Κατηγορία:Διηγήματα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 22:
Έτσι τελειώνει η λυπητερή ετούτη ιστορία, που αφήνει συμπέρασμα ότι -όταν η οργή κυριεύει τον άνθρωπο, πρεπει αυτός να είναι εγκρατής, δεν πρεπει να αναθεματίζει, ούτε να καταριέται, είναι αυτά αμαρτίες από τις πιο μεγάλες, που κάποτε ούτε και ο ίδιος ο θεός δεν τις αντέχει, και ρίχνει βαριά την τιμωρία του, ώστε οι άλλοι να βλέπουν και να συνετίζονται-
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΛΑΣ
Γραμμή 30 ⟶ 31 :
Επέρασε καιρός, η χήρα δεν ξανα παραπονέθηκε, ώσπου καποια φορά κάποιος βρέθηκε νεκρός με πρόσωπο που έδειχνε να πήρε μεγαλη τρομάρα και να πέθανε από το φόβο του. Το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά καιρούς τον επόμενο καιρό, οπότε ο Παπαγιάννης σκέφτηκε μην και δεν εγινε τίποτα με τον πεθαμένο Χασάπη όταν τον ξορκισαν, μήπως και βρικολάκιασε και έβγαινε τις νύχτες και σκότωνε τον κοσμο. Φωνάζει το λοιπόν τον νεκροθάφτη, πάνε στο νεκροταφείο και ξανα σκάβουν τον τάφο, και ως ήταν σίγουρος ο παπάς, βρήκαν τον πεθαμένο Χασάπη να μην έχει λιώσει, να είναι ως ακριβώς σαν πέθανε. Αφου τον ξέθαψαν, τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι, και είπε ο παπάς στον νεκροθάφτη να φύγει, αυτός θα έπαιρνε το κουφάρι να το θάψει μακριά, σε άλλο τόπο, ώστε να γλυτώσει έτσι το χωριό, ως του είπε. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανασυνέβηκε τίποτα, ο βουρκόλακας χάθηκε, σιγά σιγά όλοι στο χωριό ξαναβρήκαν την ηρεμία τους. Ο παπά Γιάννης ισχυρίστηκε ότι μετέφερε και έθαψε το πτώμα σε ένα νεκροταφείο μακρινό ενός εγκαταλελειμμένου χωριού, αλλά ήταν κρυφό μυστικό και σίγουρο ότι ο παπάς που ήξερε πολλά για δεισιδαιμονίες, και δαίμονες σίγουρα έκαψε το πτώμα, και ύστερα σκόρπισε τη στάχτη σε όλους τους ανέμους, ώστε να μην υπάρξει περίπτωση να επανέλθει ο Βουρκόλακας που είχε καταντήσει τέτοιος, ως σκέφτηκε ο παπάς, λογω της φρίκης του πολέμου που βίωσε σαν έσφαζε κατά δεκάδες τους Τούρκους κατακτητές.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
 
Γραμμή 43 ⟶ 44 :
Ενώ συνομιλούσαν επέρασε η ώρα, ήρθε το απόγιομα, οπότε πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει και να τρικυμίζει, και έμειναν σε έκσταση να κοιτάζουν και να αναμένουν το θαύμα του Θεού. Σε λίγο ο ορίζοντας καθάρισε, και είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν πανω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών, ένα καΐκι αραγμένο, σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Ήταν το καΐκι του Αλί Αγά, που το παρέσυραν προς τα πίσω τα κύματα, και το προσάραξαν στις ξέρες του Φερφουρή. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των σκλάβων έξω στη στεριά. Μονομιάς πάνε οι άνθρωποι του μεγάλου τσιφλικά και ανεβαίνουν στο καΐκι, συλλαμβάνουν τους κλέφτες και τον αρχηγό τους, και ελευθερώνουν την μικρή νέγρα…
Ευχαριστημένος ο ήρωας της ιστορίας μας, πίστεψε στον δικό μας Θεό, βαφτίστηκε Χριστιανός, και έβαλε τους σκλάβους του και έκτισαν ένα όμορφο ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα, πανω στο ύψωμα, εκεί που κάθισαν και αγνάντευαν τον ορίζοντα της θάλασσας και ανάμεναν ώσπου εγινε το θαύμα.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
 
Γραμμή 51 ⟶ 54 :
Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, εσυνέβη ακριβώς το ίδιο ως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τον αέρα να μην πηγαίνει στα πνευμόνια του. Ανήσυχος πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι τον ήθελε ο Χάρος. Τον εκυρίευσε φόβος πολύς, άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και οσο περνούσε ο καιρός, αυτή η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες ημέρες ακόμα, δεν ξανάδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και πιο ταχτικά, τόσο στον ύπνο του οσο και στον ξύπνιο του, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον κυριάρχησε, το πήρε αποφαση ότι του τελείωσε η ζωή, και για παρηγοριά εστράφη προς τον Θεό για νάβρει κουράγιο και δύναμη. Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η κόρη του η νοσοκόμα, και ήταν ξαπλωμένος με οξυγόνα στη μύτη ώστε να μπορεί να αναπνέει. Η γυναίκα του η Μαρούλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά, ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα. Τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε, και αυτός ως να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του, ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει απο το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από αυτήν φαινόταν εντός της ένα άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει ως φύλακας και να παρατηρεί. Σαν κόντεψαν, σίγουρος πλέον ότι πήγαινε στην άλλη τη άλλη ζωή, ακούει τον φύλακα της πύλης να του ομιλεί και να του λαλεί να γυρίσει πίσω γιατί δεν άνηκε εδώ, παρά εκεί από όπου ήρθε... Ένιωσε εντός του ευχαρίστηση, και μαζί με τον Αϊ Γιώργη πήρανε τον δρόμο του γυρισμού. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του, ένιωθε αέρινος και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τους ειδεί. Είχε τον Αϊ Γιώργη δίπλα του να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει. Και ξάφνου ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ερωτά γιατί χαμογελά…
Εγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την ημέρα, κάθε 23 τ Απρίλη, πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και υστερα με όποιον συνομιλεί, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
 
Γραμμή 59 ⟶ 64 :
Πέρασαν 40 ημέρες, ήρθε η μέρα του μνημόσυνου. Πήγε στην εκκλησιά, άκουσε τις ψαλμωδίες, ως να ένιωσε μέσα του και πάλιν τον θεό, ως να ένιωσε μια γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν οι 40 ημέρες, όσες δηλαδή μια ψυχή παραμένει στην γη κατά την θρησκεία μας. Επήγε επί τέλους η καλή του σε τόπο αναπαύσεως, δίπλα στο θεό, στον παράδεισο, εκεί που άνηκε, ήταν σίγουρος. Από εκείνη την ημέρα ο άνθρωπος μας, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε άλλη κοπέλα για να ειδεί, αφιερώθηκε εις τον Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του, και είναι έως σήμερα ευχαριστημένος για τις επιλογές του.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
Η ΑΝΕΡΑΔΑ
Από τη Ράς Τανούρα της Σαουδικής Αραβίας φορτώσαμε πετρέλαιο και κινήσαμε με οικονομική ταχύτητα για το Κέιπ Τάουν. Ήταν ένα ταξίδι που διήρκησε ένα μήνα, άλλοτε με μεγάλες τρικυμίες και πολλά μποφόρ που δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε, και άλλοτε με νύχτες πανσέληνες και με θάλασσα γαλήνια, ενώ εμείς οι ναυτικοί στην κουβέρτα να αναπολούμε και να νοσταλγούμε. Ήταν μια τέτοια νύχτα που τέλειωσα την βάρδια στη μηχανή και βγήκα από την ζέστα του ατμού στο κατάστρωμα να ανασάνω δροσερό αέρα. Ήταν νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι, ήταν ο ουρανός σκοτεινός και κατάμαυρος, αλλά η θάλασσα φωσφόριζε, ήταν κάτασπρη και φεγγοβολούσε, μια απέραντη επιφάνεια ώσπου έφτανε το μάτι, κάτι παράξενο και ανεξήγητο, ένα όμορφο αινιγματικό θέαμα που προκαλούσε δέος και ανατριχίλα. Είμαι χαρακτήρας που θέλω όλα να τα γνωρίζω, όλα να τα εξηγώ. Δεν ξέρω ακόμα ύστερα από τόσα χρόνια αν υπάρχει εξήγηση για τέτοια φαινόμενα, οσο και αν έψαξα και ρώτησα, δεν βρήκα απάντηση για τέτοιο γεγονός. Ήταν ένας από τους θερμαστές νησιώτης, και πέραν των εξήντα ετών. Είχε ξεμπαρκάρει και ζούσε ήσυχα στο νησί του, αλλά μη αντέχοντας την ησυχία, κατάφερε και ξαναμπάρκαρε ασχέτως ηλικίας. Όποιος κουβεντιάζει με γεροντότερους πάντα μαθαίνει καινούργια πραγματα. Ούτε αυτός είχε εξήγηση. Το μόνο που ήξερε, είπε, ήταν η ιστορία της Ανεράδας στο νησί του, που όποτε βγαίνει από τον βυθό της θάλασσας και περπατά στα κύματα, και παει να έβρει τον καλόν της τον καπετάνιο τον Γιωρκή, τότε συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο, ασπρίζει η θάλασσα, και σκοτεινιάζει όλη η υπόλοιπη πλάση… 'Ηταν ο Γιωρκής εργάτης στο καρνάγιο, αλλα το πρόβλημα του ήταν που δεν του άρεσε να δουλεύει και να φτιάχνει καΐκια, αλλά ήθελε να είναι πανω σε αυτά και να ταξιδεύει με αυτά. Αποζητούσε την περιπέτεια στα κύματα, αγαπούσε τη θάλασσα, λες και τον καλούσαν οι σειρήνες και οι Ανεράδες. Έτσι μπάρκαρε, πέρασαν τα χρόνια, και σαν καπετάνιος πια, ταξίδευε μακριά στην Πόλη και τη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν όμως ο κόλπος της Ανεράδας το λιμάνι του, το καρνάγιο του, το σπίτι του. Ταξίδευε, ήταν τα ταξίδια η ζωή του, αλλά πάντα γυρνούσε στο καρνάγιο του. Είχε εκεί το κονάκι του και την γυναίκα του που τον καρτερούσε πάντα αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Του είχε μεγαλη αγάπη, ήταν ο καπετάνιος της. Και ήταν η γυναίκα του πανέμορφη, και όλοι ζήλευαν τον καπετάνιο και την καλή του τύχη... Μια καταραμένη και σκοτεινή νύχτα όμως, το καΐκι του Γιωρκή χάθηκε σε καταιγίδα. Μέρες περίμεναν να μάθουν νέα οι στεριανοί, αλλά παντού σιωπή. Όσοι γνώριζαν για ταξίδια και μπάρκα, κανείς δεν μπορούσε να δώσει ελπίδα για ζωή. Η γυναίκα του που δεν ήθελε να το πιστέψει, για πολύ καιρό τον έκλαιγε, ώσπου δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της. Στο σπίτι της δεν την εύρισκε κανείς, ήταν πάντα στο γιαλό και αγνάντευε, και καρτερούσε, και έκλαιγε και παρηγοριά δεν εύρισκε. Ώσπου μια μέρα , μιαν αυγή, άκουσε τις Ανεράδες και τις σειρήνες της θάλασσας να την καλούν, και αυτή με ξέπλεκα μαλλιά και χαμογελώντας, περπάτησε στα κύματα να πάει νάβρει τον καλό της, γιατί μόνη δεν μπορούσε να ζήσει. Όσοι βρέθηκαν στο γιαλό την είδαν να περπατά και να χάνεται στην απέραντη θάλασσα και στο σκοτεινό βυθό της. Από τότε έχουν να λένε γι αυτήν τη Ανεράδα που περπάτησε στα κύματα, που χάθηκε στα βάθη της θάλασσας αναζητώντας το Γιωρκή, την μοναδική της αγάπη. Από τότε ο κόλπος ονομάστηκε ακρογιαλιά της Ανεράδας, και κάθε που δεν έχει φεγγάρι, ούτε άστρα και είναι ο ουρανός σκοτεινιασμένος και η θάλασσα γαληνεμένη, βγαίνει απο τα βάθη της άσπρο μεγαλόπρεπο φως, οπως το φώσφορο, και τότες κάποιοι άνθρωποι μπορούν να δουν την Ανεράδα ντυμένη στα άσπρα να περπατεί και να χάνεται μέσα στα κύματα.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
 
Γραμμή 72 ⟶ 81 :
Πήρε μεγάλο φόβο η Μαρία, ασυναίσθητα άρχισε να επικαλείται την Παναγία, και ξάφνου όλα πέρασαν, δεν εσυνέβαινε τίποτα, ήσαν όλα όπως και πριν. Από εκεινη την ημερα δεν ξαναπέρασε από το ιδιο σημείο.
Δεν ηξέρω αν πιστεύω σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά πιστεύω την γριά πλέον Μαρία που μου εδιηγήθηκε την ιστορία, και η οποία είναι σηγγενής μου, και την ηξεύρω πολύ καλά.
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
 
Γραμμή 82 ⟶ 93 :
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα που την έλεγαν Στασού. Ήταν 17 χρονών, από φτωχή οικογένεια, και μοναχοκόρη. Στα καλά καθούμενα κει που μαγείρευε για τον κύρη της και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη. Οι γονείς και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν, την άλλη μέρα δε, αφου της φόρεσαν την καλή της φορεσιά και ετοιμάζονταν για την κηδεία, αυτή σηκώθηκε ξαφνικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, απλά ως να κοιμόταν. Όλοι χαρήκαν και όλοι κλαίανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά τους, αυτή τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε "πάει" σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία. Έμεινε λίγο διάστημα με κάποιον άγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει στον άγγελο που την συνόδευε ότι έκανε λάθος, δεν ήταν αυτή την Στασου που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην άλλη γειτονιά. Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην πάνω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά
 
Συγγραφέας, Κυριάκος Ταπακούδης
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ