Η πεποικιλμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις = '''''Σημειώσεις από την ενότητα "Κριτικά υπομνήματα" των Απάντων Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (Χρήστος Γιοβάνης - Αθηναϊκαί Εκδόσεις):''' Γραμμένο στὰ 1909, πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικό Ν έ α Ζ ω ή (Ἀλεξανδρείας) τόμ. ΣΤ' 1909, σελ 24-31, ἀπ' ὅπου τὸ πήραμε στὴν ἔκδοση ἐτούτη. Περάστηκε καὶ στὴν ἔκδοση Φέξη, στὸν τόμο Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Ἀθ. 1912. Τὸ διήγημα αὐτό, ὅπου περιγράφει πῶς ἀνέβηκε στὴν Κεχριὰ στὰ Ενιάμερα τῆς Παναγίας γιὰ νὰ ψάλει τὸ περίφημο τροπάρι τοῦ μελωδοῦ Κοσμᾶ 'Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ...', ἀπ' ὅπου καὶ ὁ τίτλος τοῦ ἔργου, εἶναι γεμάτο ἀπὸ ψυχική ἀνάταση, μιὰν ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικῆς χαρᾶς καὶ προσδοκίας, μιὰ μουσικὴ θείας εὐφροσύνης, ἀληθινὴ ποίηση μέσα στὴ νύχτα, μέσα στὰ δροσερὰ φαράγγια. Μέσα στὴν κρουσταλλένια σιωπὴ ὁδοιπορεῖ μετάρσιος, χάνει τὸ δρόμο, περπατεῖ μὲ κερί, ἀγναντεύει, μεταρσιώνεται ψυχικά, τέλος ἀνεβαίνει καὶ σβύνει τὸν καημὸ του μὲ τὸ ἑωθινὸ ψάλσιμο τῆς Πεποικιλμένης. Τὸ περιστατικό εἶναι πραγματικό πραγματικὰ καὶ τὰ πρόσωπα, καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στὸ ἀφήγημα. Ὁ Γιώργης τοῦ Μπονακάκι, νεαρὸς τότε ψάλτης, εἶναι ὁ σημερινὸς γηραιὸς παπὰς τῆς Σκιάθου, ὁ λάτρης τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ φυλάει στὴν ἐκκλησιὰ τὴν κάρα του καὶ τήν ἔχει ἁγιοποιήσει. Ὅλο τὸ ἱστορικὸ τὸ θυμᾶται ὁ παπα-Γιώργης Μπονάκης καὶ τὸ μαρτυρεῖ ἀπ' τὶς ὁλοζώντανες ἀναμνήσεις του.''
}}
 
Γραμμή 108:
 
Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλλίτερ' ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει, ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλλίτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ' εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρόμοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακὸν καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσει, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν ὡς εἰκὸς τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ' ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσον μου).
 
Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρὶ κι ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν, ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβυσε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δέν ἠξεύρω ποῦ καὶ ἵππευσε καὶ πάλιν.
 
Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὡστόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο, ὅτι ἐβλέπομεν κάτι ν' ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι. Μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ κατακλεισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν. Πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρός, οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὔψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν' ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ' ἐγὼ ἐνθυμούμην, ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβυναν πρὶν ν' ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν' ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβυσε τὸ ἀεράκι.
 
Τέλος ὁ παπὰς - τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλάτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω - μᾶς ᾐσθάνθη, ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν - διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]