Το Ιατροσυμβούλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Pelagitsa (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Pelagitsa (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 9:
}}
<poem>
Τέλος πάντων ἦρθε ἡ ὥρα
ὁποὺ ἐσπάρθηκε στὴ χώρα
πὼς πεθαίνει τ' ἀνεψίδι
τοῦ δοττόρου τοὺ Ροΐδη·
καὶ ὁ δοττόρος δὲν ἀργεῖ
ἀμπονόρα τὴν αὐγὴ
τὸ μπαστούνι του νὰ βάλῃ
ἀποκάτου ἀπ' τὴ μασχάλη
καὶ κουνῶντας τὸ κεφάλι
καὶ τὰ φρύδια, εὐθύς, ἁρπάζει
τὸ καπέλλο καὶ φωνάζει·
—Ah! non voglio più aspettarasp ettar;
θὲ νὰ ἰδῶ, cos' è 'sto affara ffar.
Δυό, τρεῖς, τέσσερεις, πέντε, ἕξι
ἀμπονόρα καὶ θὰ βρέξῃ·
così par... Μωρὴ κωπέλλα,
εἶναι ἰνκόμοδο πολὺ
γιὰ τὸ χέρι νὰ κρατῇ
τὴν ὀμπρέλλα... Μὰ θὰ πῇς
θέλεις κάλλιο νὰ βραχῇς;
Νιάνκα ἐτοῦτο δὲ μοῦ μπαίνει.
Κι' ἔτσι λέοντας κατεβαίνει
κι' ἀπανταίχνει ἐκεῖ ποὺ βγαίνει
ἕνα του σκολιταρούδι.
—Μωρέ, σύ 'σαι ἕνα λουλούδι
κι' ἐγω ἐγίνηκα κουκκούδι.
Δὲν τὰ λέω τὰ περισσότερα
γιατὶ in tondo εἶναι χειρότερα.
Πόσα βάσανα! χιλιάδες;
τρεμουλιό, θέρμη, σοχάδες,
vedi, caro, πῶς εὐτύχησα
ἀγκαλά μου τὰ ἐξεστίχισα
Μὰ zà κάνω ogni sproposito
μέρα νύχτα... Μπά! a proposito,
Vostra madre τί μοῦ κάνει;
Μὲ τὸ μπάρμπα πῶς τὰ βγάνει;
Πόσο πὅχω νὰ τὴ δῶ!
Μωρέ, ἂ δὲν ἔχω καιρό.
Ἔχω ἐκεῖν τ' ἀνιψίδι
ποὺ θὰ λέῃ—Μπρὲ τὸ Ροΐδη
κάποιος θὰ τὸν ἀποκοίμησε!
ναὶ καὶ θέλει μ' ὰπεθύμησε!
Πές τσι pur πὼς τόμου ἀδειάσω
θἄρθω ἐκεῖ νὰ ὁλημεριάσω,
καὶ νὰ βράσῃ ἕνα κοτόπουλο
καὶ νὰ ψήσῃ ἕνα γαλόπουλο.
Ἀγκαλά μου—πίστεψέ μου—
δὲν ἔχω ὄρεξι ποτέ μου,
μὲ χορταίνει ἡ μυρωδία·
μὰ σᾶς κάνω συντροφία.
Κι' ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιόμα
ἀπ' τὸ ἴδιο μου τὸ στόμα
θὲ ν' ἀκούσῃς γιὰ νὰ κλαῖς
οὗλες μου τσὶ συφορές!
ἀγκαλά μου μισοξέρει
ὀ σιὸρ πάρες κάποια μέρη·
μὰ οὗλες, οὗλες θὰ τσοὶ πῶ
καὶ θὲ νὰ τσοὶ ξαναειπῶ
δὲν μπορῶ νὰ τσοὶ ἀπομάνω
δὲν μπορῶ... θὰ ξεθυμάνω...
Νὰ τ'ς ἀκούσῃ ἡ σιόρα μάρε.
Εἶναι gravida, mi pare·
ἂς γεννήσῃ alla buon ora:
rispettabile signora!
Εἶναι ἀρχόντισσα graziosa
εἶναι poi καὶ generosa,
vera dama! τί γελᾷς;
Νὰ μοῦ τὴνε προσκυνᾶς.
Ὄχι δὲν εἶναι τουλούπα,
caro, πέ τσοι τὰ ὅσα σοὖπα.
Νὰ τσὶ πῇς τσὶ σιόρα μάρες
μὰ νὰ μὴν εἶναι ὁ σιὸρ πάρες,
νὰ μοῦ στείλῃ ἐκειὰ τὰ κλήματα.
Addio, caro, προσκυνήματα.
Καὶ τὴ ροῦγα του ὅτι ἀρχίζει.
πάλι ὀπίσω του γυρίζει
Αἴ! κάτ' ἤθελα νὰ πῶ.
Ἄ! γιὰ πές, νὰ σὲ χαρῶ
κείνη ἡ Μωραϊτοπούλα,
ὁποὺ εἴχετε γιὰ δούλα,
εἶναι zà ἀκόμην ἐκεῖ;
ben! τὴν ἔχω γιὰ πιστή.
Γειά σου, μάτια, προσκυνήματα
καὶ θυμήσου γιὰ τὰ κλήματα.
Μὲ τὰ κλήματα στὸ νοῦ του
πάει στὸ σπίτι τ' ἀνιψιοῦ του
κι' εὐθὺς πέφτει στὸ σοφᾶ
λέγοντας—εἶμαι κακά!
εἰςε οὗλα μου νὰ μέλη
ἔχω σὰν ἕνα τρουβέλι·
μοῦ σφυρίζουνε τ' αύτία
κι' ἐδῶ πάντα μία χτυπία
'Σ τσοὺ μηλίγγους μαρτελλᾶδες,
E, per giunta ἔχω σοχάδες·
κάλλιο νὰ ἤμουνα μαμούνι.
 
(Σ' ἕνα παιδὶ ποὺ γελᾷ ἐνῶ αὐτὸς μιλεῖ:)
—Τί γελᾶς, ἐσὺ γουρούνι;
Σοῦ μετράω μὲ τὸ μπαστούνι
Ὅσες σέρνει ὁ κουτσοφλέβαρος
σοῦ μετράω στὴ ράχι ἐσένανε!
Τί σοῦ φαίνεται! μ' ἐμένανε
δὲ γελάει κανεὶς ποτέ!
 
(στὴν ἀδερφή του:)
—Ζαχαρένια μου, ἕνα τε.
Ἔλα δά! σὲ σκουτελούλα·
μπά! καὶ ρούμι! μὰ μία σταλούλα
 
(πρὸς τὸ παιδί:)
—Σοῦ τὴν τρίβω ἐγὼ τὴ μούρη
perchè no?
 
(στὴν ἀδερφή του:)
—κι ἕνα κουλούρι
 
(πρὸς τὸ παιδί:)
—Σίγα, bestia, ἔβγα ἀπ' ἐδῶ!
 
(στὴν ἀδερφή του:)
—Presto, cara· θὲ νὰ ἰδῶ
ἂν μπορῶ νὰ ζεσταθῶ.
Μὰ τί γλήγορα ποὺ βγάνεις
οὗλες τσοὶ δουλιὲς ποὺ πιάνεις!
Μὄρχονται συχνὰ λιγοῦρες·
μυρωδιὰ ἀπὸ τσιποῦρες·
οὔφ
 
(πρὸς τὸ παιδί:)
—καλά, μπρέ, καλά!
 
(στὴν ἀδερφή του:)
—ἔβγαλες τὸ ροὺμ σωστά.
Ἄχ νὰ μοῦ εἶχε τὴν ὑγειά του!
πές μου, ἐπῆε ποτὲ άποκάτου;
ZAXΑΡΕΝΙΑ: Ὄχι ἀπὸ τὰ ψὲς τὸ βράδι.
ΡΟΪΔΗΣ: —Vi dirò καλὸ σημάδι.
Τίγαρις εἰς τὸ κρεββάτι
ἐγὼ ἀπόψε ἔκλεισα μάτι;
οὕλη νύχτα εἶχα στὸ νοῦ μου
τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνιψιοῦ μου.
Τόμου χάσω ἐγὼ τὸν ὕπνο
—δὲ βασταίνω—Μέγα δεῖπνο
αὔριο βράδι στοῦ Reggente;
dà la festa il residente
μ' ἐκαλέσανε καὶ ἐμένα
μὰ τσοὺ βούρλισε ἡ Νοβένα!
πές μου, ἀπόψε πῶς ἐπέρασε
μὲ τὸ γιατρικό;
ΖΑΧ. —Τὸ ξέρασε!
ΡΟΪΔ. Μωρή, τὄλπιζα καὶ τὄπα
μὲ τὸ νοῦ μου... Σώπα... σώπα!
ὁ γιατρὸς ὁ Ταγιαπιέτρας·
μὰ τὸ ναίς, ὁπού 'ναι τέρας·
εἶναι χάρισμα Θεοῦ.
Ταγιαπιέρρας τοῦ κακοῦ!
ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΡΑΣ: Σιὸρ Δοττόρο, καλὴ μέρα.
ΡΟΪΔ. —Μωρέ, γειά σου, Ραγιαπιέρρα,
καρτεροῦμε τσοὺ γιατρούς·
Μπρὲ σὰν ψύχρα τὴν ἀκοῦς;
ΤΑΓ. Maintenant je ne sens rien;
il faut faire en médecin:
il est temps de la finir.
ΡΟΪΔ. Κάνει ψύχρα, vengo a dir
(πιάνει ἔνα κούνουπα)
Ἄχ! τὸν ηὕρηκα, per Bacco!...
ἀρρωστία!... δόμου ταμπάκο.
Μωρέ, γειά σου! εἶναι καλός.
Εἶναι zà ξενωτικὸς
καὶ ποτάζεις καὶ μπερκέτι·
μωρέ, νά καὶ γιόμισέ τη·
ἀγκαλά μου, εἶναι μικρή·
Μπρέ, δὲν ἔχω, Ζαχαρένια
—δὲ μοῦ κάμανε τὰ γένεια—
πέννες, πέννες καὶ χαρτὶ
φέρ' ἐδῶ· φέρε πολύ·
Βλέπεις κιόλις, καρτεροῦμε
τσοὺ γιατροὺς καὶ θὲ νὰ ἰδοῦμε
ριτσεττοῦλες...! Εὐτυχία
Πὄχονε τὰ σπετσαρία!
Καὶ τί ἔρχονται νὰ ποῦνε;
Ζαχαρένια, θὲ νὰ ἰδοῦνε
τί κουσοῦλτο ποὺ θὲ νά ναι!
καὶ τὰ σέκλα θὰ γελᾶνε!
Μὰ γιὰ νὰ γενῇ σωστὸ
κράχτε καὶ τὸ Μαυριανό.
Κράχτε τόνε· τί μοῦ κάνει;
Καὶ τὸ Ζέππο τὸ Ζαυλάνη.
Ναῖσκε, ἂς ἔρθουνε, νὰ ἰδῇς
Καρβελᾶς καὶ Πανταζῆς.
Ἀμμὴ ὁ Βοῦτος, πῶς σοῦ φαίνεται;
Δὲν ἠξέρει τί τοῦ γένεται·
καὶ κορδώνεται,—κοσπέττο!
E quel fatuo di Zorzetto?
Ὁ Μπερέττας... ναὶ... κι' ἐκειὸς
struca, struca, εἶναι γιατρός.
ΤΑΓ. —Les voilà qui viennent; silence:
il faut avoir prudence.
Cher ami, vous êtes un fou.
ΡΟΪΔ. —Τσαμπουνίζεις τοῦ κακοῦ.
 
Ἦρθαν ὅλοι κι' ἐκαθήσανε
καὶ μὲ τρόπο ἐχαιρετήσανε
μὰ ἐκεοὸς δὲν ἀναδεύτηκε
μὰ τσοὺ κοίταξε κι' ἐρεύτηκε.
Τέλος βάνει τὰ γυαλιά του.
 
ΡΟΪΔ. —Ναὶ, σὰν τώρα ἀπάνου κάτου
ἦρθε πέρσι quel Signore
Quell' Inglese viaggiatore
Io l' andavo a salutar.
Ha viaggiato quanto Kook;
Mavenir bisognia ad hoc.
Prima già voglio informar:
è imbrogliato questo affair;
questo affar é imbrogliatissimo.
Καὶ ὁ Καντιότης—Va benissimo.
—Vengo, caro; τὰ συμπτώματα:
περνάει πάντα τ' ἀπογιόματα
μὲ μιὰ σὰ λιμοκαψούλα,
πάντα.... ἀλήθεια λέω, Φιορούλα;
Κι' ἀκούει πόνο ἐδῶ καὶ κλαίει.
[συνεχίζεται...]
<poem>