Κατηγορία:Διηγήματα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
[[Κατηγορία:Κείμενα]]
 
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ «ΧΛΩΡΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ, βιβλιο 2ο »
 
Η ΚΑΤΑΡΑ
 
Σε αυτή μου την ιστόρηση δεν αναφέρω ονόματα, έτσι ήταν η επιθυμία των συγγενών εμπλεκομένων προσώπων.
Στην Χλώρακα τα παλιά χρόνια, ήταν ένας παπάς που γεννήθηκε και έζησε τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ήταν προσηλωμένος και πολύ αυστηρός στα ιερά και στα όσια, αλλά ήταν αυστηρότερος σε σχέση με τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, και ειδικότερα στις οικογενειακές καταβολές. Όλα αυτά του είχαν γίνει βίωμα και έμμονη ιδέα τόσο, που καμιά φορά θέλοντας να τα εφαρμόσει γινόταν άδικος νομίζοντας ότι είναι δίκαιος. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και στην περίπτωση που θα εξιστορήσω σε αυτή μου την διήγηση, μια συμπεριφορά που του σημάδεψε ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή, μια ζωή με τύψεις και στενοχώρια που του προκαλούσαν οι θύμησες κάνοντας τον να υποφέρει για το μεγάλο κακό που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά του κατά πως πίστευε. Και υπέφερε τριπλά γιατί ήταν μια υπόθεση αποτέλεσμα κατάρας δικής του ενάντια σε συγχωριανή του, ώστε να την εύρη κακό, που τελικά την βρήκε, αλλά που ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δεν το άντεξε ούτε η Παναγία και του το αντιγύρισε ώστε να τον τιμωρήσει και να τον συνετίσει. Ήταν μια κατάρα που αποτέλεσμα αυτής πλήρωσαν την αμαρτία του δυο αθώα παιδιά, ο γιος της χωριανής γυναίκας, και ο γιος ο δικός του. Που ο ένας γεννήθηκε κουτσός και παραμορφωμένος, ενώ ο άλλος στα καλά καθούμενα σαν ήταν καλά έπαθε επιληψία, που στο χρόνο που περνούσε χειροτέρευε συνέχεια, ώσπου τον έπνιξε και τον σκότωσε πανω στο άνθος της νιότης του. Τους έβλεπε ο παπάς να υποφέρουν σωματικά, ενώ αυτός ανήμπορος υπέφερε όχι σωματικά, αλλά στην ψυχή, στο μυαλό στην καρδιά και στη συνείδηση. Πίστευε ότι του έστρεψε την κατάρα πίσω η Παναγία, έτσι ισχυριζόταν, το είδε στον ύπνο του, το πίστευε, του φανερώθηκε η παναγία κατά πως έλεγε. Ήταν δε αυτό το χειρότερο, γιατί ήταν πιστός λάτρης του Θεού και της θρησκείας, ήταν ιερέας, είχε υποπέσει σε μεγάλο αμάρτημα. Ως εκ τούτου, σε όλη την υπόλοιπη του ζωή μέρα νύχτα μαράζωνε και παρακαλούσε την Παναγία να τον ελεήσει και να του δώσει συγχώρεση.
Είχε ο παπάς κάμποσα παιδιά, ανάμεσα σε αυτά ήταν και ένας γιος που τον είχε καμάρι περισσότερο από τα άλλα. Ήταν ένας συμπαθητικός και έξυπνος νεαρός, στο δημοτικό σχολείο ήταν πολύ κάλος μαθητής, ο πατέρας του του είχε μεγαλη αδυναμία, τον αγαπούσε περισσότερο από τα άλλα του παιδιά. Ήταν επίσης και μια μικρούλα κόρη, που ήταν μιά καθώς πρέπει τίμια κοπέλα και από καλό σόι ως θυγατέρα ιερέως, ως τα δεκάξι της χρόνια, ήταν μια περιζήτητη νύφη. Είχε το μάλι της (περιουσία), όποιος γαμπρός θα της λάχαινε θα ήταν τυχερός.
Ετούτος ο παπάς ήθελε το καλύτερο για τα παιδιά του, σκέφτηκε να κάμει γαμπρό του τον καλύτερο του χωριού, ένα ψηλό νέο από πλούσιο και καλό σοι, που ήταν σεμνός και εργατικός. Ανέλαβε η προξενήτρα, η δουλειά πήγαινε να τελέψει, οι συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά.
Ώσπου στα ξάφνου η νύφη φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από αγάπη που είχε μέσα της για άλλον νιό, ηρνήθη αυτό το προξενιό. Εκείνη την εποχή, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην αποφαση ποιος θάταν ο γαμπρός. Ήταν καθιερωμένο και εμπεδωμένο, η απόφαση ήταν μονο του κυρού. Μπορεί ώστε ο καθένας να φανταστεί την οργή του παπά, τις φωνές του, και το ξύλο που έδωσε στην κόρη. Την τιμώρησε σκληρά, την κλείδωσε μες την κάμαρα, και δεν την έβγαλε έξω ώσπου η μικρούλα κόρη ομολόγησε το αμάρτημα της, είπε την προσωπική της ιστορία, αλλά προπάντων συγκατένευσε, είπε το ναι στον κύρη της για το συνοικέσιο.
Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχε η κόρη στην καρδιά, που κατάφερε να προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά τα λόγια μια χωριανή της άλλη γυναίκα. Ήταν αυτή μια καταφερτζού και πολλοπάιτη, που ήθελε την μικρη κοπέλα να την βάλει στο σοι της, να την παντρέψει με τον ανιψιό της, να την κάμει νύφη της. Ξεκίνησε τα σούρτα φέρτα και τα φιλέματα στην μικρή κοπέλα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της…
Έτσι είχαν τα πραγματα, τα ομολόγησε όλα η κόρη στον παπά, παίρνει αυτός την ανηφόρα, και παει έσσω της καταφερτζούς γυναίκας. Την βρίσκει, και ολο το χωριό φοβήθηκε τις φοβερές φωνες του, δεν έφτανε αυτό, αρχίνισε τις κατάρες. Την καταράστηκε βαριά, της καταράστηκε το παιδί που θα γεννούσε… Και έφυγε.
Πέρασε ο καιρός, πάντρεψε την κόρη του με τον πλούσιο και από καλό σόι γαμπρό, τα υπόλοιπα ξεχάστηκαν…
Ώσπου ήρθε η μέρα, γεννήθηκε το καταραμένο μωρό, και ήταν κουτσό και άλαλο. Το απάντεχο κακό που ελαχε στην κακότυχη οικογένεια, προκαλεσε μεγάλη οδύνη και πολλή λύπη τους εκυρίευσε, οι οδυρμοί, οι στεναγμοί και τα κλάματα από εκείνη την ημέρα και ύστερα, ήταν καθημερινό φαινόμενο για την λυπημένη μάνα που έβλεπε το παιδί της να είναι λειψό και διαφορετικό από τα άλλα. Το έβλεπε και μαράζωνε, ήθελε να πεθάνει, παρακαλούσε την Παναγία να το γιάνει, να το κάμει σαν και τα αλλά καλά μωρά. Τα ψιθυριστά τα λόγια αναμεταξύ των κατοίκων έπαιρναν και έφερναν, όλοι έλεγαν για τις κατάρες του παπά. Όμως ήταν λόγια σιγανά και κρυφά, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει δυνατά, ήταν ο παπάς ένας προεστός και πλούσιος του χωριού.
Πέρασε κι άλλος καιρός, ύστερα από κάμποσο στα καλά καθούμενα, μέσα στην τάξη του σχολειού, ο καλός γιος του παπά σαν στεκότανε φήρτηκε, έπεσε χαμαί και έβγαλε αφρούς από το στόμα του. Του έριξαν νερό, συνήρθε, πήγε σπίτι του, αλλά δυστυχώς για τον καλό γιο, τον παπά και την οικογένεια όλη, ήταν η απαρχή ενός κακού που οσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Είχε κυριευτεί από τον εξαποδώ καθώς έλεγαν, τον έπιανε κρίση, πάθαινε επιληψία, και όλο χειροτέρευε. Μαράζωνε ο παπάς, στενοχωριόταν πάρα πολύ, αλλά κάτω δεν τα έβαζε. Επισκεφτόταν όλους τους γιατρούς, έκαμε τάματα στους Αγίους, ακόμα ψευτογιατρούς, μάγους και τσαρλατάνους, δεν άφησε πίσω. Ξόδεψε όλη την περιουσία του, ήθελε να τον βάλει σε βαπόρι να τον πάρει στα ξένα, εκεί του είχαν πει είχε καλύτερους γιατρούς. Τα χρήματα του ετέλειωσαν, η περιουσία του όλη είχε ξοδευτεί ως προς καλυτέρευση της υγείας του γιου του, αλλά αντί καλού, αυτή χειροτέρευε. Ήθελε να δανειστεί, κατέληξε στους τοκογλύφους, έπρεπε να βρει πολλά χρήματα, έπρεπε να πάρει το γιο του στο εξωτερικό να τον γιάνει…
Οι μέρες περνούσαν, δυο παράλληλες δυστυχίες είχαν μαυρίσει δυο χωριανά σπίτια. Μέσα σε αυτά όλοι καταλυπημένοι, ο καθένας στη στενοχώρια του, στον πόνο του και στην μιζέρια της δυστυχίας του…
Ήταν ένα δείλι, στον καφενέ του χωριού έξω από την εκκλησία, στην πλατεία που κάθονταν οι χωριανοί και έπιναν καφέ, άξαφνου ακούν φωνες, γυρίζουν, βλέπουν τον παπά να τρέχει κατά πανω τους με τα χέρια ανοιγμένα, να φωνάζει. Ήταν αναμαλλιασμένος, οι τρίχες των μαλλιών του ανασηκωμένες, κορτωμένες, τα γένια του πεταγμένα σαν τες σπόντες, «είχαν σηκωθεί οι τρίχες του». Παραμιλούσε κι έκλεγε, κι έλεγε για την Παναγία. Ότι στον μεσημεριανό ύπνο που κοιμόταν του φανερώθηκε η Αγία, και του είπε να μην ξοδεύεται άλλο, να μην κοπιάζει άλλο, γιατί γιατριά ο γιος του δεν θα έβλεπε, καλά δεν θα ξαναγινόταν…
Πέρασε ακόμα λίγος καιρός, μια καλή μέρα μιας Λαμπρής που περπατούσε ο άρρωστος νέος να παει στην εκκλησία, τον έπιασε η κρίση, έβγαλε αφρούς, πλημμύρισαν τα πνεμόνια του, πνίγηκε, πέθανε. Είχε μικρη ηλικία, ήταν κοντά στα είκοσι, δεν χάρηκε τη ζωή. Ο θεός για να τιμωρήσει την κακία, χρησιμοποίησε αυτόν. Τον πήρε κοντά του ενώ δεν έφταιγε σε τίποτα, θα πήγαινε στον Παράδεισο έλπιζε και προσευχόταν ο παπάς.
Έτσι τελειώνει η λυπητερή ετούτη ιστορία, που αφήνει συμπέρασμα ότι -όταν η οργή κυριεύει τον άνθρωπο, πρεπει αυτός να είναι εγκρατής, δεν πρεπει να αναθεματίζει, ούτε να καταριέται, είναι αυτά αμαρτίες από τις πιο μεγάλες, που κάποτε ούτε και ο ίδιος ο θεός δεν τις αντέχει, και ρίχνει βαριά την τιμωρία του, ώστε οι άλλοι να βλέπουν και να συνετίζονται-