Ο φιλόπατρις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Η Η Λύρα/Ο φιλόπατρις μετακινήθηκε στη θέση Ο φιλόπατρις: Μετακίνηση σελίδων με bot
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
<-[[Λύρα]]
| τίτλος = Ο φιλόπατρις
| συγγραφέας = Ανδρέας Κάλβος
| μεταφραστής=
| ενότητα = Από τη συλλογή «[[Η Λύρα]]»
| επόμενο = [[Εις Δόξαν]]
| προηγούμενο= [[Η Λύρα/Πρόλογος|Πρόλογος]]
| σημειώσεις =
}}
 
<poem>
:::α'.
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;τα χρυσά δώρα!{{r|5}}
 
:::β'.
'''Ωδή Πρώτη. Ο Φιλόπατρις'''
Και συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;των αχαρίστων.{{r|10}}
 
:::γ'.
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· ― Και η τύχη μ' έρριψε
μακρά απόσε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εις ξένα έθνη.{{r|15}}
 
:::δ'.
Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος
όταν το φως επλούτη
τα βουνά, και τα κύματα,
σε εμπρός των οφθαλμών μου
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;πάντοτες είχον.{{r|20}}
 
:::ε'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;α'.<br>
Συ, όταν τα ουράνια
Ω φιλτάτη πατρίς,<br>
ρόδα με' το αμαυρότατον
ω θαυμασία νήσος,<br>
πέπλον σκεπάζη η νύκτα,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας<br>
συ είσαι των ονείρων μου
την πνοήν, και του Απόλλωνος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ταη χρυσάχαρά δώρα!&nbsp;&nbsp;&nbsp;5<br>μόνη.{{r|25}}
 
:::ς'.
Τα βήματά μου εφώτισε
ποτέ εις την Αυσονίαν,
γη μακαρία, ο ήλιος·
κει καθαρός ο αέρας
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;πάντα γελάει.{{r|30}}
 
:::ζ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;β'.<br>
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·
Και συ τον ύμνον δέξου·<br>
εκεί η Παρνάσιαι κόραι
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι<br>
χορεύουν, και το λύσιον
την ψυχήν, και βροντάουσιν<br>
φύλλον αυτών την λύραν
επί τας κεφαλάς<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;τωνκει αχαρίστωνστεφανώνει.&nbsp;&nbsp;&nbsp;10<br>{{r|35}}
 
:::η'.
Άγρια, μεγάλα τρέχουσι
τα νερά της θαλάσσης,
και ρίπτονται, και σχίζονται
βίαια επί τους βράχους
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;αλβιονείους.{{r|40}}
 
:::θ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;γ'.<br>
Αδειάζει επί τας όχθας
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,<br>
του κλεινού Ταμησσού,
ποτέ· ― Και η τύχη μ' έρριψε<br>
και δύναμιν, και δόξαν,
μακρά απόσε· με είδε<br>
και πλούτον αναρίθμητον
το πέμπτον του αιώνος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ειςτο ξένα έθνηαμαλθείον.&nbsp;&nbsp;&nbsp;15<br>{{r|45}}
 
:::ι'.
Εκεί το αιόλιον φύσημα
μ' έφερεν· η ακτίνες
μ' έθρεψαν, μ' εθεράπευσαν
της υπεργλυκυτάτης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ελευθερίας.{{r|50}}
 
:::ια'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;δ'.<br>
Και τους ναούς σου εθαύμασα
Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος<br>
των Κελτών ιερά
όταν το φως επλούτη<br>
πόλις· του λόγου ποία,
τα βουνά, και τα κύματα,<br>
ποία εις εσέ του πνεύματος
σε εμπρός των οφθαλμών μου<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;πάντοτεςλείπει είχον.&nbspαφροδίτη;&nbsp;&nbsp;20<br>{{r|55}}
 
:::ιβ'.
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;με κυριεύει.{{r|60}}
 
:::ιγ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ε'.<br>
Της Ζακύνθου τα δάση,
Συ, όταν τα ουράνια<br>
και τα βουνά σκιώδη,
ρόδα με' το αμαυρότατον<br>
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
πέπλον σκεπάζη η νύκτα,<br>
τα θεία της Αρτέμιδος
συ είσαι των ονείρων μου<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ηαργυρά χαρά μόνητόξα.&nbsp;&nbsp;&nbsp;25<br>{{r|65}}
 
:::ιδ'.
Και σήμερον τα δένδρα,
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;η Νηρηΐδες.{{r|70}}
 
:::ιε'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ς'.<br>
Το κύμα ιώνιον πρώτον
Τα βήματά μου εφώτισε<br>
εφίλησε το σώμα·
ποτέ εις την Αυσονίαν,<br>
πρώτοι οι ιώνιοι Ζέφυροι
γη μακαρία, ο ήλιος·<br>
εχάϊδευσαν το στήθος
κει καθαρός ο αέρας<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;πάντατης γελάειΚυθερείας.&nbsp;&nbsp;&nbsp;30<br>{{r|75}}
 
:::ις'.
K' όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;θαλάσσια ξύλα·{{r|80}}
 
:::ιζ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ζ'.<br>
Φιλεί το ίδιον κύμα,
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·<br>
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
εκεί η Παρνάσιαι κόραι<br>
χορεύουν,το σώμα και το λύσιον<br>στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
φύλλον αυτών την λύραν<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;κειάνθος στεφανώνειπαρθένων.&nbsp;&nbsp;&nbsp;35<br>{{r|85}}
 
:::ιη'.
Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
ω φιλτάτη πατρίς μου,
και πλουτίζει το πέλαγος
από την μυρωδίαν
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;των χρυσών κήτρων.{{r|90}}
 
:::ιθ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;η'.<br>
Σταφυλοφόρους ρίζας,
Άγρια, μεγάλα τρέχουσι<br>
ελαφρά, καθαρά,
τα νερά της θαλάσσης,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;διαφανή τα σύννεφα
και ρίπτονται, και σχίζονται<br>
ο βασιλεύς σού εχάρισε
βίαια επί τους βράχους<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;αλβιονείουςτων Αθανάτων.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 40<br>{{r|95}}
 
:::κ'.
Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εις εσέ κρίνοι.{{r|100}}
 
:::κα'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;θ'.<br>
Δεν έμεινεν έαν έπεσε
Αδειάζει επί τας όχθας<br>
ποτέ εις το πρόσωπόν σου
του κλεινού Ταμησσού,<br>
η χιών· δεν εμάρανε
και δύναμιν, και δόξαν,<br>
ποτέ ο θερμός Κύων,
και πλούτον αναρίθμητον<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;τοτα αμαλθείονσμάραγδά σου.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 45<br>{{r|105}}
 
:::κβ'.
Είσαι ευτυχής· και πλέον
σε λέγω ευτυχεστέραν,
ότι συ δεν εγνώρισας
ποτέ την σκληράν μάστιγα
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εχθρών, τυράννων.{{r|110}}
 
:::κγ'.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ι'.<br>
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
Εκεί το αιόλιον φύσημα<br>
εις ξένην γην τον τάφον·
μ' έφερεν· η ακτίνες<br>
είναι γλυκύς ο θάνατος
μ' έθρεψαν, μ' εθεράπευσαν<br>
μόνον όταν κοιμώμεθα
της υπεργλυκυτάτης<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ελευθερίας.&nbsp;&nbsp;&nbsp;εις την 50<br>πατρίδα.{{r|115}}
</poem>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ια'.<br>
Και τους ναούς σου εθαύμασα<br>
των Κελτών ιερά<br>
πόλις· του λόγου ποία,<br>
ποία εις εσέ του πνεύματος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;λείπει αφροδίτη;&nbsp;&nbsp;&nbsp; 55<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιβ'.<br>
Χαίρε Αυσονία, χαίρε<br>
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν<br>
τα ένδοξα Παρίσια·<br>
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;με κυριεύει.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 60<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιγ'.<br>
Της Ζακύνθου τα δάση,<br>
και τα βουνά σκιώδη,<br>
ήκουον ποτέ σημαίνοντα<br>
τα θεία της Αρτέμιδος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;αργυρά τόξα.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 65<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιδ'.<br>
Και σήμερον τα δένδρα,<br>
και τας πηγάς σεβάζονται<br>
δροσεράς οι ποιμένες·<br>
αυτού πλανώνται ακόμα<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;η Νηρηΐδες.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 70<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιε'.<br>
Το κύμα ιώνιον πρώτον<br>
εφίλησε το σώμα·<br>
πρώτοι οι ιώνιοι Ζέφυροι<br>
εχάϊδευσαν το στήθος<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;της Κυθερείας.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 75<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ις'.<br>
K' όταν το εσπέριον άστρον<br>
ο ουρανός ανάπτη,<br>
και πλέωσι γέμοντα έρωτος<br>
και φωνών μουσικών<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;θαλάσσια ξύλα· &nbsp;&nbsp;&nbsp; 80<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιζ'.<br>
Φιλεί το ίδιον κύμα,<br>
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι<br>
το σώμα και το στήθος<br>
των λαμπρών Ζακυνθίων<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;άνθος παρθένων.&nbsp;&nbsp;&nbsp;85<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιη'.<br>
Μοσχοβολάει το κλίμα σου,<br>
ω φιλτάτη πατρίς μου,<br>
και πλουτίζει το πέλαγος<br>
από την μυρωδίαν<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;των χρυσών κήτρων.&nbsp;&nbsp;&nbsp;90<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ιθ'.<br>
Σταφυλοφόρους ρίζας,<br>
ελαφρά, καθαρά,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;διαφανή τα σύννεφα<br>
ο βασιλεύς σού εχάρισε<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;των Αθανάτων.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 95<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;κ'.<br>
Η λαμπάς η αιώνιος<br>
σου βρέχει την ημέραν<br>
τους καρπούς, και τα δάκρυα<br>
γίνονται της νυκτός<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εις εσέ κρίνοι.&nbsp;&nbsp;&nbsp; 100<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;κα'.<br>
Δεν έμεινεν έαν έπεσε<br>
ποτέ εις το πρόσωπόν σου<br>
η χιών· δεν εμάρανε<br>
ποτέ ο θερμός Κύων,<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;τα σμάραγδά σου.&nbsp;&nbsp;&nbsp;105<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;κβ'.<br>
Είσαι ευτυχής· και πλέον<br>
σε λέγω ευτυχεστέραν,<br>
ότι συ δεν εγνώρισας<br>
ποτέ την σκληράν μάστιγα<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εχθρών, τυράννων.&nbsp;&nbsp;&nbsp;110<br>
 
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;κγ'.<br>
Ας μη μου δώση η μοίρα μου<br>
εις ξένην γην τον τάφον·<br>
είναι γλυκύς ο θάνατος<br>
μόνον όταν κοιμώμεθα<br>
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;εις την πατρίδα.&nbsp;&nbsp;&nbsp;115<br>
 
[[Κατηγορία:Ποίηση]]