Τα συχαρίκια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Christina Nicolaou (συζήτηση | Συνεισφορά)
Νέα σελίδα: {{Κεφαλίδα| | τίτλος = Τα συχαρίκια | συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | μεταφραστής= | ενό...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:03, 3 Αυγούστου 2011

Τα συχαρίκια
Συγγραφέας:



Τρεις χαρές είχε την ημέραν εκείνην η κυρα-Γαλάτσαινα του Κασσανδριανού, χήρα του μακαρίτου ομωνύμου πλοιάρχου, αποθανόντος προ τινών ετών πτωχού μετα πολλάς επιχειρήσεις. Η πρώτη ήτο ότι είχε αρραβωνίσει προ ολίγων ημερών την κόρην της, την Μυρσούδα, με καλόν γαμβρόν, τον Βασίλην τον Μπόνον. Η δευτέρα ήτο ότι, σήμερον πρωτοχρονιάν, εώρταζε την εορτην τού ονόματος του ο ίδιος ο γαμβρός της. Η τρίτη ήτο ότι έμελλον να τελεσθώσι την εσπέραν της αυτής ημέρας τα «εμβατίκια» τού γαμβρού εις την οικίαν της.

Η ιδέα τής κυρα-Γαλάτσαινιας ήτον να είχον τελεσθή τα «μβατίκια» αφ’ εσπέρας, την νύκτα τού παλαιού χρόνου προς την ανατολήν του νέου, όπως θα ήτο πρέπον. Αλλά τα συμπεθερικά επέμειναν ν’ αναβληθώσι τα μβατίκια διά την νύκτα της εορτής προς την 2 Ιανουαρίου. Οι λογαρια­σμοί, βλέπετε, των συγγενών του γαμβρού δεν συμφωνούν καθ’ όλα τα μέ­ρη πάντοτε με τούς λογαριασμούς της μητρός της νύμφης. Ο λογαριασμός της κυρα-Γαλάτσαινας έλεγεν ότι, αν ετελούντο τα μβατίκια αφ’ ε­σπέρας της παραμονής, μεθ’ό ο γαμβρός θα ήτο, κατά το έθος, ελεύθε­ρος να επισκέπτηται δις και τρις της ημέρας την αρραβωνιστικήν του εις την οικίαν της (ημπορούσε, μάλιστα, αν ήτον αδιάκριτος, και να το στρώση «κόττα πίττα» εις το σπίτι της νύμφης), η μήτηρ της νύμφης θα εγλύτωνεν από κάμποσα γλυκύσματα και δώρα, τα οποία ήτον υπόχρεως να κουβαλήση εις τας οικίας των συμπεθερικών. Εν πρώτοις, αυτή η εορτή του ονόματος του γαμβρού θα ήγετο εις την οικίαν της νύμφης. Δεν θα ήτο τότε η κυρα-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη να κουβαλήσει ολόκληρον μέγα σινίον μπακλαβά εις την οικίαν της συμπεθέρας της, άλλα μεγάλα ταψία από ζαχαροχαμαλιά και άλλα τραγήματα εις τας οικίας των αδελφών και των θείων του γαμβρού, και συγχρόνως να κερνά αυτή όλην την ημέραν εις την οικίαν της, δια την εορτην του ονόματος, και πάλιν την εσπέραν να έχει άλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια και ακροσφαλή, εις την οικίαν της, όπου θα ετελούντο τα μβατίκια.

Αλλ’ ο λογαριασμός των συμπεθερικών έλεγεν ότι δεν ήτον πρέπον να φύγει από την μητέρα του ο γαμβρός, να εορτάσει την ημέραν της εορτής του, πριν στεφανωθεί ακόμη, εις την οικίαν της νύμφης. Του χρόνου, ότε θα εστεφανώνετο, ας εορτάσει εις την οικίαν της νύμφης, την οποίαν θα έπαιρνεν αυτή προίκα, με γεια της και με χαρά της. Αλλ' εφέτος δια τελευταίαν φοράν, ας μείνει ακόμη πλησίον της μητρός του. Θα ήτο σκάνδαλον να έφευγε.

Τα χαμαλιά «τα κρυφά» τα είχαν φάγει ήδη οι συμπέθεροι όλοι όσον τους επέτρεψε να φάγουν ο ίδιος ο γαμβρός. Διότι αυτός ο γαμβρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίον γανωμένον και στίλβον σινίον γεμάτον από ευώδη και προκλητικά, λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλεν από την ζώνην τον λάζον του, μακράν μάχαιραν την οποίαν έφερε πάντοτε εις την μέσην, και καρφώσας διά μιας τέσσαρα ή πέντε χαμαλιά, ήρχισε να τα καταβροχθίζει, κόπτων αυτά με τους προσθίους οδόν­τας, αλωνίζων με την γλώσσαν, και παραπέμπων αμέσως εις τον ουρανίσκον, χωρίς να τα μασά με τους τραπεζίτας του.

Αι αδελφαί του και οι γαμβροί του τον επέπληξαν δι’ αυτό, άλλ' αυ­τός δεν ενόει τας παρατηρήσεις των. Αυτός δεν ήτο ο γαμβρός; Δική του δεν ήτον η νύμφη; Δικά του και τα προικιά. Δικά του και τα χαμαλιά, και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα. Τα χαμαλιά μάλιστα τοιαύτην είχον συμβολικήν έννοιαν. Διατί τα έλεγαν χαμαλιά; Εσήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήσαν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνεν η πενθερά του, δια να μην τον ιδεί κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνει κανείς.

Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα ήρκουν, και αν επέτρεπεν ο γαμβρός να τα φάγωσιν όλα οι συγγενείς. Τώρα, με τα μβατίκια, ήτον καιρός διά τα άλλα δώρα τα επίσημα. Και τα συμπεθερικά δεν θα εταιριάζοντο ποτέ, εάν η συμπεθέρα ήθελε να τους το «πάει καπότο», οικονομούσα με τρό­πον να εγίνοντο τα μβατίκια αφ’ εσπέρας, διά να δικαιολογηθεί ότι δεν θα εκουβαλούσε νέα πράγματα εις τας πέντε ή έξ οικίας των στενωτέρων συγ­γενών του γαμβρού της, του Βασίλη.

Άλλως, τα φανερά, τα επίσημα, επήγαιναν μαζί με τα μβατίκια, τα οποία ήσαν, αυτό τούτο, φανέρωσις και επισημοποίησις του αρραβώνος, και τα κρυφά ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αναγκαίον εφόδιον και συμπλήρωμα της τελετής του αρραβώνος, της νυκτός εκείνης, καθ’ ην είχε κατορθωθεί

τέλος, μετά πολλά βάσανα, «να δέσουν πανδρειές».


Ω ! αυτές οι πανδρειές! Πόσα φαρμάκια την είχαν ποτίσει την κυρα-Γαλάτσαινα, και πώς της είχαν «ψήσει το ψάρι στα χείλη». Κατόπιν από

την πρώτην προξενιάν, μετά πολλά λόγια και «μαναφούκια» και σκάν­δαλα, ύστερον από πολλά ψι-ψι και πολλές αβανιές και κατηγορίες, αφού ραδιούργα γύναια έβαζαν στα λόγια τον γαμβρόν και τες συμπεθέρες και έψαλλαν πολλά ανάποδα εγκώμια εναντίον της πενθεράς και της νύμφης, κατωρθώθη τέλος να ορισθεί η εσπέρα του Σαββάτου, της δευτέρας ημέρας των Χριστουγέννων, διά να «δέσουν πανδρειές». Η κυρα-Γαλάτσαινα εφύλαττεν άκραν μυστικότητα, αλλ’ όλη η γειτονιά το ήξευρε, σχεδόν σί­γουρα. Εις τους μαχαλάδες, καταλάβατε, εις τους μικρούς τόπους, η μία γειτόνισσα είναι κατάσκοπος της άλλης γειτόνισσας. Οι τοίχοι ακροώνται, τα παράθυρα βλέπουν, αι θύραι μυρίζονται, οι «πετεινοί» των καπνοδόχων σείουν τας λοφιάς με τοιούτον τρόπον ως να κατανεύουν τάχα ότι ενόησαν.

Την εσπέραν του Σαββάτου, ήναψεν η κυρα-Γαλάτσαινα το μέγα οκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, το οποίον ευρίσκετο από τον καιρόν

πού είχε καράβι ο μακαρίτης ο άνδρας της. Είχον συνέλθει εις την οικίαν της ο αδελφός της ο γέρο-Λάζος, και η κυρα-Λάζαινα η νύμφη της, και η Μπόζαινα η αδελφή της, και ο Μπόζας ο γαμβρός της. Οι τέσσαρες, και αυτή, όλοι πέντε, έκαμαν τρεις σταυρούς, κι εξεκίνησαν εις το σκότος της νυκτός.

Εάν δεν ήσαν πέντε θα ήσαν τρεις ή επτά ή εννέα. Μονός αριθμός πρέπει να είναι οι συγγενείς της νύμφης, όσοι θα υπάγουν ν’ ανταλλάξουν

αρραβώνα εις την οικίαν του γαμβρού, όχι ποτέ ζυγός αριθμός. Αγνοώ τον λόγον, και πολλοί τον αγνοούσι,, κατά τον στίχον τού αειμνήστου

Παπαρρηγοπούλου.

Έκαμνε ψύχος και ήτο ελαφρά χιονιά. Επροπορεύετο ο Μπόζας κρα­τών το φανάρι, δευτέρα ήρχετο η κυρα-Γαλάτσαινα φέρουσα τον δίσκον με τα γλυκά, πέντε κούπες το όλον, από κυδώνιον και μύγδαλον και μαστίχαν. Τρίτος ήρχετο ο γερο-Λάζος, κατόπιν η Λαζίτσα η σύζυγός του, και τελευταία η Μπόζαινα.

Ήτο δεκάτη ώρα, και. ήτο ελπίς ότι είχον αποκοιμηθεί όλοι οι γείτονες. Αλλά μόλις κατέβησαν εις το σοκάκι, και πάραυτα ηκούσθη ελαφρός τριγμός παραθύρου υπανοιγομένου. Η γειτόνισσα η Μαριώ η Μπαλωματού υπώπτευε δι’ όλης της ημέρας ότι έμελλε την εσπέραν εκείνην να γίνει ο

αρραβών της Μυρσούδας της κυρα-Γαλάτσαινας. Αι υποψίαι της εκρατύνθησαν πολύ όταν, αφού ενύκτωσεν, ήκουσε και ησθάνθη τον γερο-Λάζον με την συμβίαν του, και τον Μπόζαν με την φαμίλιαν του, ανερχόμενους εις την οικίαν της χήρας του Κασσανδριανού. Επιθυμούσα να βεβαιωθεί, δεν επλάγιασε, μόνον έμεινεν έως τας δέκα παραμονεύουσα, εωσού είδε τα πέντε άτομα με το φανάρι εξερχόμενα εις νυκτερινήν εκδρομήν. Τότε δεν της έμεινε πλέον αμφιβολία, και την επιούσαν, ενώ ο γαμβρός θα ετραγάνιζε, καρφώνων με την μακράν μαχαιράν του, τα κρυφά τα χαμαλιά, αυτή θα διηγείτο το πράγμα εις όλην την γειτονιάν.


Το σπίτι της Μπόναινας ήτο αρκετά μακράν κατά τας διαστάσεις τού χωρίου και κατά το μέτρον με το οποίον εμετρούσαν τας αποστάσεις οι νησιώται, απείχε δηλαδή περί τα διακόσια βήματα. Αφού παρήλθον πολλάς οικίας σκοτεινάς και ησύχους, κατά το φαινόμενον, αλλά των οποίων τα παράθυρα έτριξαν άμα τη προσεγγίσει των, καθώς είχε τρίξει και το παράθυρον της Μαριώς της Μπαλωματούς, οι πέντε αντιπρόσωποι της μνηστής έφθασαν εις έν στενόν και δυσώδες σοκάκι, και άμα εισήλθον εκεί, είδον μέγαν λύχνον να φέγγει από μέσα, από το γυαλί ενός παρα­θύρου έχοντος ανοικτά τα παραθυρόφυλλα. Εκεί ήτο το σπίτι του γαμ­βρού και τους επερίμεναν.

Ανέβησαν εις την οικίαν της Μπόναινας, όπου ευθύς ήνοιξεν η θύρα, και εισήλθον, πρώτος ο Μπόζας, κρατών το φανάριον, δια να είναι καλορρίζικον το ανδρόγυνον, να κάμνη όλο γυιούς, δευτέρα η Λαζίτσα, η νύμφη της Γαλάτσαινας, ήτις είχε λάβει τα γλυκά εις τας χείρας της τώρα, διά να έχει όλο γλύκες και χαρές το ανδρόγυνον. Αυτή, η Λαζίτσα, πολύ νεω­τέρα του ανδρός της, συνέβαινε να έχη αμφότερους τους γονείς της ζώντας, και δι’ αυτό επροτιμήθη να κρατήσει τα γλυκά, διά να έχη πολλήν ζωήν το ανδρόγυνον. Τρίτος εισήλθεν ο γερο-Λάζος, δια να γεράσει το ανδρόγυνον. Τετάρτη εισήλθεν η Μπόζαινα «ανδρογυνάρικα», δια να δείξει την αρμονίαν των δύο φύλων. Πέμπτη και τελευταία εισήλθεν η πενθερά, δια να δείξει την υπακοήν και.την υποταγήν της νύμφης εις τον γαμβρόν.

Η κυρα-Μπόναινα δεν είχε παραλείψει να βάλη «ένα τσεκούρι ανά­ποδα», αλλ’ εις μέρος κρυφόν, όπου να μη φαίνεται, υποκάτω εις τον καναπέν. Τούτο εσήμαινεν ότι, αν υπήρχε και καμμία βασκανία, δεν έπρεπε να τολμήσει να βγει εις το φανερόν και να ενεργήσει. Μετά το «καλώς ήρθατε» και το «καλώς σας ηύραμε», η κυρα-Λάζαινα απέθεσε τον δίσκον με τα γλυκά επί της ετοίμης τραπέζης, και όλοι εκάθισαν με το «καλώς ανταμωθήκαμε». Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας όλοι εσηκώθησαν όρθιοι, και ο γαμβρός, υψηλός ξανθός νέος, φορών τα κυριακάτικα, αφού έκαμε τρεις σταυρούς ενώπιον του εικονοστασίου της οικίας, προσελθών εις την κυρα-Γαλάτσαιναν, έβαλε μετάνοιαν και της ησπάσθη την χείρα, εγχειρίζων άμα αυτή μέγα μεταξωτόν μανδήλιον χρωματιστόν, εις μίαν γωνίαν του οποίου ήσαν κομποδεμένα γυναικείον δακτυλίδιον και ένδεκα χρυσά φλωρία. Συγχρόνως η Γαλάτσαινα τον ησπάσθη εις την παρειάν, και του εφόρεσεν εις τον δάκτυλον της αριστεράς δακτυλίδιον, το οποίον είχε φέρει μαζί της.

Ακολούθως, ο Βασίλης ο Μπόνος επλησίασεν ένα εκαστόν των άλλων τεσσάρων συγγενών της μνηστής, και ασπαζόμενος την δεξιάν των, τους εφίλευσεν ανά εν φλωρίον τρύπιον, με κόκκινην ταινίαν δεμένον, ή ανά μίαν λίραν γαλλικήν η τουρκικήν. Τον καιρόν εκείνον υπήρχον ακόμη εις χείρας του πτωχού λαού φλωρία και λίραι.


Έλαβον όλοι γλυκόν και επίον μαστίχαν η ροσόλιον, ευχηθέντες τα «καλορρίζικα» και τα «τίμια στέφανα». Είτα εστρώθησαν εις το δείπνον, και οι άνδρες έφαγαν καλά, αι δε γυναίκες εγεύθησαν με άκρα χείλη. Και είτα ετέθησαν εις ενέργειαν δύο μεγάλαι φιάλαι οίνου. Και ο μπάρμπα-Λάζος και ο Μπόζας έπιναν γερά, κι επλήθυναν τας ευχάς και τα συγχαρη­τήρια, κι ετραγουδούσαν :


Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μή ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει·


Εις τούτο εκ μέρους του γαμβρού απήντησαν διά του άλλου:


Χίλια καλώς ωρίσατε, φίλοι μ’ αγαπημένοι,

κι από καιρόν χαρούμενοι και καλοκαρδισμενοι.


Ακμαία ήτο η ευθυμία, και υπήρχεν εκατέρωθεν καλή διάθεσις, μόνον έν κακόν σημείον εφάνη, το οποιον έκαμεν όλους να μελαγχολήσουν. Ο γερο-Λάζος, όταν έπινε, συνήθιζε να ομιλεί με πολλάς χειρονομίας. Ένεκα του ελαττώματος τούτου ανέτρεψεν απροσέκτως τον μέγαν λύχνον, επί της τραπέζης του δείπνου. Ο λύχνος έσβησεν, η δε συντροφιά θα έμε­νεν εις τα σκοτεινά, αν δεν υπήρχε το κανδήλιον το καίον ενώπιον των αγίων εικόνων, ως και δύο κηρία αναμμένα επί της εστίας.

Διά να μετριάσει την κακήν εντύπωσιν, ο γερο-Λάζος υπεσχέθη να βαπτίσει αυτός το πρώτον παιδίον, το οποίον θα εγεννάτο εκ του

συνοικε­σίου, και να είναι και γυιός. Αφού είχε χύσει το λάδι, είπεν, αυτός το έβλεπε καλόν σημείον, διότι λάδι θα έχυνε και εις την βάπτισιν του παιδιού.

Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα της οικίας.



Ο μικρός υιός της Γαλάτσαινας, παιδίον εννέα ετών, ο Χρήστος, είχε γελασθεί με χίλια ψεύματα την εσπέραν υπό της μητρός του, ότι ο αρραβών θα ανεβάλλετο διά το άλλο Σάββατον. Είχεν αποκοιμηθεί, αφού έφαγε πολ­λά γλυκά και έλαβεν υπόσχεσιν ότι θα φάγει περισσότερα την επαύριον. Είχε την απαίτησιν να είναι και αυτός εις εκ των ανδρών, όσοι θα επήγαιναν να «δέσουν τις πανδρειές» εις του γαμβρού το σπίτι. Η μήτηρ του, του το υπεσχέθη κατ’ αρχάς, ελπίζουσα ότι θα ήσαν επτά τουλάχιστον οι συγγενείς, όσοι θα πήγαιναν διά την υπόθεσιν. Αλλ’ αφού οι συγγενείς του γαμβρού, οίτινες εκανόνιζον τα τοιαύτα, παρήγγειλαν ότι ο αριθμός ωρίσθη εις πέντε, η Γαλάτσαινα, μη δυναμένη ν’ αφήση άπ’ έξω άλλους ηλι­κιωμένους συγγενείς, ευρέθη εις την ανάγκην ν’ αποκλείσει τον ανήλικον υιόν της.

Ο μικρός απεκοιμήθη, αναμασών τα τόσα γλυκά και τας υποσχέσεις, ενωρίς, πριν έλθωσιν ακόμη εις την οικίαν τα δύο συγγενικά ανδρόγυνα.

Αλλά περί το μεσονύκτιον, αφού εχόρτασε τον ύπνον, εξύπνησε και βλέπει την αδελφήν του, ημιπλαγιασμένην παρά την εστίαν, βλέπουσαν ρεμβωδώς το φθίνον πυρ και μελετώσαν την ιδέαν του γάμου. Η Μυρσούδα δεν είχεν ύπνον, και οι λογισμοί της και τα ξυπνητά όνειρά της, τα οποία επλησίαζαν να γίνουν πράγματα, επετούσαν προς την οικίαν εκείνην του αρραβωνιαστικού της, όπου ευρίσκοντο τώρα η μήτηρ της και οι θείοι και αι θείαι της. Διότι είναι κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθεί άνθρω­πος. Πρέπει να καμαρώνεις και να δαγκώνεις τα χείλη σου, να μη γελάς. Από το σπίτι έξω δεν βγαίνεις, αλλά μόλις θα προβάλεις εις το παράθυρον δια να ποτίσεις την γάστραν με τα λουλούδια, μόλις θα φανείς εις τον εξώστην διά να γεμίσεις το κανάτι νερό από την στάμνα, ευθύς ο κόσμος, δηλαδή οι γειτόνισσες, σου φωνάζουν: «Με τς γειές, Μυρσούδα!» Τότε τι να πεις ; Να κάμεις τον κωφόν; Θα σου το φωνάξουν δυνατώτερα. Να ειπείς «φχαριστώ » ; Θ’ ανοίξεις το στόμα σου, και σαν το ανοίξεις θα γελάσεις χωρίς να θέλεις. Όσο και να καμαρώνεις, θα χαμογελάσεις, δεν μπο­ρείς. Είναι κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθεί άνθρωπος.

Είδε λοιπόν ο μικρός την Μυρσούδαν να ρεμβάζει, και την θέσιν της μητρός του την βλέπει κενήν. Τινάζει τότε το πάπλωμα, πετιέται απάνω, και βάζει τες φωνές. Πού είναι η μάννα; Επήγαν να δέσουν τις πανδρειές, κι αυτόν τον εγέλασαν μες στα μάτια. Η αδελφή του δεν ηξεύρει πώς να ειπεί ψεύματα με πιθανότητα. «Γουρούνα, βρωμούσα!» Την πιάνει από τα μαλλιά. Της τα τραβά δυνατά. Την θανατώνει από τον πόνον. Κλαίει εκείνη και δοκιμάζει να κρατήσει τα χέρια του. Επί τέλους επικαλείται έν ψεύμα εις βοήθειάν της.

Η μητέρα επήγε στην εκκλησία. Θα γίνει πάλιν σήμερα, την Κυριακήν, νύκτα βαθιά η λειτουργία, καθώς προχθές τα Χριστούγεννα.

Είναι τώρα τρεις απ’ τα μεσάνυκτα. Δεν τον εξύπνησε διά να μη τον κρυώσει. Αλλά τώρα-τώρα θα φέξει, και θα πάγει κι αυτός στην εκ­κλησία.

Ο μικρός εκόντευσε να πιστεύσει. Αλλά. κατά συγκυρίαν, βλέπει εκεί, υποκάτω απ’ τα εικονίσματα επί μικρού τραπεζίου, την προσφοράν, που

είχεν η μητέρα του από προχθές φυλαγμένην, διά να την προσφέρει σή­μερον εις την εκκλησίαν. Η προσφορά ήτο εκεί τυλιγμένη εις λευκόν προσόψιον. Αν η μητέρα επήγαινε στην εκκλησία, θα έπαιρνε την προσφο­ράν μαζί της.

— Την εξέχασ’ η μητέρα την προσφορά, εδοκίμασε να ισχυρισθεί η Μυρσούδα.

— Ψέματα λες. Γουρούνα, γουρούνα!

Κι έκαμε πάλι να την αρπάξει από τα μαλλιά.

Η Μυρσούδα έδεσε σφιγκτά το λευκόν τουλουπάνι της, και το κατεβίβασεν έως τα φρύδια, δια να προφύλαξη τα ωραία καστανά μαλλιά της. —Η προσφορά, επανέλαβεν η Μυρσούδα, συγκεντρούσα όλην την γυναικείαν λογικήν εις τον νουν της, η προσφορά έγινε για την ημέραν που

θα δέσουν τις πανδρειές. Αφού απομείναμε αυτό το Σάββατο, τώρα την προσφορά θα την φάμε μείς, κι η μητέρα θα ζύμωσει άλλη το άλλο Σάβ­βατο, για να την πάει στην εκκλησία, για την ημέρα πού θα δέσουν τις πανδρειές.

— Ψέματα, δε με γελάς! γουρούνα!

Είχεν εξασθενήσει πολύ, και ίσως θα επείθετο. Αλλά τότε ενθυμήθη ότι αφ’ εσπέρας υπήρχεν επάνω εις το ίδιον τραπέζι μέγας δίσκος, και ο

δίσκος αυτός έλειπε τώρα απ’ εκεί. Εκ τούτου οδηγούμενος, εκοίταξεν επάνω εις το ράφι, και είδεν ότι έλειπαν απ’ εκεί αι πέντε ή έξ κούπες του γλυκού, οπού υπήρχαν το βράδυ.

Τότε ο μικρός έβαλεν αγρίαν κραυγήν, και ήρπασε τα δύο κλώνια ή τα άκρα του κεφαλόδεσμου της αδελφής του, προσπαθών να την

ξεμανδηλώσει.

— Ψεύτρα! γουρούνα! πήγαν να δέσουν τις πανδρειές.

Ο μικρός εφόρεσε το ένδυμά του, κι εζήτησε να φύγει. Ήθελε να υπάγει και αυτός εις την οικίαν του γαμβρού. Εν τη παραφορά του δεν εφοβείτο πλέον ούτε τους σκαλικαντζάρους, ούτε τα φαντάσματα.

Η αδελφή του κλαίει, φοβείται να μείνει μοναχή της. Ο μικρός δεν την ακούει, ανοίγει την θύραν, εξέρχεται. Εκείνη τρέχει κατόπιν του. Ε­κείνος γυρίζει.

— Άναψε μου το φανάρι, τώρα ευθύς, γιατί. . .

Και την εφοβέριζε με τον γρόνθον.

— Το φανάρι το επήρε η μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ’, πού θα πας; Τώρα, όπου να είναι θα ’ρθούνε πίσω.

Του έλεγε πολλά, αλλ’ εκείνος επέμενεν. Ίσως επί τέλους ο φόβος των σκαλικαντζάρων, θα τον έκαμνε να γυρίσει πίσω, αφού έκαμνεν ολίγα βήμα­τα εις τον δρόμον, αλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, κάτω από τον εξώστην.

— Τι έχετε, θα πώ ; έλεγεν η φωνή.

— Θεια-Χρυσή, δεν ακούς ; είπεν η Μυρσούδα. Θέλει να πάει στις πανδρειές.

Η θεια-Χρυσή ήτο πτωχή και έρημη χήρα, κατοικούσα εις μικρόν θάλαμον, εις το ισόγειον της οικίας. Ήξευρε τα περί του αρραβώνος, και ηγάπα την κόρην και την μητέρα της. Ήτο δε μακρινή συγγενής του γαμβρού.

— Για να σου πω, παιδί μου Μυρσούδα, είπεν˙ ήρθε κανένας απ’ το σπίτι, του γαμβρού να σου πάρει τα σ’χαρίκια ;

— Όχι.

— Πώς ξέχασαν οι μουρλοί ! Για να σου πω, έχω εγώ ένα μικρό φα­ναράκι, τώρα το ανάφτω, και να πάμε μαζί με το Χρήστο, και να ’ρθω πίσω να σ’ πάρω τα σ’χαρίκια. Κλειδώσου μες στο σπίτι και μη φοβάσαι.


Έκρουσαν την θύραν της οικίας της Μπόναινας. Ο Χρήστος έγινε δεκτός, διότι αφού εδέθησαν πλέον οι αρραβώνες, ήτο πλέον αδιάφορον αν ήρχοντο και άλλοι, περιττοί η άρτιοι.

Έφίλησαν την θεια-Χρυσή, ήτις τους συνεχάρη πρώτη, και επανελθούσα μόνη μετ’ ολίγα λεπτά, επήρε τα συχαρίκια της Μυρσούδας, ήτις την

«ασήμωσεν», ήτοι της έδωκεν αργυρούν νόμισμα.

Η ημέρα του Αγίου Βασιλείου εωρτάσθη καλώς εις τας οικίας της μιας και της άλλης συμπεθέρας. Η Μυρσούδα δεν επρόφθανε να φτιάνει φουσκάκια (ή λοκμάδες) από πρωίας μέχρι μεσημβρίας. Η κυρα-Γαλάτσαινα δεν επρόφθανε να φιλεύει όλον τον κόσμον φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκό και μεγάλες σταφίδες από ραζακί σταφύλι. Μερικοί από τους επισκέπτας ήρχοντο δις και τρις, λέγοντες ότι η πρώτη φορά ήτο δια τον αρραβώνα, η δευτέρα διά την εορτήν του γαμβρού και η τρίτη δια τα «μβατίκια».

Τα «μβατίκια» διεξήχθησαν λαμπρώς. Έρραναν τον γαμβρόν με κοφέτα και με ορύζιον, μέγα συμπόσιον παρετέθη, και ο γερο-Λάζος, όστις επρόσεχε πλέον εις τας χειρονομίας του, έκαμε τόσον κέφι, ώστε μεταξύ δύο τραγουδιών εκάστοτε δεν έπαυε να φωνάζει:

— Ας φέξει!