Η πεποικιλμένη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6:
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις = [Από την ενότητα των ] Γραμμένο στὰ 1909, πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικό Ν έ α Ζ ω ή (Ἀλεξανδρείας) τόμ. ΣΤ' 1909, σελ 24-31, ἀπ' ὅπου τὸ πήραμε στὴν ἔκδοση ἐτούτη. Περάστηκε καὶ στὴν ἔκδοση Φέξη, στὸν τόμο Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Ἀθ. 1912. Τὸ διήγημα αὐτό, ὅπου περιγράφει πῶς ἀνέβηκε στὴν Κεχριὰ στὰ Ενιάμερα τῆς Παναγίας γιὰ νὰ ψάλει τὸ περίφημο τροπάρι τοῦ μελωδοῦ Κοσμᾶ 'Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ...', ἀπ' ὅπου καὶ ὁ τίτλος τοῦ ἔργου, εἶναι γεμάτο ἀπὸ ψυχική ἀνάταση, μιὰν ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικῆς χαρᾶς καὶ προσδοκίας, μιὰ μουσικὴ θείας εὐφροσύνης, ἀληθινὴ ποίηση μέσα στὴ νύχτα, μέσα στὰ δροσερὰ φαράγγια. Μέσα στὴν κρουσταλλένια σιωπὴ ὁδοιπορεῖ μετάρσιος, χάνει τὸ δρόμο, περπατεῖ μὲ κερί, ἀγναντεύει, μεταρσιώνεται ψυχικά, τέλος ἀνεβαίνει καὶ σβύνει τὸν καημὸ του μὲ τὸ ἑωθνιὸ ψάλσιμο τῆς Πεποικιλμένης. Τὸ περιστατικό εἶναι πραγματικό πραγματικὰ καὶ τὰ πρόσωπα, καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στὸ ἀφήγημα. Ὁ Γιώργης τοῦ Μπονακάκι, νεαρὸς τότε ψάλτης, εἶναι ὁ σημερινὸς γηραιὸς παπὰς τῆς Σκιάθου, ὁ λάτρης τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ φυλάει στὴν ἐκκλησιὰ τὴν κάρα του καὶ τήν ἔχει ἁγιοποιήσει. Ὅλο τὸ ἱστορικὸ τὸ θυμᾶται ὁ παπα-Γιώργης Μπονάκης καὶ τὸ μαρτυρεῖ ἀπ' τὶς ὁλοζώντανες ἀναμνήσεις του.
| σημειώσεις = Γραμμένο στα 1909, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ζωή (Αλεξανδρείας) τόμ. ΣΤ' 1909, σελ 24-31.
}}
 
Γραμμή 108:
 
 
Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ'ἕνα φανάρι, κι ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνα της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν, ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.
 
 
- Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα. Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.
 
- Πᾶμε μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε.
 
 
Ἐσηκώθη κι ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῶον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἤ τοῦ Κυρίου).
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]