶδε πρώτη καὶ καλὴ ἡ Εὐρύκλεια ἡ παραμάνα,
καθὼς ἀπίθωνε προβιὲς πὰς στὰ θρονιὰ τοῦ πύργου,
Γραμμή 48:
μὲ δάκρυα τὸ μονάκριβο παιδί της ἀγκαλιάζει,
φιλώντας τὸ κεφάλι του καὶ τὰ λαμπρά του μάτια,
καὶ μὲ κλαψιάρικη φωνὴ τοῦ μίλησε καῖ τοῦ εἶπε·  {{r|40}}
     “Τηλέμαχε, γλυκό μου φῶς, ἦρθες, κι ἐγὼ δὲ θάρρουν
πὼς θὰ σὲ δῶ σὰν πρύμισες κρυφά μου κι ἄθελά μου
Γραμμή 58:
μόνε σὰ λούσης τὸ κορμί, καὶ καθαρὰ τὸ ντύσης,
ἀνέβαινε στ' ἀνώγι σου μὲ τὶς καλές σου βάγιες,
καὶ σ' ὅλους ἑκατοβοδιὲς τοὺς ἀθανάτους τάξε, {{r|50}}
ἴσως κι ὁ Δίας γδίκιωση γιὰ χάρη μας τελέση.
Ἐγὼ θὰ πάω στὴν ἀγορά, τὸν ξένο νὰ καλέσω,
Γραμμή 68:
καὶ τὸ κορμί σὰν ἔλουσε καὶ ντύθηκα καθάρια,
πῆγε, ἔταξε ἑκατοβοδιὲς στοὺς ἀθανάτους ὅλους,
ἴσως κι ὁ Δίας γδίκιωση γιὰ χάρη της τελέση.  {{r|60}}
     Βγῆκε ὕστερα ὁ Τηλέμαχος κρατώντας τὸ κοντάρι,
καὶ δυὸ γοργόποδα σκυλιὰ κατόπι ἀκολουθοῦσαν.
Γραμμή 78:
κάθισ' ἐκεῖ ποὺ ὁ Μέντορας, ὁ Ἄντιφος κι ὁ Ἀλιθέρσης·
παλιοί του φίλοι πατρικοὶ καθόντουσαν κι ἐκεῖνοι
τόνε ρωτοῦσαν καθετίς. Κι ὁ Πείραιος, ὁ μεγάλος {{r|70}}
κι ὁ ξακουστὸς κονταριστής, τὸν ξένο φέρνοντάς του,
ἀπὸ τὴ χώρα πέρασε, στὴν ἀγορὰ κατέβη,
Γραμμή 88:
“Ὦ Πείραιε, δὲ γνωρίζουμε πῶς ὅλ' αὐτὰ θὰ βγοῦνε.
Ἂν οἱ μνηστῆρες μυστικὰ στὸν πύργο μὲ σκοτώσουν,
κι ὅλα κατόπι μοιραστοῦν τὰ πατρικά μου πλούτια, {{r|80}}
κάλλιο ἔχε τα τὰ δῶρα ἐσὺ, παρ' ἀπ' αὐτοὺς κανένας·
ἂν πάλε ἐγὼ ξολοθρεμὸ καὶ θάνατο τοὺς δώσω,
Γραμμή 98:
Κι οἱ δοῦλες σὰν τοὺς ἔλουσαν κι ἀλεῖψαν τους μὲ λάδι,
καὶ τοὺς φορέσανε κρουστὲς χλαμύδες καὶ χιτῶνες,
ἀπ' τὰ λουτρά τους βγήκανε καὶ στὰ θρανιὰ καθίσαν. {{r|90}}
Καὶ μπρίκι γιὰ τὸ νίψιμο τοὺς φέρνει τότε ἡ βάγια,
ὥριο, χρυσό, καὶ χύνει τους στὴν ἀργυρὴ λεγένη
Γραμμή 108:
Κι αὐτοὶ ἅπλωναν τὰ χέρια τους στὰ καλοφάγια ὀμπρός τους.
Κι ἀπὸ πιοτὸ κι ἀπὸ φαῒ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους,
ἡ Πηνελόπη ἡ γνωστικιὰ τὸ λόγο πρώτη ἀρχίζει·  {{r|100}}
     “Τηλέμαχε, στ' ἀνώγι ἐγὼ θ' ἀνέβω νὰ πλαγιάσω
στὴν κλίνη ποὺ μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα τὴ ραντίζω,
Γραμμή 118:
“Τὸ καθετίς, μητέρα μου, θὰ δηγηθῶ μὲ ἀλήθεια,
Στὴν Πύλο καὶ στὸ Νέστορα σὰ φτάσαμε τὸ ρήγα,
μὲς στ' ἁψηλὰ παλάτια του μὲ δέχτηκε μὲ ἀγάπη {{r|110}}
καὶ πόνο, σὰν ποὺ δέχεται γονιὸς ἀκριβοπαίδι,
σὰν ἔρχετ' ἀπὸ ξενιτειές, ποὺ ἐκεῖ πλανιόταν χρόνια·
Γραμμή 128:
κι ἐκεῖ εἶδα τὴν Ἀργίτισσα Ἑλένη, ποὺ γιὰ κείνη
κι οἱ Ἀργῖτες ἔπαθαν πολλὰ δεινὰ, κι οἱ Τρωαδῖτες,
κατὰ τὸ θέλημα τῶν θεῶν. Καὶ τότες ὁ Μενέλαος {{r|120}}
μὲ ρώτησε ὁ βροντόφωνος ποιά ἀνάγκη μὲ εἶχε φέρει
στὴν ὥρια Λακεδαίμονα· καὶ τοῦ 'πα τὴν ἀλήθεια.
Γραμμή 138:
καὶ παίρνει τὶς βουνοπλαγιὲς καὶ τὰ χλωρὰ λαγκάδια,
καὶ βόσκει, μὰ ἄξαφνα γυρνάει μὲς στὴ μονιά του ἐκεῖνος, 
καὶ φέρνει τέλος φοβερὸ σὲ μάνα καὶ λαφούλια, {{r|130}}
ἔτσι κι ὁ Ὀδυσσέας φριχτὰ θὰ τοὺς τελειώση ἐκείνους.
Κι, ὦ Δία Θεέ μου, κι Ἀθηνᾶ, κι Ἀπόλλωνα, ἂν ἐκεῖνος
Γραμμή 148:
Κι αὐτὰ ποὺ τώρα μὲ ρωτᾶς καὶ ποὺ παρακαλεῖς με,
δὲ θὰ τὰ πῶ τριγυριστὰ καὶ δὲ θὰ σὲ γελάσω,
παρὰ ὅσα μοῦ 'πε ὁ ἄλαθος τῆς θάλασσας ὁ γέρος, {{r|140}}
ἕνα πρὸς ἕνα θά 'χης τα καὶ λόγο δὲ θὰ κρύψω.
Τὸν εἶδε, μοῦ 'πε, σὲ νησὶ δάκρυα πολλὰ νὰ χύνη,
Γραμμή 158:
Καὶ τότες πίσω γύρισα, καὶ πρύμο μοῦ χαρίσαν
οἱ ἀθάνατοι, καὶ μ' ἔφερναν στὴν ποθητὴ πατρίδα.”
     Αὐτὰ εἶπε, καὶ τῆς τάραξε στὰ στήθια τὴν καρδιά της. {{r|150}}
Καὶ τότες ὁ θεόμοιαστος Θεοκλύμενος τοὺς εἶπε·
     “Γυναίκα πολυσέβαστη τοῦ δοξαστοῦ Ὀδυσσέα,
Γραμμή 168:
ἢ κάθεται, καὶ τὶς κακὲς αὐτὲς δουλειὲς μαθαίνει,
καὶ σ' ὅλους φοβερὰ δεινὰ σκαρώνει τοὺς μνηστῆρες·
εἶδα πουλὶ προφητικὸ στὸ πλοῖο σὰν καθόμουν, {{r|160}}
καὶ τότες τοῦ Τηλέμαχου τὰ λάλησα καὶ τὰ εἶπα.”
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ γνωστικιὰ μ' αὐτὰ τοῦ ἀπολογιέται·
Γραμμή 178:
δισκοβολώντας γλέντιζαν καὶ ρίχνοντας κοντάρια
σὲ γῆς στρωτή, ποὺ ἀδιάντροπα ἐκεῖ πάντα μαζευόνταν.
Μὰ πρὸς τὸ γιόμα, ποὺ ἔφταναν ὁλοῦθε ἀπ' τὰ χωράφια {{r|170}}
τὰ πρόβατα κι οἱ πιστικοὶ τὰ φέρνανε σὰν πάντα,
τοὺς εἶπε τότε ὁ Μέδοντας, ὁ κήρυκας ποὺ ἀπ' ὅλους
Γραμμή 188:
Καὶ μέσα στὰ λαμπρόχτιστα σὰν μπήκανε παλάτια,
ἀπάνω σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ τὶς χλαῖνες ἀπιθῶσαν,
κι ἔσφαξαν πρόβατα τρανὰ, καλοθρεμμένα γίδια, {{r|180}}
θρεφτάρια χοίρους, καὶ παχὺ δαμάλι γιὰ νὰ φᾶνε.
Ὡς τόσο ἀπὸ τὴν ἐξοχὴ στὴ χώρα ὁ Ὀδυσσέας
Γραμμή 198:
καὶ φόβο, μήπως ὕστερα μανιάση· καὶ τοῦ ἀφέντη
φοβᾶμαι τὰ μαλώματα. Μὰ ἂς πᾶμε τώρα, ἡ μέρα
πάει νὰ μεσιάση κι ἡ δροσιὰ θά 'ναι κακὴ τὸ βράδυ.”  {{r|190}}
     Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος ἀπάντησέ του κι εἶπε·
“Ξέρω, καὶ νιώθω· τό 'χα ἐγὼ στὸ νοῦ μου αὐτὸ ποὺ μοῦ 'πες.
Γραμμή 208:
ραβδὶ ὁ καλὸς χοιροβοσκός, καθὼς τὸ πεθυμοῦσε.
Ξεκίνησαν, μὰ οἱ πιστικοὶ μὲ τὰ σκυλιὰ στὴ στάνη
μεῖναν καὶ φύλαγαν κι αὐτὸς ὁδήγαε τὸν ἀφέντη, {{r|200}}
ποὺ σὰ ζητιάνος φαίνονταν ἐλεεινὸς καὶ γέρος,
καὶ στὸ ραβδί του ἀκούμπαγε παλιόρουχα ντυμένος.
Γραμμή 218:
καὶ κατρακύλα κρυὸ νερὸ ψηλάθε ἀπὸ τὸ βράχο,
κι ἦταν βωμὸς ἀπάνωθε χτισμένος, ποὺ θυσιάζαν 
στὶς Νύφες ὅσοι διάβαιναν· κεῖ πέρα ὁ Μελανθέας {{r|210}}
τοὺς βλέπει τοῦ Δολίου ὁ γιός, μὲ δυὸ βοσκοὺς κατόπι,
ποὺ φέρναν τὰ πιὸ διαλεχτὰ τῶν κοπαδιῶνε γίδια
Γραμμή 228:
Ποῦ τάχα, ὦ βρώμικε βοσκέ, τὸν πᾶς αὐτὸν τὸν χάφτη
τὸν παλιοζήτουλα, μωρέ, τῶν τραπεζιῶν τὴ λώβα;
Σὲ πόσες πόρτες θὰ σταθῆ τὴ ράχη του νὰ τρίβη, {{r|220}}
ὄχι λεβέτια καὶ σπαθιά, παρὰ βουκιὲς ζητώντας.
Δῶσ' τον ἐμένα, φύλακα τῆς στάνης νὰ τὸν ἔχω,
Γραμμή 238:
Μὰ ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ὅ,τι σοῦ λέω θὰ γίνη·
 
ἂν τύχη κι ἔρθη στοῦ θεϊκοῦ τοῦ Ὀδυσσέα τοὺς πύργους. {{r|230}}
τριγύρω στὴν κεφάλα του πολλὰ σκαμνιὰ ριγμένα
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀντρῶν θὰ σπάσουν τὰ πλευρά του.”
Γραμμή 248:
τὴν κούτρα· μὰ τὸ ἁπόμεινε, καὶ βάσταξε ἡ καρδιά του.
Κι ἀγριομιλώντας ὁ βοσκὸς στὸν ἄλλον ἀντικρύ του, ἔβγαλ' εὐκή ἁψηλόφωνη μὲ χέρια σηκωμένα·
     “Νύφες τῆς βρύσης, καὶ τοῦ Διὸς ὦ κόρες, ἂν ποτές του {{r|240}}
μεριὰ ὁ Δυσσέας σᾶς ἔκαψε σὲ πάχος τυλιγμένα
γιδιῶν κι ἀρνιῶνε, τούτη μου τελέστε τὴ λαχτάρα·
Γραμμή 258:
ὁ σκύλος ὁ παμπόνηρος, ποὺ ἐγὼ θὰ τὸν περάσω
μακριὰ ἀπ' τὸ Θιάκι κάποτες μὲ μελανὸ καράβι
κέρδος νὰ βγάλω περισσό. Ὅμως μακάρι τώρα {{r|250}}
τοῦ Φοίβoυ τοῦ ἀργυρότοξου οἱ σα.ί,τες νὰ σκοτώσουν
στὸν πύργο τὸν Τηλέμαχο, γιὰ κονταριὲς μνηστήρων,
Γραμμή 268:
Τοῦ βάλαν ἀπ' τὰ κρέατα τὸ μερτικό του οἱ δοῦλοι,
κι ἡ σεβαστὴ κελάρισσα ψωμὶ παράθεσέ του
νὰ φάη· κι ἦρθαν ὁ πάγκαλος βοσκὸς μὲ τὸ Δυσσέα, {{r|260}}
καὶ στάθηκαν κοντά· ὡς αὐτοὺς τῆς βαθουλῆς ἐρχόταν
τῆς φόρμιγγας τό παίξιμο, τὶ τότες ἀρχινοῦσε
Γραμμή 278:
δικάνατες καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τὰ καταφρονέση;
Βλέπω καὶ μέσα περισσοὶ πίνουν καὶ τρῶνε ἀνθρῶποι·
καπνοῦ προβάλλει μυρουδιά, κι ἀκούγουνται τῆς λύρας {{r|270}}
οἱ κόρδες ποὺ οἱ ἀθάνατοι γιὰ τὰ τραπέζια ὁρίσαν.”
     Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες·
Γραμμή 288:
Μὰ μὴν ἀργῆς νὰ μὴ σὲ δοῦν ἀπόξω, κι ἢ σὲ διώξουν,
ἢ σὲ βαρέσουν ἄξαφνα· στοχάσου αὐτὸ ποὺ σοῦ 'πα.”
     Κι ἀπάντησε ὁ πολύπαθος κι ὁ μέγας Ὀδυσσέας· {{r|280}}
“Ξέρω, καὶ νιώθω· τό 'χω ἐγὼ στὸ νοῦ μου αὐτὸ ποὺ μοῦ 'πες.
Μόν' ἐσὺ τράβηξε ὀμπροστά, κι ἐγὼ θὰ μείνω πίσω·
Γραμμή 298:
Γιὰ κείνην ἀρματώνουνται καλόζυγα καράβια,
ποὺ σκίζουνε τὰ πέλαγα καὶ τοὺς ὀχτροὺς χτυπᾶνε.”
     Αὐτὰ καθὼς λαλούσανε κι ἀνάμεσό τους λέγαν, {{r|290}}
σκυλὶ ποὺ κοίτουνταν, τ' αὐτιὰ καὶ τὸ κεφάλι ὀρθώνει,
ὁ Ἄργος, ποὺ ὁ ἀντρόψυχος Δυσσέας τὸν εἶχε θρέψει,
Γραμμή 308:
ποὺ ὀμπρὸς στὴ θύρα ἁπλώνονταν, κι οἱ παραγιοὶ ἀποκεῖθε
τὴν σήκωναν καὶ κόπριζαν τοὺς κήπους τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἀπάνω αὐτοῦ κοιτότανε τσιμπουριασμένος ὁ Ἄργος. {{r|300}}
Καὶ τώρα, ἅμα μυρίστηκε σιμὰ τὸν Ὀδυσσέα,
γοργοσαλεύει τὴν οὐρά, τ' αὐτιά του κατεβάζει,
Γραμμή 318:
κοντὰ στὴν τόση του ὀμορφιά, γιά νά 'ναι δὰ ἀπὸ κείνους
ποὺ στὰ τραπέζια στολισμὸ τοὺς ἔχουν οἱ ἀφεντάδες;” 
     Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες· {{r|310}}
“Εἶν' ἐκεινοῦ ποὺ ἀπέθανε στὰ ξένα αὐτὸς ὁ σκύλος.
Ἂν ἦταν ἔτσι στὸ κορμί, καὶ στὰ ἔργα του σὰν τότες
Γραμμή 328:
χαμένος, καὶ δὲ νοιάζονται γι' αὐτὸν ἐδῶ οἱ γυναῖκες.
Κι οἱ δοῦλοι, σὰ δὲ βρίσκεται ποπάνω τους ἀφέντης, 
δουλειὰ νὰ κάμουνε σωστὴ δὲ θέλουνε πιὰ τότες· {{r|320}}
τὶ παίρνει τὴ μισὴ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ βροντορίχτης
ὁ Δίας, ἄμα τῆς σκλαβιᾶς ἡ μαύρη τοῦ 'ρθη μέρα.”
Γραμμή 338:
μὲς στὰ παλάτια τὸ βοσκό νὰ μπαίνη καὶ τοῦ γνέφει
νὰ πάη σιμά του· γύρω του τηράει αὐτός, καὶ παίρνει 
σκαμνὶ ποὺ τό 'χε ὁ μοιραστὴς ποὺ μοίραζε τὸ κρέας {{r|330}}
στοὺς ἥρωες ποὺ τρωγόπιναν μὲς στὰ λαμπρὰ παλάτια.
Ἀγνάντια στοῦ Τηλέμαχου ζυγώνει τὸ τραπέζι,
Γραμμή 348:
ἀκουμπισμένος σὲ ραβδί, καὶ κουρελοντυμένος.
Καὶ καθὼς μπῆκε, κάθισε στὸ φράξινο κατώφλι,
σὲ παραστάτη γέρνοντας ἀπ' ὥριο κυπαρίσσι, {{r|340}}
ποὺ τό 'χε σιάξει τεχνικὰ μὲ στάφνη ὁ μάστορής του.
Προσκάλεσε ὁ Τηλέμαχος τὸν πιστικὸ σιμά του,
Γραμμή 358:
     Αὐτά εἰπε, κι ὁ χοιροβοσκὸς σὰν τ' ἄκουσε, πηγαίνει
σιμά του, καὶ τοῦ προσμιλεῖ μὲ φτερωμένα λόγια·
“Ξένε, ὁ Τηλέμαχος αὐτὰ σοῦ δίνει, καὶ μηνᾶ σου {{r|350}}
κι ἀπ' τοὺς μνηστῆρες ὁλονοὺς νὰ πᾶς καὶ νὰ γυρέψης,
τὶ λέει πὼς εἶναι ἀταίριαστη ἡ ντροπὴ σὲ διακονιάρη.”
Γραμμή 368:
Κι ὅσο ὁ καλὸς τραγουδιστὴς τραγούδαε στὰ παλάτια,
ἔτρωγε αὐτός· σὰν ἔπαψε νὰ τραγουδάη ἐκεῖνος,
κι ἀπόφαγε ὁ Δυσσέας, βοὴ σηκῶσαν οἱ μνηστῆρες· {{r|360}}
καὶ στάθη ὀμπρός του ἡ Ἀθηνᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε
γύρω νὰ πάη μαζεύοντας καρβέλια ἀπ' τοὺς μνηστῆρες,
Γραμμή 378:
κι ἕνας τὸν ἄλλον ρώταγε ποιός ἦταν κι ἀποποῦθε.
Καὶ τότες ὁ γιδοβοσκὸς ὁ Μελανθέας τοὺς εἶπε·
     “Ἀκοῦστε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες, {{r|370}}
γι' αὐτὸν τὸν ξένο· ἐγὼ καὶ πρὶν τὸν εἶχα δῆ, καὶ βέβαια
ὁ Εὔμαιος θὰ τὸν ἔφερνε σ' αὐτὸν τὸν πύργο τότες.
Γραμμή 388:
Ἢ λίγοι ἐδῶ μαζώχτηκαν καὶ τρῶν τὸ βιὸς τοῦ ἀφέντη,
καὶ πῆγες καὶ προσκάλεσες κι ἐτοῦτον ἐδῶ τώρα;”
     Κι ἐσύ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες· {{r|380}}
“Σωστά, ὦ Ἀντίνε, δὲ λαλεῖς, ὅσο εὐγενὴς κι ἂν εἶσαι.
Καὶ ποιός ποτές του γύρεψε νὰ προσκαλέση ξένον
Γραμμή 398:
Μὰ ἐσύ 'σουν ὁ πιὸ δύστροπος ἀπ' ὅλους τοὺς μνηστῆρες
γιὰ ὅλους κι ἐμένα χωριστὰ τοὺς δούλους τοῦ Ὀδυσσέα.
Ὡς τόσο ἐγὼ δὲ σὲ ψηφῶ· σώνει νὰ ζῆ στοὺς πύργους {{r|390}}
ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη κι ὁ θεόμοιαστος ὁ γιός της.”
     Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τοῦ κρένει·
Γραμμή 408:
ποὺ ἀπ' τὸ παλάτι ζήτησες εὐτὺς νὰ φύγη ὁ ξένος
μὲ προσταγὴ τόσο βαρειά· ὁ θεὸς νὰ μὴν τὸ δώση.
Μοίραζε, δὲ λυπᾶμαι ἐγώ· πρῶτος ἐγὼ τὸ θέλω. {{r|400}}
Μὴ νοιάζεσαι τὴ μάνα μου μήτ' ἄλλον ἀπ' τοὺς δούλους,
ποὺ βρίσκουνται μὲς στοῦ θεϊκοῦ Δυσσέα τὰ παλάτια.
Γραμμή 418:
σωστοὺς τρεῖς μῆνες θά 'κανε στὸ σπίτι νὰ ζυγώση.”
     Κι ἀπ' τὸ τραπέζι κάτωθε σκαμνὶ τραβάει καὶ δείχνει,
ποὺ τὰ λαμπρά του ἀκούμπαγε τὰ πόδια σὰ δειπνοῦσε.  {{r|410}}
     Ὡς τόσο οἱ ἄλλοι τοῦ 'διναν, καὶ μὲ ψωμὶ καὶ κρέας
τὸ σάκο του γεμίσανε· καὶ κάνοντας νὰ σύρη
Γραμμή 428:
καὶ τότες ὡς τὰ πέρατα τῆς γῆς θὰ σὲ δοξάζω.
Κι ἐγὼ εἶχα σπίτια μιὰ φορὰ στὸν κόσμο, κι ἤμουν πλούσιος
κι εὐτυχισμένος, κι ἔδινα σ' ἐκείνους ποὺ γυρνοῦσαν {{r|420}}
καὶ γύρευαν, ὅποιοι ἤτανε, κι ἀπ' ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη·
καὶ δούλους εἶχα ἀρίθμητους, κι ἄλλα καλὰ περίσσια,
Γραμμή 438:
πρόσταξ' ἀμέσως τοὺς καλοὺς συντρόφους μου νὰ μείνουν
αὐτοῦ, πλάϊ στὰ καράβια τους, γιὰ νὰ τὰ διαφεντεύουν,
κι ἔστειλα βίγλες νὰ τηροῦν ἀπ' τὶς κορφὲς τριγύρω· {{r|430}}
μὰ ἐκεῖνοι ξεπαρθήκανε κι ὅπου ἤθελαν τραβῆξαν·
τῶν Αἰγυπτίων κουρσέψανε τὰ ὁλόμορφα χωράφια,
Γραμμή 448:
κι ἕνας δὲν κόταε νὰ σταθῆ κι ὀχτρό του ν' ἀντικρύση,
γιατὶ παντοῦθε ἀφανισμὸς κακὸς τοὺς εἶχε ζώσει.
Τότες πολλοὺς μοῦ σκότωσαν τὰ κοφτερὰ σπαθιά τους, {{r|440}}
κι ἄλλους τοὺς πιάσαν ζωντανοὺς καὶ στὴ σκλαβιὰ τοὺς ρίξαν.
Μένα σὲ φίλο μ' ἔδωκαν, ποὺ ἔτυχε ἐκεῖ, στοῦ Ἰάσου
Γραμμή 458:
σὲ πιὸ πικρὴ νὰ μὴ βρεθῆς ἄλλη Αἴγυπτο καὶ Κύπρο,
ἀδιάντροπος κι ἀπόκοτος σὰν πού 'σαι διακονιάρης.
Μὲ τὴν ἀράδα σ' ὅλους πᾶς, καὶ ξένοιαστα ὅλοι δίνουν, {{r|450}}
τὶ κρατημὸ δὲν ἔχουνε καὶ λύπη, μόνε ρίχτουν
ἀπὸ τὰ ξένα, ἀφοῦ πολλὰ καθένας ἔχει ὀμπρός του.”
Γραμμή 468:
     Εἶπε, κι ὁ Ἀντίνος πιὸ βαριὰ τότες χολώνει ἀκόμα,
κι ἀγριοκοιτώντας τον, μ' αὐτὰ τοῦ μίλησε τὰ λόγια·
     “Τώρα δὲν ἔχει πιὰ, γερὸς ἀπ' τὸ παλάτι ἐτοῦτο {{r|460}}
πίσω θαρρῶ πὼς δὲ γυρνᾶς, ἀφοῦ μᾶς βρίζεις κιόλας.”
     Εἶπε, κι ἁρπώντας τὸ σκαμνί, τοῦ τὸ πετάει στὴν ἄκρη
Γραμμή 478:
     “Ἀκοῦτε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες,
ὅσα ἐγὼ μέσα μου ἀγρικῶ θὰ σᾶς τὰ φανερώσω.
Κανέναν πόνο ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει, μήτε λύπη {{r|470}}
σὰ χτυπηθῆ παλεύοντας νὰ σώση τὸ δικό του,
ἂς εἶναι βόδια ἢ ἄσπρα ἀρνιά· μὰ ἐμένανε ὁ Ἀντίνος
Γραμμή 488:
καὶ τρῶγε αὐτοῦ, ἢ φύγε ἀλλοῦ, τὶ ἀλλιῶς ἀπ' τὰ παλάτια
οἱ νέοι μ' αὐτὰ τὰ λόγια σου τραβώντας σου τὰ πόδια
ἢ καὶ τὰ χέρια, ἁλάκερο θένα σὲ γδάρουν ὄξω.”  {{r|480}}
     Αὐτὰ εἶπε, κι ὅλους ἄξαφνα θυμὸς πολὺς τοὺς πῆρε·
κι ἀπὸ τοὺς ξιππασμένους νιοὺς ἕνας αὐτὰ λαλοῦσε·
Γραμμή 498:
     Αὐτὰ οἱ μνηστῆρες λέγανε, μὰ ἐκεῖνος τ' ἀψηφοῦσε.
Πικράθηκε ὁ Τηλέμαχος τὸ βάρεμα τηρώντας,
μὰ δάκρυο ἀπὸ τὸ μάτι του δὲ χύθη, μόν' σωπώντας {{r|490}}
τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του.
Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη σὰν ἔμαθε τοῦ Ἀντίνου
Γραμμή 508:
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη γυρίζει καὶ τῆς κρένει·
“Ὅλ' εἶναι ὀχτροί μας, μάνα μου, τὶ τὸ κακό μας θένε·
μὰ αὐτὸς ἀκόμα πιότερο τὸ μαῦρο χάρο μοιάζει. {{r|500}}
Ξένος βαριόμοιρος γυρνάει στὸν πύργο, κι ἀπ' τοὺς ἄντρες
ψωμοζητάει, γιατὶ πολλὴ τὸν ἀναγκάζει φτώχεια·
Γραμμή 518:
     “Ἄμε, ὦ καλὲ κυρούλη μου, προσκάλεσε τὸν ξένο,
νὰ τὸν καλωσορίσω ἐγώ, καὶ νὰ τόνε ρωτήξω
μήπως τοῦ καρτερόψυχου Δυσσέα μαντάτα ξέρη {{r|510}}
ἢ μὴν τὸν εἶδε σὰν πολὺ ταξιδεμένος μοιάζει.”
     Κι ὁ ἄξιος χοιροβοσκὸς τῆς ἀποκρίθη κι εἶπε·
Γραμμή 528:
Καθὼς καλὸς τραγουδιστής, ποὺ θεοὶ τόνε διδάξαν,
βγαίνει καὶ τραγουδάει γλυκὰ τραγούδια στούς ἀνθρώπους,
κι ὅλοι κοιτώντας τον ἀκοῦν μ' ἀχόρταγη λαχτάρα, {{r|520}}
ὅμοια κι αὐτὸς μὲ μάγευε σιμά μου καθισμένος.
Καὶ μοῦ 'πε φίλος πατρικὸς πὼς εἶναι τοῦ Ὀδυσσέα,
Γραμμή 538:
     Κι ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη σ' ἐκεῖνον ἀποκρίθη·
“Πήγαινε, κάλεσ' τον ἐδῶ, γιὰ νὰ τὰ πῆ μπροστά μου,
κι ἐκεῖνοι ἂς παίζουν, ἢ ὀμπροστὰ στὶς θύρες καθισμένοι, {{r|530}}
ἢ μὲς στοὺς πύργους αὐτουδά, μιὰς κι εἶναι ἀναπαμένοι,
ποὺ μνήσκουνε στὰ σπίτια τους ἀκέρια τὰ καλά τους,
Γραμμή 548:
σὰν τὸ Δυσσέα, ἀπ' τὴν πληγὴ τὸ σπίτι νὰ γλυτώση.
Μιὰς νά 'ρθη στὴν ἀγαπητὴ πατρίδα του ὁ Δυσσέας,
καὶ μὲ τὸ γιό του γδικιωμὸ θὰ βρῆ τῆς ἀνομιᾶς τους.”  {{r|540}}
     Αὐτὰ εἶπε, κι ὁ Τηλέμαχος φτερνίστηκε μὲ κρότο,
κι ὅλος ὁ πύργος βούηξε· γελάει ἡ Πηνελόπη,
Γραμμή 558:
Κι ἕνα ἄλλο λόγο θὰ σοῦ πῶ, κι ἐσὺ νὰ τὸν θυμᾶσαι·
ἂ δῶ πῶς ὅλα βγαίνουνε σωστὰ ποὺ μᾶς δηγέται,
θὰ τόνε ντύσω μὲ ὄμορφη χλαμύδα καὶ χιτώνα.”  {{r|550}}
     Αὐτὰ ὁ καλὸς χοιροβοσκὸς σὰν ἄκουσε, πηγαίνει
σιμὰ στὸν ξένο, στέκεται, καὶ τοῦ λαλεῖ· “Πατέρα,
Γραμμή 568:
ποὺ ἔχεις ἀνάγκη· θὰ μπορῆς καὶ νὰ ζητᾶς παντοῦθε
ψωμὶ νὰ βόσκης τὴν κοιλιά, καὶ θὰ σοῦ δίνουν ὅλοι.”
     Κι ἀπολογιέται του ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας· {{r|560}}
“Εὔμαιε, σωστὰ μεμιὰς ἐγὼ θὰ τὰ δηγόμουν ὅλα
στὴν Πηνελόπη τὴ σεμνὴ τοῦ Ἰκάριου θυγατέρα,
Γραμμή 578:
βοηθὸς μήτ' ὁ Τηλέμαχος μήτ' ἄλλος δὲ μοῦ στάθη.
Πὲς τῆς λοιπὸν τῆς φρόνιμης κερᾶς νὰ περιμείνη,
βιάση κι ἂν ἔχη περισσή, νὰ γείρη πρῶτα ὁ ἥλιος, {{r|570}}
καὶ τότες γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἀντρός της ἂς ρωτήξη,
καθίζοντάς με ἐκεῖ στὴ στιά, τὶ εἶμαι κακοντυμένος,
Γραμμή 588:
μέσα στὸν πύργο; Εἶναι κακὸς ὁ ντροπαλὸς ζητιάνος.”
     Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τῆς ἀποκρίθης κι εἶπες·
“Καλὰ στοχάζεται, ὦ κερά, κι ἔτσι θὰ κάναν ἄλλοι, {{r|580}}
τῶν ἔρμων τὴν ἀποκοτιὰ μνηστήρω νὰ ξεφύγουν·
καὶ νὰ προσμείνης σοῦ μηνάει ὥσπου νὰ γείρη ὁ ἥλιος.
Γραμμή 598:
νὰ συλλογιένται τὸ κακό, καὶ ν' ἀδικοῦν τὸν κόσμο.”
     Αὐτὰ εἶπε· κι ὁ χοιροβοσκὸς πρὸς τῶν μνηστήρων πῆγε
τὸ πλῆθος, ἅμα τέλειωσε μὲ τὴν κερὰ τὸ λόγο. {{r|590}}
Καὶ τοῦ Τηλέμαχου λαλεῖ μὲ φτερωμένα λόγια,
σιμώνοντας τὴν κεφαλή, νὰ μὴν ἀκούσουν ἄλλοι·
Γραμμή 608:
     Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπάντησέ του κι εἶπε·
“Κυρούλη μου, ἔτσι θὰ γενῆ· ξεκίνα ἐσὺ τὸ γέρμα, 
καὶ γύρισε αὔριο τὴν αὐγὴ μὲ τὰ καλὰ σφαχτά σου· {{r|600}}
τὰ ἐδῶ θὰ τὰ φροντίσω ἐγὼ κι οἱ ἀθάνατοι σιμά μου.”
     Καὶ στὸ καλόφτιαστο θρονὶ κάθισε πάλε ἐκεῖνος·