Το Ιατροσυμβούλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Pelagitsa (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Pelagitsa (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 29:
τὴν ὀμπρέλλα... Μὰ θὰ πῇς
θέλεις κάλλιο νὰ βραχῇς;
Νιάνκα ἐτοῦτο δὲ μοῦ μπαίνει.
Κι' ἔτσι λέοντας κατεβαίνει
κι' ἀπανταίχνει ἐκεῖ ποὺ βγαίνει
ἕνα του σκολιταρούδι.
—Μωρέ, σύ 'σαι ἕνα λουλούδι
κι' ἐγω ἐγίνηκα κουκκούδι.
Δὲν τὰ λέω τὰ περισσότερα
γιατὶ in tondo εἶναι χειρότερα.
Πόσα βάσανα! χιλιάδες;
τρεμουλιό, θέρμη, σοχάδες,
vedi, caro, πῶς εὐτύχησα
ἀγκαλά μου τὰ ἐξεστίχισα
Μὰ zà κάνω ogni sproposito
μέρα νύχτα... Μπά! a proposito,
Vostra madre τί μοῦ κάνει;
Μὲ τὸ μπάρμπα πῶς τὰ βγάνει;
Πόσο πὅχω νὰ τὴ δῶ!
Μωρέ, ἂ δὲν ἔχω καιρό.
Ἔχω ἐκεῖν τ' ἀνιψίδι
ποὺ θὰ λέῃ—Μπρὲ τὸ Ροΐδη
κάποιος θὰ τὸν ἀποκοίμησε!
ναὶ καὶ θέλει μ' ὰπεθύμησε!
Πές τσι pur πὼς τόμου ἀδειάσω
θἄρθω ἐκεῖ νὰ ὁλημεριάσω,
καὶ νὰ βράσῃ ἕνα κοτόπουλο
καὶ νὰ ψήσῃ ἕνα γαλόπουλο.
Ἀγκαλά μου—πίστεψέ μου—
δὲν ἔχω ὄρεξι ποτέ μου,
μὲ χορταίνει ἡ μυρωδία·
μὰ σᾶς κάνω συντροφία.
Κι' ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιόμα
ἀπ' τὸ ἴδιο μου τὸ στόμα
θὲ ν' ἀκούσῃς γιὰ νὰ κλαῖς
οὗλες μου τσὶ συφορές!
ἀγκαλά μου μισοξέρει
ὀ σιὸρ πάρες κάποια μέρη·
μὰ οὗλες, οὗλες θὰ τσοὶ πῶ
καὶ θὲ νὰ τσοὶ ξαναειπῶ
δὲν μπορῶ νὰ τσοὶ ἀπομάνω
δὲν μπορῶ... θὰ ξεθυμάνω...
Νὰ τ'ς ἀκούσῃ ἡ σιόρα μάρε.
Εἶναι gravida, mi pare·
ἂς γεννήσῃ alla buon ora:
rispettabile signora!
Εἶναι ἀρχόντισσα graziosa
εἶναι poi καὶ generosa,
vera dama! τί γελᾷς;
Νὰ μοῦ τὴνε προσκυνᾶς.
Ὄχι δὲν εἶναι τουλούπα,
caro, πέ τσοι τὰ ὅσα σοὖπα.
Νὰ τσὶ πῇς τσὶ σιόρα μάρες
μὰ νὰ μὴν εἶναι ὁ σιὸρ πάρες,
νὰ μοῦ στείλῃ ἐκειὰ τὰ κλήματα.
Addio, caro, προσκυνήματα.
Καὶ τὴ ροῦγα του ὅτι ἀρχίζει.
πάλι ὀπίσω του γυρίζει
Αἴ! κάτ' ἤθελα νὰ πῶ.
Ἄ! γιὰ πές, νὰ σὲ χαρῶ
κείνη ἡ Μωραϊτοπούλα,
ὁποὺ εἴχετε γιὰ δούλα,
εἶναι zà ἀκόμην ἐκεῖ;
ben! τὴν ἔχω γιὰ πιστή.
Γειά σου, μάτια, προσκυνήματα
καὶ θυμήσου γιὰ τὰ κλήματα.
Μὲ τὰ κλήματα στὸ νοῦ του
πάει στὸ σπίτι τ' ἀνιψιοῦ του
κι' εὐθὺς πέφτει στὸ σοφᾶ
λέγοντας—εἶμαι κακά!
εἰςε οὗλα μου νὰ μέλη
ἔχω σὰν ἕνα τρουβέλι·
μοῦ σφυρίζουνε τ' αύτία
κι' ἐδῶ πάντα μία χτυπία
'Σ τσοὺ μηλίγγους μαρτελλᾶδες,
E, per giunta ἔχω σοχάδες·
κάλλιο νὰ ἤμουνα μαμούνι.
[συνεχίζεται...]
<poem>