Το Ιατροσυμβούλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 9:
}}
<poem>
(Σ' ἕνα παιδὶ ποὺ γελᾷ ἐνῶ αὐτὸς μιλεῖ:)
(στὴν ἀδερφή του:)
(πρὸς τὸ παιδί:)
(στὴν ἀδερφή του:)
(πρὸς τὸ παιδί:)
(στὴν ἀδερφή του:)
(πρὸς τὸ παιδί:)
(στὴν ἀδερφή του:)
ZAXΑΡΕΝΙΑ: Ὄχι ἀπὸ τὰ ψὲς τὸ βράδι.
ΡΟΪΔΗΣ: —Vi dirò καλὸ σημάδι.
Γραμμή 160:
ΖΑΧ. —Τὸ ξέρασε!
ΡΟΪΔ. Μωρή, τὄλπιζα καὶ τὄπα
μὲ τὸ νοῦ μου... Σώπα... σώπα!
ὁ γιατρὸς ὁ Ταγιαπιέτρας·
μὰ τὸ ναίς, ὁπού 'ναι τέρας·
εἶναι χάρισμα Θεοῦ.
Ταγιαπιέρρας τοῦ κακοῦ!
ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΡΑΣ: Σιὸρ Δοττόρο, καλὴ μέρα.
Γραμμή 173:
il est temps de la finir.
ΡΟΪΔ. Κάνει ψύχρα, vengo a dir
(πιάνει ἔνα κούνουπα)
Ἄχ! τὸν ηὕρηκα, per Bacco!...
ἀρρωστία!... δόμου ταμπάκο.
Γραμμή 210:
ΡΟΪΔ. —Τσαμπουνίζεις τοῦ κακοῦ.
ΡΟΪΔ. —Ναὶ, σὰν τώρα ἀπάνου κάτου
Γραμμή 226:
questo affar é imbrogliatissimo.
Καὶ ὁ Καντιότης—Va benissimo.
περνάει πάντα τ' ἀπογιόματα
μὲ μιὰ σὰ λιμοκαψούλα,
πάντα.... ἀλήθεια λέω, Φιορούλα;
Κι' ἀκούει πόνο ἐδῶ καὶ κλαίει.
Καὶ ὁ Δικόπουλος του λέει:
—Καὶ πότε ἔπεσε;
ΡΟΪΔ. —A ponto:
vengo, questo è un altro conto,
voglio andare colle serie,
non confondo le materie.
Τὸν κοιτάζω ἐκεῖ κι' ἐδῶ
δὲν ἠξέρω τί νὰ πῶ.
Καὶ γιὰ τοῦτες τσοὶ σκινέλλες
τοῦ ἔβαλα δύο—τρεῖς ἀβδέλλες,
καὶ τοῦ δίνω ἕνα πουργαάντε.
καὶ τοῦ μπήχνω un vescicante
Καὶ ὁ Δικόπουλος μὲ γέλοιο:
ΔΙΚ. —(Μωρέ, ἀκοῦς, Μπερέττα;) Meglio
ΡΟΪΔ. Meglio; ναὶ, νὰ σὲ χαρῶ·
grazie; io so quel che mi fo.
Κι' ἐγιατρεύτηκε κι' ἐμίλησε
μὰ δελόγκου ἐξανακύλησε.
Εἶπα μέσα μου· son stufo:
sto ragazzo è già un martufo.
Κάνω, κάνω, ma un costrutto
non lo vedo, e qui sta il tutto.
Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀγροικήσανε
τέτοια κούρα κι' ἐσαστίσανε
κάνουνε νὰ σηκωθοῦνε
ὠς γιὰ νὰ συμβουλευθοῦνε.
ΡΟΪΔ. —Alto là comprofessori!
rigguardevoli signori
tra voi l' infino giá son;
pur, con vostra permission...
Κι' ἔτσι λέοντας πάει νὰ πάρῃ
τὸ χαρτί, τὸ καλαμάρι
γιὰ νὰ κάμῃ τὴ ριτσέττα.
—Ecco quì: l' ho fatta in fretta.
Κι' ἔτσι ἀρχήνισε νά λέῃ:
Drachamas duas recipe rhei
Optimi pulverizzati
atque lapides, in nati
animalibus addantur
in decoctum viperarum,
atque Hoffman juventa,
et alteae et camomillae.—
Pillulas calomelani
atque guttas Hoffemani
et radices herbae Paeoniae
atque feculum Laponiae,
virginiana serpentaria;
Misce et fiant electuaria·
ἐδῶ καὶ δύο ριτσέτες,
ἢ τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη
πὲς τοῦ Ρήαγα νὰ τὴ βγάλῃ
πὲς του ἀπ' ὄνομά μου, μάτια.
Κι' ὂτι ἐγκριλωνε τὰ μάτια
εὐθὺς φεύγουνε οἱ γιατροὶ
σκοτισμένοι καὶ κουτοί,
κόκκινοι στὸ πρόσωπό τους
κάνοντας καὶ τὸ σταυρό τους.
Κι' ὁ Ροϊδης θυμωμένος
κι' ἀπὸ δόξα μεθυσμένος
κοκκινίζει σὰν τὸ γάλλο
καὶ φουνιάζει—Δὲ θέλω ἄλλο!
Τοῦτα εἶν' κειὰ ποὺ σαστίζουνε
μὰ μ' ἐμὲ δὲν τσαμπουνίζουνε·
δὲ μοῦ δίνουνε ἐμπόδιο·
μὰ πεθαίνει;... καταυόδιο!
Ma per altro, in conclusion,
ebbi la soddisfazion,
νὰ τσοὺ κάμω μία ροτσέττα
ποὺ δὲν εἶναι γιὰ σεκέττα.
Νόστιμα τὴν ἐφορμάρισα
κι' οὕλους τσοὶ ντεσκαπριτσιάρισα!
<poem>
|