Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 77:
—Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.
 
—Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης' ειναι μες στη λίμνη βαθιά!... κι άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είναι ή πράμα, δεν έχει να γλυτώση... Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας. Πολλές φορές οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμα, που το ερούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθιά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είναι εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο;... Εκεί ανάμεσα είναι ο αφαλός της θάλασσας. Εμένα, του παραπαππού μου του σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση, κι επνίγηκε μες στη λίμνη... Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό, ούτε στον πάτο. Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα... Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας... Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κι ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να τη φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες στο νερό, η μαγκούρα επήγε μακριά, κι ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο. Εγώ να ήμουν, θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατι δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι.Εκείνου του καιρού οι ανθρώποι, οι πρωτινοί, δεν ήξευραν, γλέπεις κολύμπι, τους έπιανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα με το κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας, που πέσατε όξου.
 
—Μα κι εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών.
 
—Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ... με το κολύμπι... θα γλύτωνα και το καΐκι... Ας είναι, τι σας έλεγα: Α! ναι, για τον παραπαππού μου, που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κι εκρατούσε μια μαγκούρα. Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται, πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά. Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε, πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας... Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερο-Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παλιό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με τες τρύπες των καρφιών γεμάτες σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα. Πού θελά βρεθή το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καΐκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πεση όξου, θάπεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη. Κατά πώς φαίνεται το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας, και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης, και το μάτι τηστης λίμνης το ξέρασε... Αλήθεια, επέφερεν ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκην να πάρη τον ανασασμόν του, πού κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
 
Ο γέρων απήντησε δεικνύων δια της χειρός'
Γραμμή 107:
—Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης' το ξέρω, βέβαια' μα δεν είναι να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά' θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι' κι από μακριά ακόμα, ημπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι όταν ψάχνουμε για χέλια μες στο βούρκο, φυλαγόμαστε, και δεν σιμώνουμε καθόλου σε κείνο το μέρος.
 
Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν. Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν, ότι το μέρος όπου είχαν ναυαγήσει απείχε μίλια ''από τα δύοδυο νησιά'', όπου ο επιστάτης έλεγεν, ότι ευρίσκετο ο ''αφαλός της θάλασσας''. Ο χωρικός απήντησε'
 
—Ναι, είναι μακριά... δεν έχει να κάμη... ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι από μακριά τα πράματα, άμα πέση όξου κανένα καίκικαΐκι φορτωμένο...
 
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης, αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις εν καπηλείον εις επήκοον πολλών'
 
—Τι θάυμασμα που έγινε πίσω στην Καναπίτσα!... Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καικιούκαϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης... Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδιά... Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω... Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α-δε φάγανε... το διαβόλου τα χέλια, βρε! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε... τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο... Ούτ' ενα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω... Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
 
—Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού εις των ακροατών.
Γραμμή 134:
Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα. Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είναι και ολίγον βουτηχτής, δια να τον συμφωνήση ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν. Αλλ' ο πρώτος, προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια δια τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα δια τρία δερματοτύρια.
 
Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν. Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια δια λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν, και ψάχνων σιγά-σιγά, ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ευχαριστημένος, ότι δεν έχασε την ημέραν του, ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο μπαρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τεσσερατέσσερα.
 
Πριν απομακρυνθή ο μπαρμπ'-Αποστόλης, φθάνει ο γερο-Μανόλης ο Άπαντος και ζητεί και ούτος το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να δώση εις αυτόν από τα εννέα δερματοτύρια τα τέσσερα.