Κατηγορία:Διηγήματα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
 
Η ΚΑΤΑΡΑ
 
Σε αυτή μου την ιστόρηση δεν αναφέρω ονόματα, έτσι ήταν η επιθυμία των συγγενών εμπλεκομένων προσώπων.
Στην Χλώρακα τα παλιά χρόνια, ήταν ένας παπάς που γεννήθηκε και έζησε τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ήταν προσηλωμένος και πολύ αυστηρός στα ιερά και στα όσια, αλλά ήταν αυστηρότερος σε σχέση με τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, και ειδικότερα στις οικογενειακές καταβολές. Όλα αυτά του είχαν γίνει βίωμα και έμμονη ιδέα τόσο, που καμιά φορά θέλοντας να τα εφαρμόσει γινόταν άδικος νομίζοντας ότι είναι δίκαιος. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και στην περίπτωση που θα εξιστορήσω σε αυτή μου την διήγηση, μια συμπεριφορά που του σημάδεψε ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή, μια ζωή με τύψεις και στενοχώρια που του προκαλούσαν οι θύμησες κάνοντας τον να υποφέρει για το μεγάλο κακό που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά του κατά πως πίστευε. Και υπέφερε τριπλά γιατί ήταν μια υπόθεση αποτέλεσμα κατάρας δικής του ενάντια σε συγχωριανή του, ώστε να την εύρη κακό, που τελικά την βρήκε, αλλά που ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δεν το άντεξε ούτε η Παναγία και του το αντιγύρισε ώστε να τον τιμωρήσει και να τον συνετίσει. Ήταν μια κατάρα που αποτέλεσμα αυτής πλήρωσαν την αμαρτία του δυο αθώα παιδιά, ο γιος της χωριανής γυναίκας, και ο γιος ο δικός του. Που ο ένας γεννήθηκε κουτσός και παραμορφωμένος, ενώ ο άλλος στα καλά καθούμενα σαν ήταν καλά έπαθε επιληψία, που στο χρόνο που περνούσε χειροτέρευε συνέχεια, ώσπου τον έπνιξε και τον σκότωσε πανω στο άνθος της νιότης του. Τους έβλεπε ο παπάς να υποφέρουν σωματικά, ενώ αυτός ανήμπορος υπέφερε όχι σωματικά, αλλά στην ψυχή, στο μυαλό στην καρδιά και στη συνείδηση. Πίστευε ότι του έστρεψε την κατάρα πίσω η Παναγία, έτσι ισχυριζόταν, το είδε στον ύπνο του, το πίστευε, του φανερώθηκε η παναγία κατά πως έλεγε. Ήταν δε αυτό το χειρότερο, γιατί ήταν πιστός λάτρης του Θεού και της θρησκείας, ήταν ιερέας, είχε υποπέσει σε μεγάλο αμάρτημα. Ως εκ τούτου, σε όλη την υπόλοιπη του ζωή μέρα νύχτα μαράζωνε και παρακαλούσε την Παναγία να τον ελεήσει και να του δώσει συγχώρεση.
Γραμμή 22 ⟶ 21 :
Πέρασε ακόμα λίγος καιρός, μια καλή μέρα μιας Λαμπρής που περπατούσε ο άρρωστος νέος να παει στην εκκλησία, τον έπιασε η κρίση, έβγαλε αφρούς, πλημμύρισαν τα πνεμόνια του, πνίγηκε, πέθανε. Είχε μικρη ηλικία, ήταν κοντά στα είκοσι, δεν χάρηκε τη ζωή. Ο θεός για να τιμωρήσει την κακία, χρησιμοποίησε αυτόν. Τον πήρε κοντά του ενώ δεν έφταιγε σε τίποτα, θα πήγαινε στον Παράδεισο έλπιζε και προσευχόταν ο παπάς.
Έτσι τελειώνει η λυπητερή ετούτη ιστορία, που αφήνει συμπέρασμα ότι -όταν η οργή κυριεύει τον άνθρωπο, πρεπει αυτός να είναι εγκρατής, δεν πρεπει να αναθεματίζει, ούτε να καταριέται, είναι αυτά αμαρτίες από τις πιο μεγάλες, που κάποτε ούτε και ο ίδιος ο θεός δεν τις αντέχει, και ρίχνει βαριά την τιμωρία του, ώστε οι άλλοι να βλέπουν και να συνετίζονται-
 
 
Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΛΑΣ
Είναι μια ιστορία ανατριχιαστική που μου την είπε ένας χωριανός, που σε αυτόν την είπε ένας άλλος, και σε αυτόν ένας παλιός νεκροθάφτης του χωριού, που την είχε βιώσει με τον παπαΓιάννη, τον παπά της κοινότητας της Χλώρακας που έζησε περιπου την εποχή της Ελληνικής επανάστασης το 1821. Ίσως είναι αληθινή, ίσως με το πέρασμα του χρόνου να έχει αλλάξει μερικώς, ή και εξ ολοκλήρου ως συμβαίνει συνήθως για ιστορίες που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα δια μέσου των αιώνων. Είναι μια ιστορία ενδιαφέρουσα την οποία καταγράφω ώστε να υπάρχει σε λόγο γραπτό για τις επόμενες γενιές.
Για την εποχή ετούτη, υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για Κύπριους αγωνιστές που πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους αδελφούς Έλληνες και ενάντια στους Τούρκους Οθωμανούς στην μακρινή Ελλάδα εκείνης της εποχής, κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση αυτή των Κυπρίων αγωνιστών βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την επιστροφή αυτών που επέζησαν, μαζί με αυτους ήρθαν και ορισμένοι Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ένας εξ αυτών, -φίλος ενός αγωνιστή της επαναστάσεως, του Γιάννη Πασαπόρτη εκ Κοίλης, ο οποίος πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου και που εγύρισε μετά τη λήξη του Αγώνα στην Κύπρο-, ήρθε μαζί του. Λέγανε γι αυτόν ιστορίες αλλόκοτες, για την αντρειοσύνη και την παλικαριά του, αποκαλούσε δε ο ίδιος τον εαυτό του, Χασάπη, γιατί είχε σφάξει πολλούς Τούρκους. Ήρθε εδώ για να συνεχίσει τον αγώνα του ενάντια στους Τούρκους, να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος. Είχε ένα πρόσωπο φοβερό, και ύφος τολμηρό, που έκανε όλους να φοβούνται. Φαινόταν αμέσως ότι επρόκειτο για πολεμιστή ανίκητο και για αλύπητο. Τον πρώτο καιρό ήταν απόμακρος και φοβερός, πολλοι τον απέφευγαν, γυρνούσε στα καφενεία και στους αγρούς, όλοι του έδιναν φαγητό και κάτι τί, γυρνούσε όλα τα χωριά, έτσι περνούσε ο καιρός. Καποια φορά στη Χλώρακα, συνάντησε μια κοπελιά που του άρεσε, την ζήτησε σε γάμο, -ως ήταν φυσικό από το φόβο που προκαλούσε, του την έδωσαν με ευχές-, την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε. Έπρεπε να δουλέψει, διάλεξε το επάγγελμα του Χασάπη που ήξερε καλά, τέχνη την οποία εξασκούσε με περίσσια επιτυχία πανω στα Τούρκικα εχθρικά κορμιά τον καιρό της επανάστασης… Ήταν η γυναίκα του ως φαίνεται εξαιρετική, διότι ο Χασάπης –αυτό τελικά του έμεινε για όνομα- άλλαξε, εγινε πολύ προσιτός σε όλους, εγινε καλός νοικοκύρης, νοιαζόταν μονο για τη δουλειά του και το σπίτι του, αγαπούσε δε την γυναίκα του υπερβολικά.
Ο καιρός επέρασε… Όλοι λέγανε γι αυτόν τα καλύτερα, το μονο ναϊπι που είχε, στην εκκλησιά του χωριού για μοναδική φορά που επήγε ήταν για να παντρευτεί, και άλλη μια φορά που τον επήγαν σηκωτό για να τον θάψουν… Ένα απόγευμα που γυρνούσε σπίτι του, ενώ περπατούσε, τον έπιασε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Άλλοι στεναχωρήθηκαν, άλλοι όχι, τον έκλαψαν, τον έθαψαν τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική διήγηση από τον Παπαγιάννη, όπως την εκμυστηρεύτηκε στον νεκροθάφτη αργότερα, ζητώντας την βοήθεια του για να κάνουν αυτό που έκαναν…Η γυναίκα του πεθαμένου ήρθε και του εξομολογήθηκε πώς είδε τον άντρα της σαράντα ημέρες ύστερα από την κηδεία του. Παρουσιάστηκε σε αυτήν, όπως ήταν και στη ζωή. Ερχόταν στο σπίτι, έσαζε τον κήπο, έβγαζε νερό από το λάκκο, τσαππούσε το χωράφι. Ύστερα από κάμποσο καιρό τρομοκρατημένη, πήγε στον παπά. Ακούοντας την, και έχοντας ακούσει για διάφορες άλλες ιστοριες δεισιδαιμονίες που συνέβησαν παλιότερα, παει ο παπάς στον νεκροθάφτη, αφου προηγουμένως πήρε άδεια από τον μητροπολίτη της Πάφου Χαρίτων, διάβασε μερικές ευχές και ύστερα ξέθαψαν το νεκρό. Βρήκαν το πτώμα να μην έχει λιώσει και να είναι σε κατάσταση ως και ένας ζωντανός, σημάδι ότι ο πεθαμένος έγινε όργανο του Σατανά. Ξέροντας από ιστορίες άλλες, σκέφτηκε ότι ίσως από την πολλη αγάπη που είχε στη γυναίκα του, βρικολάκιασε μη θέλοντας να φύγει από κοντά της. Έπρεπε αυτός να τον εξορκίσει, ώστε να πεθάνει πραγματικά, και έτσι να ησυχάσει το πνεύμα του νεκρού. Έκανε τους διάφορους εξορκισμούς που αυτός ήξερε, ύστερα τον σκέπασαν με χώμα, και ύστερα έφυγαν ελπίζοντας να επέτυχαν τον σκοπό τους.
Επέρασε καιρός, η χήρα δεν ξανα παραπονέθηκε, ώσπου καποια φορά κάποιος βρέθηκε νεκρός με πρόσωπο που έδειχνε να πήρε μεγαλη τρομάρα και να πέθανε από το φόβο του. Το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά καιρούς τον επόμενο καιρό, οπότε ο Παπαγιάννης σκέφτηκε μην και δεν εγινε τίποτα με τον πεθαμένο Χασάπη όταν τον ξορκισαν, μήπως και βρικολάκιασε και έβγαινε τις νύχτες και σκότωνε τον κοσμο. Φωνάζει το λοιπόν τον νεκροθάφτη, πάνε στο νεκροταφείο και ξανα σκάβουν τον τάφο, και ως ήταν σίγουρος ο παπάς, βρήκαν τον πεθαμένο Χασάπη να μην έχει λιώσει, να είναι ως ακριβώς σαν πέθανε. Αφου τον ξέθαψαν, τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι, και είπε ο παπάς στον νεκροθάφτη να φύγει, αυτός θα έπαιρνε το κουφάρι να το θάψει μακριά, σε άλλο τόπο, ώστε να γλυτώσει έτσι το χωριό, ως του είπε. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανασυνέβηκε τίποτα, ο βουρκόλακας χάθηκε, σιγά σιγά όλοι στο χωριό ξαναβρήκαν την ηρεμία τους. Ο παπά Γιάννης ισχυρίστηκε ότι μετέφερε και έθαψε το πτώμα σε ένα νεκροταφείο μακρινό ενός εγκαταλελειμμένου χωριού, αλλά ήταν κρυφό μυστικό και σίγουρο ότι ο παπάς που ήξερε πολλά για δεισιδαιμονίες, και δαίμονες σίγουρα έκαψε το πτώμα, και ύστερα σκόρπισε τη στάχτη σε όλους τους ανέμους, ώστε να μην υπάρξει περίπτωση να επανέλθει ο Βουρκόλακας που είχε καταντήσει τέτοιος, ως σκέφτηκε ο παπάς, λογω της φρίκης του πολέμου που βίωσε σαν έσφαζε κατά δεκάδες τους Τούρκους κατακτητές.
 
 
 
ΑΪ ΝΙΚΟΛΟΥΙΝ
Η παραγωγή ζάχαρης άρχισε στην Κύπρο πριν αρχίσουν οι Πορτογάλοι να εξερευνούν την Αφρικανική ακτή. Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου είχε τη προέλευση της από τους Άραβες κατακτητές το 12 αιώνα. Αργότερα οι Ιταλοί έμποροι και οι τοπικοί κυβερνήτες χρησιμοποίησαν σκλάβους και ελεύθερους εργάτες για να παραγάγουν τη ζάχαρη. Οι φυτείες ζάχαρης βρίσκονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές στην Επισκοπή Λεμεσού, στα Κούκλια, στην Αχέλλεια, και εξετείνετο μέχρι την Χλώρακα, Έμπα και Λέμπα. Χρησιμοποιούσαν σκλάβους, κυρίως Αφρικανούς τους οποίους έφερναν από την Κεντρική Αφρική μέσω του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και ύστερα στο λιμάνι της Λάρνακας. Τις νεαρές όμορφες γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους οι πλούσιοι τσιφλιτσικάδες Ενετοί και Κύπριοι ως δούλες, στην πραγματικότητα ως μετρέσες. Έτσι είχαν ξεκινήσει τα χαρέμια οι Τούρκοι όταν αργότερα κατέλαβαν την Κύπρο, αντιγράφοντας τις συνήθειες των πλούσιων Κυπρίων.
Στα Παλιόκαστρα ανάμεσα της Πάφου και της Χλώρακας, όλη η παραλιακή εύφορη πεδιάδα άνηκε στην Ρήγαινα. Όταν είχε έρθει στην Πάφο ο Διγενής Ακρίτας, κατά πως λέει ο μύθος, η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί ως αυτός απαίτησε, του έβαλε όρο, να έκτιζε ένα μεγάλο αυλάκι που θα έφερνε νερό από τα λουτρά του Άδωνη στα Παλιόκαστρα. Προς εξεύρεση χρημάτων γι αυτό το τεράστιο εργο, έπρεπε να εξευρεθούν τρόποι. Ο πιο εύκολος που βρέθηκε, ήταν η ανταλλαγή γης με εργασία…
Ήταν στο λιμάνι της Πάφου ένα πλοίο αραγμένο γεμάτο σκλάβους, ιδιοκτησία ενός Άραβα από την Αίγυπτο, ο όποιος τους έφερε για να τους πουλήσει στους τσιφλικάδες της Γεροσκήπου. Η Ρήγαινα έστειλε μαντατοφόρο σε αυτόν, τον κάλεσε, και του πρόσφερε όλη την παραλιακή γη στην περιοχή των Ροαφινών της Χλώρακας, που έφτανε ως το σημερινό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα, και ανήρχετο σε εκταση 500 σκαλών. Ο Άραβας δέχτηκε, και παρεχώρησε όλους τους σκλάβους να δουλέψουν ώσπου να τελειώσει το αυλάκι.
Ακολούθως αναχώρησε στην Αίγυπτο απ όπου έφερε όλα τα υπάρχοντα και την οικογένεια του, και εγκατεστάθει στην Χλώρακα. Έστησε το σπιτικό του πανω σ ένα ύψωμα για να μπορεί να επιβλέπει την περιουσία του, έβαλε σκλάβους και έσκαψαν τεράστια λαγούμια στην περιοχή του Αϊ Νικόλα, και δεν τους άφησε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν έσκαψαν πολλά μίλια μέσα στη γη, ώσπου βρήκαν νερό αστείρευτο. Εγινε ένας πλούσιος τσιφλικάς, καλλιεργούσε ζαχαροκάλαμο, κάνναβη, είχε στρατιές προβάτων και σκλάβων βοσκών που τα πρόσεχαν, είχε και τις μικρές νέγρες υπηρέτριες του να τον περιποιούνται και να τον ευχαριστούν.
Τα χρόνια σαν επέρασαν, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα, ένας από τους απογόνους του, ο νέος αφέντης, είχε στο υπηρετικό του προσωπικό μια νέγρα παιδούλα δούλα, που της είχε μεγαλη αδυναμία, πολλή αγάπη, και δίχα της δεν μπόραγε. Της μικρής δούλας άρεσε να πηγαίνει σεργιάνι στην άκρη της θάλασσας να μαζεύει αγριοματσικόριδα. Ήταν οι ακρογιαλιές έρημες, δεν είχε κόσμο, έτσι τα καλοκαίρια μες την πολλή τη ζέστη, καμιά φορά η παιδούλα έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στα καταγάλανα νερά της θάλασσας στον κόλπο των Ροαφινιών. Μια μέρα που έκανε το μπάνιο της, είδε τα κάλλη της ένας έμπορος σκλάβων που είχε αράξει το μικρό του καΐκι στον διπλανό κολπίσκο, στο Δήμμα, και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, και θα μπορούσε να την πουλήσει πολύ ακριβά. Την έκλεψε, την αλυσόδεσε, και την έριξε στο αμπάρι, ακολούθως δε, σάλπαρε για το νότο, και χάθηκε μεσα στο πούσι και τη νοτιά…
Αφου επέρασε η ωρα και η δούλα δεν επέστρεψε στο κονάκι του αφέντη της, αυτός ανήσυχος έστειλε ομάδες υπηρετών με δάδες μέσα στην νύχτα να ψάξουν να την έβρουν. Τους έδωκε διαταγή να μην επιστρέψουν χωρίς νέα της, και αυτός περίμενε όλο αγωνία, όλο το βράδυ, ως το πρωί. Η ωρα επέρναγε, είδηση δεν έφτανε καμία, φόβοι τον έζωναν για το χειρότερο, και έπεσε σε μεγαλη αδημονία. Με το ξημέρωμα έβγαλε φιρμάνι και το διέδωσε σ όλα τα γυρω χωριά, και με αυτό έδιδε μεγαλη αμοιβή σε οποιον ήξερε πληροφορίες. Κατά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν σκόρπιες ειδήσεις, έμαθαν από βοσκούς της περιοχής ότι ο ξακουστός έμπορος σκλάβων Αλί Αγάς, είχε περάσει από τα μέρη. Ο πλούσιος αφέντης ήταν σίγουρος πλέον ότι έχασε την αγαπημένη του δούλα, μαράζωσε πολύ, και όλοι δεν πίστευαν την τόση αγάπη του για μια σκλάβα. Είναι όμως ο έρωτας μεγάλο πράγμα, και όποιος πέσει σε αυτόν, είναι τα βάσανα του πολλά. Έτσι και στην περίπτωση αυτή, ο ερωτευμένος τσιφλικάς έπεσε σε μεγάλο μαράζι, δεν έτρωγε, οι μέρες περνούσαν, είχε σχεδόν σαλέψει το λογικό του, και κάθε μέρα, σχεδόν όλη μέρα, στεκόταν στην άκρη του γκρεμού έξω από το σπίτι του, και αγνάντευε τα βάθη του ορίζοντα της θάλασσας, και έκλαιε μέσα του απαρηγόρητα, και ήταν ο πόνος του τόσο μεγάλος, που όλοι οι κάτοικοι στην γυρω περιοχή, πίστευαν ότι στο τέλος θα αποτρελαινόταν, και όλοι μαράζωναν, διότι ήταν ευσπλαχνικός, δίκαιος και καλός άνθρωπος…
Επέρασαν λίγες ημέρες, ήταν ένας καλόγερος Χριστιανός που ασκήτευε σε μια σπηλιά μέσα σ ένα βουνό λίγο πιο πανω από την Χλώρακα προς τη μεριά της Ταλας, και ήρθε σε αυτόν στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης της θάλασσας, και του φανέρωσε ότι εάν ο πλούσιος Μουσουλμάνος αφέντης τσιφλικάς έκανε γιορτή και δέηση σε αυτόν, η θάλασσα θα του έφερνε πίσω την καλή του. Πρωί με το πουρνό, πήγε ο καλόγερος στον μαραζωμένο αφέντη και του εξιστόρησε το όνειρο του, αλλά θύμωσε ο αφέντης, και ηρνήθη να κάνει δέηση Χριστιανική αφου αυτός ήταν ένας πολύ θρησκευόμενος Μουσουλμάνος. Την επομένη ο καλόγερος είδε πάλι το ίδιο όνειρο, το ίδιο και την μεθεπομένη. Ροβολά την κατηφόρα, παει τον ξαναβρίσκει, και του εξηγεί ότι συντελείται θαύμα, πρεπει να υπακούσει… Υπάκουσε το λοιπόν ο αφέντης Τσιφλικάς, έκανε την γιορτή, και ύστερα έκατσαν αντάμα στην άκρια του γκρεμού, και έβλεπαν κατά τον νότο, εκεί που τέλειωνε η θάλασσα , μήπως και γίνει θαύμα.
Ενώ συνομιλούσαν επέρασε η ώρα, ήρθε το απόγιομα, οπότε πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει και να τρικυμίζει, και έμειναν σε έκσταση να κοιτάζουν και να αναμένουν το θαύμα του Θεού. Σε λίγο ο ορίζοντας καθάρισε, και είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν πανω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών, ένα καΐκι αραγμένο, σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Ήταν το καΐκι του Αλί Αγά, που το παρέσυραν προς τα πίσω τα κύματα, και το προσάραξαν στις ξέρες του Φερφουρή. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των σκλάβων έξω στη στεριά. Μονομιάς πάνε οι άνθρωποι του μεγάλου τσιφλικά και ανεβαίνουν στο καΐκι, συλλαμβάνουν τους κλέφτες και τον αρχηγό τους, και ελευθερώνουν την μικρή νέγρα…
Ευχαριστημένος ο ήρωας της ιστορίας μας, πίστεψε στον δικό μας Θεό, βαφτίστηκε Χριστιανός, και έβαλε τους σκλάβους του και έκτισαν ένα όμορφο ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα, πανω στο ύψωμα, εκεί που κάθισαν και αγνάντευαν τον ορίζοντα της θάλασσας και ανάμεναν ώσπου εγινε το θαύμα.
 
 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανότατα στην περιοχή της Αρμενίας, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό και μετά ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή). Στις αρχές του 303 μ.Χ. ο Άγιος συλλαμβάνεται και ακολουθεί το μαρτύριο. Ο Άγιος μαρτύρησε, «απετμήθη την κεφαλήν», μετά από πλήθος βασανιστηρίων, την Παρασκευή 23 Απριλίου, του έτους 303 μ.Χ.
Οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να διηγούνται περιστατικά της ζωής τους που εχουν βιώσει, ειδι-κά όταν αυτά εμπεριέχουν ανεξήγητες καταστάσεις, και ακόμα πιο πολύ όταν ομοιάζουν με θαύματα, πόσο μάλλον δε, όταν πιστεύουν ότι είναι τέτοια. Μια ιστορία θα σας διηγηθώ, που την άκουσα να την λέει πολλές φορές ο Νικόλας ο Τσαγγαρίδης, σημάδι ότι πιστεύει απολύτως ότι εσυνέβη πραγματικά, και δεν ήταν στο όνειρο ή στην φαντασία του.
Ήταν μέσα στην κάμαρη μόνος και ξάπλωνε στο κρεβάτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα γύρω στις 5, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω ήταν κακοκαιρία και φυσούσε δυνατός αέρας με αποτέλεσμα σε καποια στιγμή να ανοίξουν τα ξώφυλλα του παραθυριού. Τα άκουσε να χτυπούν, και ως να ξύπνησε, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό, είδε μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Χωρίς να δώκει σημασία πιστεύοντας ότι ήταν η γυναίκα του που ως συνήθως ερχόταν να τον εσκεπάσει, άλλαξε πλευρό... Οπότε, ύστερα απο λίγο, ένιωσε μια δυσφορία στην αναπνοή, και ένα βάρος στο στήθος που όσο περνούσε η ώρα αυτό μεγάλωνε. Τότε γύρισε ανάσκελα, άνοιξε τα μάτια, και είδε μια σκιά πάνω στο στήθος του. Ως συνηθως στα δυσκολα οι ανθρωποι ενθυμουνται τον Θεο, ετσι και αυτος αγωνιωδώς, αρχισε να επικαλείται τον Θεό. Είδε τότες τη σκιά ως να παλεύει, ως κάποιος να την τραβά και να την απομακρύνει από πανω του. Ξύπνησε και ήταν καλά, αλλά η αναστάτωση και ο φόβος που πήρε έκαναν την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του.
Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, εσυνέβη ακριβώς το ίδιο ως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τον αέρα να μην πηγαίνει στα πνευμόνια του. Ανήσυχος πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι τον ήθελε ο Χάρος. Τον εκυρίευσε φόβος πολύς, άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και οσο περνούσε ο καιρός, αυτή η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες ημέρες ακόμα, δεν ξανάδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και πιο ταχτικά, τόσο στον ύπνο του οσο και στον ξύπνιο του, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον κυριάρχησε, το πήρε αποφαση ότι του τελείωσε η ζωή, και για παρηγοριά εστράφη προς τον Θεό για νάβρει κουράγιο και δύναμη. Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η κόρη του η νοσοκόμα, και ήταν ξαπλωμένος με οξυγόνα στη μύτη ώστε να μπορεί να αναπνέει. Η γυναίκα του η Μαρούλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά, ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα. Τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε, και αυτός ως να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του, ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει απο το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από αυτήν φαινόταν εντός της ένα άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει ως φύλακας και να παρατηρεί. Σαν κόντεψαν, σίγουρος πλέον ότι πήγαινε στην άλλη τη άλλη ζωή, ακούει τον φύλακα της πύλης να του ομιλεί και να του λαλεί να γυρίσει πίσω γιατί δεν άνηκε εδώ, παρά εκεί από όπου ήρθε... Ένιωσε εντός του ευχαρίστηση, και μαζί με τον Αϊ Γιώργη πήρανε τον δρόμο του γυρισμού. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του, ένιωθε αέρινος και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τους ειδεί. Είχε τον Αϊ Γιώργη δίπλα του να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει. Και ξάφνου ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ερωτά γιατί χαμογελά…
Εγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την ημέρα, κάθε 23 τ Απρίλη, πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και υστερα με όποιον συνομιλεί, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν.
 
 
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ
Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες, εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.
Ήτανε μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι, πολύ αγαπημένοι αναμεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησιά, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο για να παντρευτούν. Ήσαν και οι δύο με πολλή καλοσύνη, ενάρετοι, αλλά και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους καμάρωναν, αλλά και τους επένευαν. Αγαπηθήκαν πολύ, ήταν σίγουρο, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πιασμένοι από το χέρι πάντα, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν, για να παει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως ορίζει η ορθοδοξία. Αλλά ως πολλές φορές συμβαίνει ότι είναι ωραίο να μην διαρκεί, έτσι και στο ζευγάρι ετούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, εκουρέλιασε τα όνειρα, εσκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε, επέθανε. Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές, όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ εμαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέον που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόσο βαθύ ήτανε το σκοτάδι και η ερημιά γύρω του, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες, που ακουγόταν το γοερό του κλάμα και που ράϊζε όλες τις καρδιές.
Ίσως επειδή ήταν ο πόνος τόσο πολύς, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα οσο ήταν εν ζωή του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ μόλις λαγοκοιμόταν τον επισκεπτόταν και του χάιδευε τα μαλλιά και το πρόσωπο, τούλεγε λόγια παρηγοριάς, και τούλεγε τραγούδια της εκκλησιάς, και έσκυβε και τον εφιλούσε. Και πάντα τα μεσάνυχτα, εκείνη ήταν η ωρα που πέθανε η κοπέλα του, ξυπνούσε και πεταγόταν από το κρεβάτι του, και την αναζητούσε, αλλά ξύπναγε, και έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου. Καθόταν στο κρεβάτι να συνέλθει, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να αποκάνει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, εγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.
Πέρασαν 40 ημέρες, ήρθε η μέρα του μνημόσυνου. Πήγε στην εκκλησιά, άκουσε τις ψαλμωδίες, ως να ένιωσε μέσα του και πάλιν τον θεό, ως να ένιωσε μια γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν οι 40 ημέρες, όσες δηλαδή μια ψυχή παραμένει στην γη κατά την θρησκεία μας. Επήγε επί τέλους η καλή του σε τόπο αναπαύσεως, δίπλα στο θεό, στον παράδεισο, εκεί που άνηκε, ήταν σίγουρος. Από εκείνη την ημέρα ο άνθρωπος μας, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε άλλη κοπέλα για να ειδεί, αφιερώθηκε εις τον Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του, και είναι έως σήμερα ευχαριστημένος για τις επιλογές του.
 
Η ΑΝΕΡΑΔΑ
Από τη Ράς Τανούρα της Σαουδικής Αραβίας φορτώσαμε πετρέλαιο και κινήσαμε με οικονομική ταχύτητα για το Κέιπ Τάουν. Ήταν ένα ταξίδι που διήρκησε ένα μήνα, άλλοτε με μεγάλες τρικυμίες και πολλά μποφόρ που δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε, και άλλοτε με νύχτες πανσέληνες και με θάλασσα γαλήνια, ενώ εμείς οι ναυτικοί στην κουβέρτα να αναπολούμε και να νοσταλγούμε. Ήταν μια τέτοια νύχτα που τέλειωσα την βάρδια στη μηχανή και βγήκα από την ζέστα του ατμού στο κατάστρωμα να ανασάνω δροσερό αέρα. Ήταν νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι, ήταν ο ουρανός σκοτεινός και κατάμαυρος, αλλά η θάλασσα φωσφόριζε, ήταν κάτασπρη και φεγγοβολούσε, μια απέραντη επιφάνεια ώσπου έφτανε το μάτι, κάτι παράξενο και ανεξήγητο, ένα όμορφο αινιγματικό θέαμα που προκαλούσε δέος και ανατριχίλα. Είμαι χαρακτήρας που θέλω όλα να τα γνωρίζω, όλα να τα εξηγώ. Δεν ξέρω ακόμα ύστερα από τόσα χρόνια αν υπάρχει εξήγηση για τέτοια φαινόμενα, οσο και αν έψαξα και ρώτησα, δεν βρήκα απάντηση για τέτοιο γεγονός. Ήταν ένας από τους θερμαστές νησιώτης, και πέραν των εξήντα ετών. Είχε ξεμπαρκάρει και ζούσε ήσυχα στο νησί του, αλλά μη αντέχοντας την ησυχία, κατάφερε και ξαναμπάρκαρε ασχέτως ηλικίας. Όποιος κουβεντιάζει με γεροντότερους πάντα μαθαίνει καινούργια πραγματα. Ούτε αυτός είχε εξήγηση. Το μόνο που ήξερε, είπε, ήταν η ιστορία της Ανεράδας στο νησί του, που όποτε βγαίνει από τον βυθό της θάλασσας και περπατά στα κύματα, και παει να έβρει τον καλόν της τον καπετάνιο τον Γιωρκή, τότε συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο, ασπρίζει η θάλασσα, και σκοτεινιάζει όλη η υπόλοιπη πλάση… 'Ηταν ο Γιωρκής εργάτης στο καρνάγιο, αλλα το πρόβλημα του ήταν που δεν του άρεσε να δουλεύει και να φτιάχνει καΐκια, αλλά ήθελε να είναι πανω σε αυτά και να ταξιδεύει με αυτά. Αποζητούσε την περιπέτεια στα κύματα, αγαπούσε τη θάλασσα, λες και τον καλούσαν οι σειρήνες και οι Ανεράδες. Έτσι μπάρκαρε, πέρασαν τα χρόνια, και σαν καπετάνιος πια, ταξίδευε μακριά στην Πόλη και τη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν όμως ο κόλπος της Ανεράδας το λιμάνι του, το καρνάγιο του, το σπίτι του. Ταξίδευε, ήταν τα ταξίδια η ζωή του, αλλά πάντα γυρνούσε στο καρνάγιο του. Είχε εκεί το κονάκι του και την γυναίκα του που τον καρτερούσε πάντα αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Του είχε μεγαλη αγάπη, ήταν ο καπετάνιος της. Και ήταν η γυναίκα του πανέμορφη, και όλοι ζήλευαν τον καπετάνιο και την καλή του τύχη... Μια καταραμένη και σκοτεινή νύχτα όμως, το καΐκι του Γιωρκή χάθηκε σε καταιγίδα. Μέρες περίμεναν να μάθουν νέα οι στεριανοί, αλλά παντού σιωπή. Όσοι γνώριζαν για ταξίδια και μπάρκα, κανείς δεν μπορούσε να δώσει ελπίδα για ζωή. Η γυναίκα του που δεν ήθελε να το πιστέψει, για πολύ καιρό τον έκλαιγε, ώσπου δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της. Στο σπίτι της δεν την εύρισκε κανείς, ήταν πάντα στο γιαλό και αγνάντευε, και καρτερούσε, και έκλαιγε και παρηγοριά δεν εύρισκε. Ώσπου μια μέρα , μιαν αυγή, άκουσε τις Ανεράδες και τις σειρήνες της θάλασσας να την καλούν, και αυτή με ξέπλεκα μαλλιά και χαμογελώντας, περπάτησε στα κύματα να πάει νάβρει τον καλό της, γιατί μόνη δεν μπορούσε να ζήσει. Όσοι βρέθηκαν στο γιαλό την είδαν να περπατά και να χάνεται στην απέραντη θάλασσα και στο σκοτεινό βυθό της. Από τότε έχουν να λένε γι αυτήν τη Ανεράδα που περπάτησε στα κύματα, που χάθηκε στα βάθη της θάλασσας αναζητώντας το Γιωρκή, την μοναδική της αγάπη. Από τότε ο κόλπος ονομάστηκε ακρογιαλιά της Ανεράδας, και κάθε που δεν έχει φεγγάρι, ούτε άστρα και είναι ο ουρανός σκοτεινιασμένος και η θάλασσα γαληνεμένη, βγαίνει απο τα βάθη της άσπρο μεγαλόπρεπο φως, οπως το φώσφορο, και τότες κάποιοι άνθρωποι μπορούν να δουν την Ανεράδα ντυμένη στα άσπρα να περπατεί και να χάνεται μέσα στα κύματα.
 
 
Η ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΚΟΥΘΚΙΟΥ
Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι εκ παραλλήλου με τα πνεύματα που υπάρχουν στη Γη στη Θάλασσα και στους βυθούς, γεμάτος από δαιμόνια είναι και ο αήρ ο ευρισκόμενος «ύπερθεν ημών και περί ημάς». Με ανάλογες δε δοξασίες που έντονα εμπλουτίσθηκαν κατά τη τουρκοκρατία φθάνουμε στη σημερινή Σολομωνική (δαιμονολογία).
Η Κλείδα του Σολομώντος ή Σολομωνική είναι ένα βιβλίο μαγικών αποδιδόμενο στον βασιλέα Σολομώντα. Λένε ότι είναι απαγορευμένο και ότι είναι επικίνδυνο για οποιον διαβάσει το αυθεντικό. Περιέχει κλητεύσεις και επικλήσεις για να κληθούν πνεύματα νεκρών από την Κόλαση που είναι δαίμονες ή τιμωρημένες ψυχές. Και για να προστατευτεί ο επικαλεστής (καλούμενος ως εξορκιστής) από αυτούς και από μια πιθανή προσπάθεια δαιμονισμού, υπάρχουν κατάρες ώστε να υποχρεώσουν τα απρόθυμα πνεύματα να υπακούσουν.
Σε άλλη διήγηση μας αναφέραμε για περιστατικό το οποιον εσυνέβη στην περιοχή «Μήλα». Σήμερα θα αναφερθούμε σε άλλο το οποίον εσυνέβη σε άλλη περιοχή, αρκετη απόσταση από την προηγούμενη, αλλά που συμπίπτει να προέρχεται από το ίδιο διάβα αερικών. Ήταν στην περιοχή «Σταυρός», κάτω από την τοποθεσία «Σκαλί», ένα σταυροδρόμι δρόμων που οδηγεί στην παραθαλάσσια περιοχή «Δήμμα». Εάν πάρουμε την νοητή ευθεία «Μήλα» και «Σταυρός», κατευθυνόμαστε στο πέλαγος όπου από το μακρινό του βάθος βγαίνει ο Σορόκος, ο άνεμος όπου όταν θυμώσει τσακίζει σκάφη όπως π.χ. το 1810 το «χρυσοκάραβο», ένα επιβατικό πλοίο που τσακίστηκε στις ξέρες του Φερφουρή και όπου σε αυτό πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες, ή τα πρόσφατα χρόνια το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου που είναι σφηνωμένο στις ίδιες ξέρες. Όταν μετά το θέριεμα του ο Σορόκος ηρεμεί και γλυκοφυσά ήσυχα και απαλά, σημάδι ότι το καλοκαίρι φεύγει και έρχεται το μουντό και γκρίζο φθινόπωρο, και όταν η θάλασσα είναι γαληνεμένη σαν σε απανεμιά, τότες με την βοήθεια αυτού του ανέμου βγαίνουν συνηθως μες τα δειλινά, τα Αερικά έξω στη στεριά και αναζητούν το γραμμένο πεπρωμένο τους που καθορίστηκε τον καιρό εκείνο που όντας ήσαν άνθρωποι ή ζώα τους έτυχε η μοίρα να καταδικαστούν να γίνουν δαίμονες και εξωτικά.
Επήγαινε η Μαρία του Γιώρκου του Λεωνή καβαλικεμένη στον γάιδρο της στην Μωροζό να ποτίσει το χωράφι. Είχε φτάσει στο Σταυρό, και ξάφνου κατάλαβε ότι το δροσερό αεράκι που φυσούσε σταμάτησε απότομα, και έπεσε απόλυτη ησυχία σαν βαριά σιωπή. Ο γάιδαρος που καβαλούσε τσουλόκατσε (έκατσε στα γόνατα του), και γκάριζε ανήσυχα ως να εφώναζε βοήθεια. Κατάλαβε ότι κάτι αλλόκοτο εσυνέβαινε, και δεν κατάλαβε αν σκοτείνιασαν τα μάτια της και έβλεπε τα γυρω της γκρίζα, ή σκοτείνιασε από τα βάθη του ορίζοντα όλη η γύρω πλάση.
Στο μονοπάτι είδε ένα μικρό παιδάκι, το προσπερνά, αλλά μετά απο 10 μέτρα βλέπει το ίδιο παιδί ποιο μεγάλο, μετά απο 100 μέτρα πάλι ποιο μεγάλο, και ξάφνου τον βλέπει άνδρα μεγάλο με στολή σιδερένια και μια μεγαλη σπάθα στην κόξα να τρέχει ως να θέλει να προλάβει κάποιον, να ανοιγοκλείνει το στόμα του ως να φωνάζει, αλλά να βγαίνουν από αυτό ιαχές ακαταλαβίστικες, και να συγχέονται με καλπασμούς αλόγων χωρίς όμως να βλέπει άλογα.
Πήρε μεγάλο φόβο η Μαρία, ασυναίσθητα άρχισε να επικαλείται την Παναγία, και ξάφνου όλα πέρασαν, δεν εσυνέβαινε τίποτα, ήσαν όλα όπως και πριν. Από εκεινη την ημερα δεν ξαναπέρασε από το ιδιο σημείο.
Δεν ηξέρω αν πιστεύω σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά πιστεύω την γριά πλέον Μαρία που μου εδιηγήθηκε την ιστορία, και η οποία είναι σηγγενής μου, και την ηξεύρω πολύ καλά.
 
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ
Θυμάται ο Αντωνής τού Αλέξανδρου που τούλεγε η μητέρα του η Φκωνού μια ιστορία, ότι από τη ρεματιά που αυτή ευρισκόταν κάτω δίπλα στην αυλή τους υπήρχε αερικό. Υπήρχε δηλαδή πέρασμα φαντασμάτων, ανεράδων, ή καραβανιών παλαιοτέρων παράλληλων εποχών. Ήταν τα αερικά ορισμένες συγκεκριμένες περιοχές όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα, όπως να ακούεται βοή αέρα χωρίς να κουνιέται φύλο, ενώ ο αέρας αυτός πολλές φορές έφερνε φωνές ή γέλια. Στις περιοχές αυτές κατά τη διάρκεια της βοής όσα ζώα βρίσκονταν εκεί έσκαγαν, πέθαιναν. Τέτοια μέρη ήταν γνωστά στους κατοίκους, και έτσι απέφευγαν να αφήνουν τα ζώα τους, ειδικά τις νύχτες.
Ήταν λοιπόν η ρεματιά των «Μήλων» ένα πέρασμα αερικών, ήταν δε αυτό, στα ριζά του υψώματος όπου ήταν το σπίτι τους, λίγα μόνο μέτρα παραπέρα. Ήταν εκεί που γκρεμίστηκε από μια τρεμιθιά παλιότερα ο Γιαννάτσιης ένας άλλος χωριανός που πέθανε από το πέσιμο, όπου το αίμα του πότισε τη γη, και όπου οι άλλοι χωριανοί λέγανε ότι αυτό το γέμα κογκούσε.
Μια μουντή μέρα κάποιου καλοκαιριού, ήταν η Φκωνού στο σπίτι μοναχή, και ακούει φωνές γέλια, μουσική και ήχο από άλογα που έσερναν κάρα, να έρχεται απο κάτω από τον κγραιμμό. Φαντάστηκε ότι ήταν κάποιο καραβάνι από γανοματζήδες που περνούσε από το μονοπάτι κάτω στην βρύση «Καμαρούι», που οδηγούσε στην πόλη της Πάφου. Ο θόρυβος όλο και πλησίαζε, κατάλαβε ότι δεν ερχόταν από το μονοπάτι, αλλά από τα σπαρμένα χωράφια στα πλευρικά της ρεματιάς. Παει στην άκρη της αυλής, κοιτάζει προς τα κάτω, και βλέπει τα στάχια των κριθαριών να λυγίζουν και ένιωσε την αύρα από τον αέρα σαν κάτι να πέρασε γρήγορα από μπροστά της, άκουγε δε φωνές, γέλια μουσική και ήχο από άλογα που έσερναν κάρα, μα δεν έβλεπε τίποτα. Έκαμε το σταυρό της και παρακάλεσε την Παναγία να ανοίξει το πέρασμα, να περάσουν και να φύγουν τα αερικά.
Επέρασαν τα χρόνια, όποτε η Φκωνού ενθυμείται αυτό το γεγονός, ανατριχιάζει και την πιάνει ίδιος φόβος όπως και τότε, και κάθε φορά που συμβαίνει, παρακαλεί την Παναγία.
Η νεκρανάσταση
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα πέθανε μια νέα κοπέλα που την έλεγαν Στασού. Ήταν 17 χρονών, από φτωχή οικογένεια, και μοναχοκόρη. Στα καλά καθούμενα κει που μαγείρευε για τον κύρη της και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω πεθαμένη. Οι γονείς και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν, την άλλη μέρα δε, αφου της φόρεσαν την καλή της φορεσιά και ετοιμάζονταν για την κηδεία, αυτή σηκώθηκε ξαφνικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, απλά ως να κοιμόταν. Όλοι χαρήκαν και όλοι κλαίανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά τους, αυτή τους σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε "πάει" σε ένα μέρος πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία. Έμεινε λίγο διάστημα με κάποιον άγγελο, ώσπου ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει στον άγγελο που την συνόδευε ότι έκανε λάθος, δεν ήταν αυτή την Στασου που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην άλλη γειτονιά. Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην πάνω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά
 
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ