Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ format
Γραμμή 30:
 
Ήτο λίμνη, εκτεινομένη πλατεία, εκείθεν του δάσους, της οποίας την ύπαρξιν ηγνόουν οι ναυαγοί. Είχεν ικανόν μέγεθος, και εις τον βούρκον της έβοσκον όχι ολίγοι εγχέλυες, κι εφώλευον λοξοπατούντα καβούρια. Αμέτρητον δε ήτο το πλήθος των αχιβάδων, των οποίων τα κελύφη, κενά και απόζοντα κατά το πλείστον, απετέλουν τήδε κακείσε το ανώτερον του πυθμένος στρώμα, υποκάτωθεν του οποίου αβολιδοσκόπητον υπέκειτο το βάθος της ιλύος, εφ' ης εκόλλησαν πεσόντες οι τρεις ναυαγοί, ο πρώτος επίστομα κύπτων εις τον πυθμένα, ο δεύτερος γονατιστός επί του τενάγους, ο τρίτος πλαγίως εις το πλευρόν.
-Άλλο πέσιμο αυτό πάλι, εψιθύρισεν ο γέρων, αφού ο υιός του, μασών τας βλασφημίας και αράς του, τον άνηγειρε μετά πολλού κόπου εις τους πόδας του.
-Αυτήν τη φορά εχτύπησα μαλακά τουλάχιστον, είπεν ο πραγματευτής, αινιττόμενος το επί του βράχου κτύπημά του, τον εκ του οποίου πόνον τον είχε κάμει να λησμονήση έως τώρα η ενθύμησις των δερματοτυρίων του.
-''Ο βρεμένος τη βροχή δεν την φοβάται''. Μη χειρότερα, δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβε μετ' εγκαρτερήσεως ο γέρων ναυτικός.
Την ιδίαν στιγμήν, ενώ μετά κόπου εξεκόλλων από την ιλύν κι εστράγγιζαν τα ενδύματά των, ξηρός κρότος σκανδάλης υψουμένης ηκούσθη εκεί πλησίον. Ο νέος εστράφη και διακρίνει αριστερόθεν αμυδρώς όπισθεν των δένδρων διαγραφομένην χθαμαλήν καλύβην, την οποίαν δεν είχαν παρατηρήσει τέως, ούτε ήτο δυνατόν να την παρατηρήσωσι, διότι εκ του μονοπατίου, δι' ου είχαν έλθει, όπισθεν πυκνής συστάδος κρυπτομένη, δεν ήτον ορατή.
Η καλύβη έκειτο παρ' αυτήν την όχθην της λίμνης, βρεχομένη σχεδόν υπό του ύδατος. Έμπροσθεν της καλύβης ο νέος διέκρινε την στιγμήν εκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, αμαυράν, κύπτουσαν προς το ύδωρ. Ο νεαρός ναύτης δεν επίστευσεν, ότι ήτο φάντασμα, ουδέ καν βάσκαμα. Εκ της υπόπτου δε ησυχίας, την οποίαν ετήρει η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρόν κρότον, εφαίνετο ότι δεν ήτο αγρίμιον.
Ο νέος ενόησεν αμέσως κι έσπευσε να φωνάξη'
-Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!
Η σκιά έκαμε κίνημα, ως να απέσυρε κάτι, και είτα τραχεία φωνή ηκούσθη'
-Ποιοί είστε; τι θέλετε;
-Πέσαμε όξου, απήντησεν ο υιός του κυβερνήτου. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι.
Μετ' ολίγας στιγμάς η φωνή είπεν'
-Από δω ελάτε.
Ο άνθρωπος ήναψε φανάριον, κι έδειξε τον δρόμον εις τους τρεις ναυαγούς.
-Κι εγώ θάρρεψα, πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.
-Πέσαμε μεσ στο νερό, γιατί δε βλέπαμε, είπεν ο νέος ναυτικός. Δεν καταλάβαμε πως είτανε λίμνη.
 
—Άλλο πέσιμο αυτό πάλι, εψιθύρισεν ο γέρων, αφού ο υιός του, μασών τας βλασφημίας και αράς του, τον άνηγειρε μετά πολλού κόπου εις τους πόδας του.
Υποκάτω εις τρία αδελφωμένα δένδρα ήτο η επί πασσάλων θεμελιωμένη και με φυλλάδας πλατάνων εστεγασμένη καλύβη του χωρικού, όστις ήτο ο βοηθός και αντιπρόσωπος του εκμισθωτού της λίμνης. Ο κύριος έλειπε, τους είπεν. Είχεν αναχωρήσει αποβραδίς, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδίον. Ώστε, δυστυχώς, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν του αφεντικού.
Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός, λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος. Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως δανείση εις τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρείς άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω, επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των.
Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει. Εκείνος ήκουσε την διήγησιν, πλειοτέρας παρατηρήσεις εκφέρων ή όσην ακρόασιν έδιδεν.
Όταν τέλος ήκουσε πώς, μετά τον δια του δάσους τυφλόν και σκοτεινόν δρόμον των, έπεσαν εις το ύδωρ της λίμνης, έμφοβος ανέκραξεν'
-Επέσατε μέσα στη λίμνη; Θαμάζουμαι πώς δεν σας εκατάπιε το μάτι της λίμνης!
Οι τρεις άνδρες, με όλην την δεινοπάθειαν και συμφοράν, την οποίαν είχον υποστή, εύρον ακόμη την δύναμιν να εκπλαγώσι, κι εστάθησαν κοιτάζοντες τον αγρότην με απλήστου περιεργείας έκφρασιν.
-Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.
-Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης' ειναι μες στη λίμνη βαθιά!... κι άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είναι ή πράμα, δεν έχει να γλυτώση... Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας. Πολλές φορές οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμα, που το ερούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθιά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είναι εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο;... Εκεί ανάμεσα είναι ο αφαλός της θάλασσας. Εμένα, του παραπαππού μου το σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση, κι επνίγηκε μες στη λίμνη... Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό, ούτε στον πάτο. Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα... Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας... Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κι ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να τη φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες στο νερό, η μαγκούρα επήγε μακριά, κι ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο. Εγώ να ήμουν, θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατι δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι, τους έπιανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα με το κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας, που πέσατε όξου.
-Μα κι εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών.
-Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ... με το κολύμπι... θα γλύτωνα και το καΐκι... Ας είναι, τι σας έλεγα: Α! ναι, για τον παραπαππού μου, που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κι εκρατούσε μια μαγκούρα. Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται, πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά. Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε, πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας... Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερο-Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παλιό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με τες τρύπες των καρφιών γεμάτες σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα. Πού θελά βρεθή το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καΐκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πεση όξου, θάπεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη. Κατά πώς φαίνεται το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας, και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης, και το μάτι τησ λίμνης το ξέρασε... Αλήθεια, επέφερεν ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκην να πάρη τον ανασασμόν του, πού κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
Ο γέρων απήντησε δεικνύων δια της χειρός'
-Στον κάβο, εδώ κάτου.
Ο αγρότης εστάθη, ως να εζήτει λόγους να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους' είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν επιθυμίας εις το όμμα'
-Και είχατε τίποτε φόρτωμα μεσ στο καΐκι;
Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση'
-Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κι εβούλιαξαν.
-Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνο βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας.
-Δεν ημπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου, ο νεώτερος των ναυαγών.
-Δε γίνεται, είπεν ο χωρικός' τοσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλη ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης' να ήτον να τα κατάπινε από ένα ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλη πίσω ο αφαλός.
Ο πραγματευτής εφαίνετο επιθυμών να ερωτήση τι και διστάζων. Τέλος, αποφασίσας, εστράφη προς τον χωρικόν και τον ηρώτησε'
-Και ξέρεις του λόγου σου εις ποιό μέρός της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
-Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης' το ξέρω, βέβαια' μα δεν είναι να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά' θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι' κι από μακριά ακόμα, ημπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι όταν ψάχνουμε για χέλια μες στο βούρκο, φυλαγόμαστε, και δεν σιμώνουμε καθόλου σε κείνο το μέρος.
Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν. Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν, ότι το μέρος όπου είχαν ναυαγήσει απείχε μίλια ''από τα δύο νησιά'', όπου ο επιστάτης έλεγεν, ότι ευρίσκετο ο ''αφαλός της θάλασσας''. Ο χωρικός απήντησε'
-Ναι, είναι μακριά... δεν έχει να κάμη... ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι από μακριά τα πράματα, άμα πέση όξου κανένα καίκι φορτωμένο...
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης, αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις εν καπηλείον εις επήκοον πολλών'
-Τι θάυμασμα που έγινε πίσω στην Καναπίτσα!... Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καικιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης... Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδιά... Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω... Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α-δε φάγανε... το διαβόλου τα χέλια, βρε! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε... τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο... Ούτ' ενα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω... Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
-Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού εις των ακροατών.
-Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης! Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!
Ο κάπηλος, ως να ήτο συνεννοημένος μαζί του, εξήγαγε ποντικοφαγωμένον τεμάχιον τυροδεματίου, και το επέδειξεν εις πίστωσιν προς τους παρεστώτας'
-Να! όποιος δεν πιστεύει, είπε' μονάχα αυτό το κομμάτι από ένα τουλούμι μπόρεσε να γλυτώση.
-Αλήθεια, επεβεβαίωσε, λαβών το τεμάχιον του ασκού εις την χείρα, ο επιστάτης της λίμνης' με το μαχαίρι χρειάστηκα να κόψω το κεφάλι ενός χελιού, δια να το γλυτώσω απ' τα δόντια του' να ακόμη οι δοντιές του!
Και επεδείκνυε τα ίχνη των οδόντων των ποντικών.
-Ώστε, καλά είναι να κάμουμε τώρα ένα δρόμο ως εκεί, ή για τυρί ή για χέλι; ηπείλησεν εις των παρεστώτων.
-Α βάρδα μπένε! θα χάσετε τον κόπο σας, υπεστήριξεν ο κάπηλος. Δεν τόχει για τίποτε να σας τουφεκίση με σκάγια και να πη ύστερα πως σας πήρε γι' αγριόπαπιες, κι έκαμε γ ι α γ ν ί ς.
 
—Αυτήν τη φορά εχτύπησα μαλακά τουλάχιστον, είπεν ο πραγματευτής, αινιττόμενος το επί του βράχου κτύπημά του, τον εκ του οποίου πόνον τον είχε κάμει να λησμονήση έως τώρα η ενθύμησις των δερματοτυρίων του.
Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα. Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είναι και ολίγον βουτηχτής, δια να τον συμφωνήση ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν. Αλλ' ο πρώτος, προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια δια τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα δια τρία δερματοτύρια.
 
Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν. Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια δια λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν, και ψάχνων σιγά-σιγά, ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ευχαριστημένος, ότι δεν έχασε την ημέραν του, ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο μπαρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τεσσερα.
—''Ο βρεμένος τη βροχή δεν την φοβάται''. Μη χειρότερα, δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβε μετ' εγκαρτερήσεως ο γέρων ναυτικός.
Πριν απομακρυνθή ο μπαρμπ'-Αποστόλης, φθάνει ο γερο-Μανόλης ο Άπαντος και ζητεί και ούτος το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να δώση εις αυτόν από τα εννέα δερματοτύρια τα τέσσερα.
 
Μόλις απήλθεν ούτος και παρουσιάζεται ο μαστρο-Κωνσταντής ο Καλαφάτης, δανεισθείς ξένην βάρκαν, δια να έλθη και ούτος να ζητήση το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, συγκατένευε να του δώση εκ των πέντε οπού του έμειναν τα δύο, δια να κρατήση και αυτός τρία τουλάχιστον δια τον κόπον του. Αλλ' ο μαστρο-Κωνσταντής δεν εταιριάζετο, φωνάζων και λέγων ότι αδικεί, ότι εις τους άλλους έδωκεν ανά τέσσαρα και ότι θα υπάγη να τον καταγγείλη. Ο μπαρμπα-Γιάννης εβιάσθη να του δώση τα τέσσαρα, κρατήσας αυτός εν δια τον εαυτόν του.
Την ιδίαν στιγμήν, ενώ μετά κόπου εξεκόλλων από την ιλύν κι εστράγγιζαν τα ενδύματά των, ξηρός κρότος σκανδάλης υψουμένης ηκούσθη εκεί πλησίον. Ο νέος εστράφη και διακρίνει αριστερόθεν αμυδρώς όπισθεν των δένδρων διαγραφομένην χθαμαλήν καλύβην, την οποίαν δεν είχαν παρατηρήσει τέως, ούτε ήτο δυνατόν να την παρατηρήσωσι, διότι εκ του μονοπατίου, δι' ου είχαν έλθει, όπισθεν πυκνής συστάδος κρυπτομένη, δεν ήτον ορατή.
Όταν περί οψίαν δείλην έφθασεν τέλος με την βάρκαν του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμεύς τον οποίον είχε συμφωνήσει ο πραγματευτής, οι τέσσαρες λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι. Ο Δημήτρης ο Φτελιός με τον γάντζον, με την πράγγαν και με το καμάκι, αφού επί πολλήν ώραν ανεσκάλευσε τον πυθμένα της θαλάσσης, κατώρθωσε και ανεύρε τρία εκ των βυθισθέντων δερματοτυρίων, όσα ακριβώς του εχρειάζοντο δια την συμφωνηθείσαν αμοιβήν του. Τα λοιπά, τα είχε παρασύρει ίσως η θάλασσα και δεν ευρέθησαν.
 
Και τούτο ευλόγως συνέτεινε να πιστευθή παρά πολλοίς η φήμη, την οποίαν είχε διαδώσει από πρωίας ο επιστάτης της λίμνης - ότι τα δεκαοχτώ δερματοτύρια τα είχε καταπίει ο αφαλός της θαλάσσης, ότι τα είχε ξεράσει το μάτι της λίμνης, και ότι οι εγχέλεις τα κατέφαγαν.
Η καλύβη έκειτο παρ' αυτήν την όχθην της λίμνης, βρεχομένη σχεδόν υπό του ύδατος. Έμπροσθεν της καλύβης ο νέος διέκρινε την στιγμήν εκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, αμαυράν, κύπτουσαν προς το ύδωρ. Ο νεαρός ναύτης δεν επίστευσεν, ότι ήτο φάντασμα, ουδέ καν βάσκαμα. Εκ της υπόπτου δε ησυχίας, την οποίαν ετήρει η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρόν κρότον, εφαίνετο ότι δεν ήτο αγρίμιον.
 
Ο νέος ενόησεν αμέσως κι έσπευσε να φωνάξη'
 
—Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!
 
Η σκιά έκαμε κίνημα, ως να απέσυρε κάτι, και είτα τραχεία φωνή ηκούσθη'
 
—Ποιοί είστε; τι θέλετε;
 
—Πέσαμε όξου, απήντησεν ο υιός του κυβερνήτου. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι.
 
Μετ' ολίγας στιγμάς η φωνή είπεν'
 
—Από δω ελάτε.
 
Ο άνθρωπος ήναψε φανάριον, κι έδειξε τον δρόμον εις τους τρεις ναυαγούς.
 
—Κι εγώ θάρρεψα, πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.
 
—Πέσαμε μεσ στο νερό, γιατί δε βλέπαμε, είπεν ο νέος ναυτικός. Δεν καταλάβαμε πως είτανε λίμνη.
 
 
Υποκάτω εις τρία αδελφωμένα δένδρα ήτο η επί πασσάλων θεμελιωμένη και με φυλλάδας πλατάνων εστεγασμένη καλύβη του χωρικού, όστις ήτο ο βοηθός και αντιπρόσωπος του εκμισθωτού της λίμνης. Ο κύριος έλειπε, τους είπεν. Είχεν αναχωρήσει αποβραδίς, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδίον. Ώστε, δυστυχώς, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν του αφεντικού.
 
Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός, λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος. Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως δανείση εις τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρείς άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω, επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των.
 
Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει. Εκείνος ήκουσε την διήγησιν, πλειοτέρας παρατηρήσεις εκφέρων ή όσην ακρόασιν έδιδεν.
 
Όταν τέλος ήκουσε πώς, μετά τον δια του δάσους τυφλόν και σκοτεινόν δρόμον των, έπεσαν εις το ύδωρ της λίμνης, έμφοβος ανέκραξεν'
 
—Επέσατε μέσα στη λίμνη; Θαμάζουμαι πώς δεν σας εκατάπιε το μάτι της λίμνης!
 
Οι τρεις άνδρες, με όλην την δεινοπάθειαν και συμφοράν, την οποίαν είχον υποστή, εύρον ακόμη την δύναμιν να εκπλαγώσι, κι εστάθησαν κοιτάζοντες τον αγρότην με απλήστου περιεργείας έκφρασιν.
 
—Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.
 
—Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης' ειναι μες στη λίμνη βαθιά!... κι άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είναι ή πράμα, δεν έχει να γλυτώση... Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας. Πολλές φορές οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμα, που το ερούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθιά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είναι εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο;... Εκεί ανάμεσα είναι ο αφαλός της θάλασσας. Εμένα, του παραπαππού μου το σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση, κι επνίγηκε μες στη λίμνη... Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό, ούτε στον πάτο. Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα... Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας... Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κι ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να τη φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες στο νερό, η μαγκούρα επήγε μακριά, κι ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο. Εγώ να ήμουν, θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατι δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι, τους έπιανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα με το κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας, που πέσατε όξου.
 
—Μα κι εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών.
 
—Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ... με το κολύμπι... θα γλύτωνα και το καΐκι... Ας είναι, τι σας έλεγα: Α! ναι, για τον παραπαππού μου, που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κι εκρατούσε μια μαγκούρα. Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται, πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά. Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε, πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας... Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερο-Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παλιό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με τες τρύπες των καρφιών γεμάτες σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα. Πού θελά βρεθή το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καΐκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πεση όξου, θάπεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη. Κατά πώς φαίνεται το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας, και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης, και το μάτι τησ λίμνης το ξέρασε... Αλήθεια, επέφερεν ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκην να πάρη τον ανασασμόν του, πού κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
 
Ο γέρων απήντησε δεικνύων δια της χειρός'
 
—Στον κάβο, εδώ κάτου.
 
Ο αγρότης εστάθη, ως να εζήτει λόγους να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους' είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν επιθυμίας εις το όμμα'
 
—Και είχατε τίποτε φόρτωμα μεσ στο καΐκι;
 
Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση'
 
—Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κι εβούλιαξαν.
 
—Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνο βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας.
 
—Δεν ημπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου, ο νεώτερος των ναυαγών.
 
—Δε γίνεται, είπεν ο χωρικός' τοσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλη ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης' να ήτον να τα κατάπινε από ένα ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλη πίσω ο αφαλός.
 
Ο πραγματευτής εφαίνετο επιθυμών να ερωτήση τι και διστάζων. Τέλος, αποφασίσας, εστράφη προς τον χωρικόν και τον ηρώτησε'
 
—Και ξέρεις του λόγου σου εις ποιό μέρός της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
 
—Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης' το ξέρω, βέβαια' μα δεν είναι να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά' θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι' κι από μακριά ακόμα, ημπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι όταν ψάχνουμε για χέλια μες στο βούρκο, φυλαγόμαστε, και δεν σιμώνουμε καθόλου σε κείνο το μέρος.
 
Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν. Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν, ότι το μέρος όπου είχαν ναυαγήσει απείχε μίλια ''από τα δύο νησιά'', όπου ο επιστάτης έλεγεν, ότι ευρίσκετο ο ''αφαλός της θάλασσας''. Ο χωρικός απήντησε'
 
—Ναι, είναι μακριά... δεν έχει να κάμη... ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι από μακριά τα πράματα, άμα πέση όξου κανένα καίκι φορτωμένο...
 
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης, αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις εν καπηλείον εις επήκοον πολλών'
 
—Τι θάυμασμα που έγινε πίσω στην Καναπίτσα!... Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καικιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης... Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδιά... Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω... Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α-δε φάγανε... το διαβόλου τα χέλια, βρε! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε... τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο... Ούτ' ενα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω... Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
 
—Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού εις των ακροατών.
 
—Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης! Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!
 
Ο κάπηλος, ως να ήτο συνεννοημένος μαζί του, εξήγαγε ποντικοφαγωμένον τεμάχιον τυροδεματίου, και το επέδειξεν εις πίστωσιν προς τους παρεστώτας'
 
—Να! όποιος δεν πιστεύει, είπε' μονάχα αυτό το κομμάτι από ένα τουλούμι μπόρεσε να γλυτώση.
 
—Αλήθεια, επεβεβαίωσε, λαβών το τεμάχιον του ασκού εις την χείρα, ο επιστάτης της λίμνης' με το μαχαίρι χρειάστηκα να κόψω το κεφάλι ενός χελιού, δια να το γλυτώσω απ' τα δόντια του' να ακόμη οι δοντιές του!
 
Και επεδείκνυε τα ίχνη των οδόντων των ποντικών.
 
—Ώστε, καλά είναι να κάμουμε τώρα ένα δρόμο ως εκεί, ή για τυρί ή για χέλι; ηπείλησεν εις των παρεστώτων.
 
—Α βάρδα μπένε! θα χάσετε τον κόπο σας, υπεστήριξεν ο κάπηλος. Δεν τόχει για τίποτε να σας τουφεκίση με σκάγια και να πη ύστερα πως σας πήρε γι' αγριόπαπιες, κι έκαμε γ ι α γ ν ί ς.
 
 
Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα. Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είναι και ολίγον βουτηχτής, δια να τον συμφωνήση ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν. Αλλ' ο πρώτος, προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια δια τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα δια τρία δερματοτύρια.
 
Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν. Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια δια λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν, και ψάχνων σιγά-σιγά, ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ευχαριστημένος, ότι δεν έχασε την ημέραν του, ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο μπαρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τεσσερα.
 
Πριν απομακρυνθή ο μπαρμπ'-Αποστόλης, φθάνει ο γερο-Μανόλης ο Άπαντος και ζητεί και ούτος το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να δώση εις αυτόν από τα εννέα δερματοτύρια τα τέσσερα.
 
Μόλις απήλθεν ούτος και παρουσιάζεται ο μαστρο-Κωνσταντής ο Καλαφάτης, δανεισθείς ξένην βάρκαν, δια να έλθη και ούτος να ζητήση το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, συγκατένευε να του δώση εκ των πέντε οπού του έμειναν τα δύο, δια να κρατήση και αυτός τρία τουλάχιστον δια τον κόπον του. Αλλ' ο μαστρο-Κωνσταντής δεν εταιριάζετο, φωνάζων και λέγων ότι αδικεί, ότι εις τους άλλους έδωκεν ανά τέσσαρα και ότι θα υπάγη να τον καταγγείλη. Ο μπαρμπα-Γιάννης εβιάσθη να του δώση τα τέσσαρα, κρατήσας αυτός εν δια τον εαυτόν του.
 
Όταν περί οψίαν δείλην έφθασεν τέλος με την βάρκαν του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμεύς τον οποίον είχε συμφωνήσει ο πραγματευτής, οι τέσσαρες λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι. Ο Δημήτρης ο Φτελιός με τον γάντζον, με την πράγγαν και με το καμάκι, αφού επί πολλήν ώραν ανεσκάλευσε τον πυθμένα της θαλάσσης, κατώρθωσε και ανεύρε τρία εκ των βυθισθέντων δερματοτυρίων, όσα ακριβώς του εχρειάζοντο δια την συμφωνηθείσαν αμοιβήν του. Τα λοιπά, τα είχε παρασύρει ίσως η θάλασσα και δεν ευρέθησαν.
 
Και τούτο ευλόγως συνέτεινε να πιστευθή παρά πολλοίς η φήμη, την οποίαν είχε διαδώσει από πρωίας ο επιστάτης της λίμνης - ότι τα δεκαοχτώ δερματοτύρια τα είχε καταπίει ο αφαλός της θαλάσσης, ότι τα είχε ξεράσει το μάτι της λίμνης, και ότι οι εγχέλεις τα κατέφαγαν.
 
(1893)
 
 
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]