Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 72:
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης, αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις εν καπηλείον εις επήκοον πολλών'
-Τι θάυμασμα που έγινε πίσω στην Καναπίτσα!... Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καικιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης... Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδιά... Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω... Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α-δε φάγανε... το διαβόλου τα χέλια, βρε! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε... τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο... Ούτ' ενα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω... Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
-Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού εις των ακροατών.
-Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης! Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!
Ο κάπηλος, ως να ήτο συνεννοημένος μαζί του, εξήγαγε ποντικοφαγωμένον τεμάχιον τυροδεματίου, και το επέδειξεν εις πίστωσιν προς τους παρεστώτας'
-Να! όποιος δεν πιστεύει, είπε' μονάχα αυτό το κομμάτι από ένα τουλούμι μπόρεσε να γλυτώση.
-Αλήθεια, επεβεβαίωσε, λαβών το τεμάχιον του ασκού εις την χείρα, ο επιστάτης της λίμνης' με το μαχαίρι χρειάστηκα να κόψω το κεφάλι ενός χελιού, δια να το γλυτώσω απ' τα δόντια του' να ακόμη οι δοντιές του!
Και επεδείκνυε τα ίχνη των οδόντων των ποντικών.
-Ώστε, καλά είναι να κάμουμε τώρα ένα δρόμο ως εκεί, ή για τυρί ή για χέλι; ηπείλησεν εις των παρεστώτων.
-Α βάρδα μπένε! θα χάσετε τον κόπο σας, υπεστήριξεν ο κάπηλος. Δεν τόχει για τίποτε να σας τουφεκίση με σκάγια και να πη ύστερα πως σας πήρε γι' αγριόπαπιες, κι έκαμε γ ι α γ ν ί ς.
 
Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα. Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είναι και ολίγον βουτηχτής, δια να τον συμφωνήση ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν. Αλλ' ο πρώτος, προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια δια τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα δια τρία δερματοτύρια.
Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν. Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια δια λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν, και ψάχνων σιγά-σιγά, ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ευχαριστημένος, ότι δεν έχασε την ημέραν του, ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο μπαρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τεσσερα.
Πριν απομακρυνθή ο μπαρμπ'-Αποστόλης, φθάνει ο γερο-Μανόλης ο Άπαντος και ζητεί και ούτος το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να δώση εις αυτόν από τα εννέα δερματοτύρια τα τέσσερα.
Μόλις απήλθεν ούτος και παρουσιάζεται ο μαστρο-Κωνσταντής ο Καλαφάτης, δανεισθείς ξένην βάρκαν, δια να έλθη και ούτος να ζητήση το μερίδιόν του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, συγκατένευε να του δώση εκ των πέντε οπού του έμειναν τα δύο, δια να κρατήση και αυτός τρία τουλάχιστον δια τον κόπον του. Αλλ' ο μαστρο-Κωνσταντής δεν εταιριάζετο, φωνάζων και λέγων ότι αδικεί, ότι εις τους άλλους έδωκεν ανά τέσσαρα και ότι θα υπάγη να τον καταγγείλη. Ο μπαρμπα-Γιάννης εβιάσθη να του δώση τα τέσσαρα, κρατήσας αυτός εν δια τον εαυτόν του.
Όταν περί οψίαν δείλην έφθασεν τέλος με την βάρκαν του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμεύς τον οποίον είχε συμφωνήσει ο πραγματευτής, οι τέσσαρες λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι. Ο Δημήτρης ο Φτελιός με τον γάντζον, με την πράγγαν και με το καμάκι, αφού επί πολλήν ώραν ανεσκάλευσε τον πυθμένα της θαλάσσης, κατώρθωσε και ανεύρε τρία εκ των βυθισθέντων δερματοτυρίων, όσα ακριβώς του εχρειάζοντο δια την συμφωνηθείσαν αμοιβήν του. Τα λοιπά, τα είχε παρασύρει ίσως η θάλασσα και δεν ευρέθησαν.
Και τούτο ευλόγως συνέτεινε να πιστευθή παρά πολλοίς η φήμη, την οποίαν είχε διαδώσει από πρωίας ο επιστάτης της λίμνης - ότι τα δεκαοχτώ δερματοτύρια τα είχε καταπίει ο αφαλός της θαλάσσης, ότι τα είχε ξεράσει το μάτι της λίμνης, και ότι οι εγχέλεις τα κατέφαγαν.
 
(1893)
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]