Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 60:
Ο αγρότης εστάθη, ως να εζήτει λόγους να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους' είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν επιθυμίας εις το όμμα'
-Και είχατε τίποτε φόρτωμα μεσ στο καΐκι;
Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση'
-Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κι εβούλιαξαν.
-Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνο βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας.
-Δεν ημπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου, ο νεώτερος των ναυαγών.
-Δε γίνεται, είπεν ο χωρικός' τοσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλη ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης' να ήτον να τα κατάπινε από ένα ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλη πίσω ο αφαλός.
Ο πραγματευτής εφαίνετο επιθυμών να ερωτήση τι και διστάζων. Τέλος, αποφασίσας, εστράφη προς τον χωρικόν και τον ηρώτησε'
-Και ξέρεις του λόγου σου εις ποιό μέρός της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
-Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης' το ξέρω, βέβαια' μα δεν είναι να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά' θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι' κι από μακριά ακόμα, ημπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι όταν ψάχνουμε για χέλια μες στο βούρκο, φυλαγόμαστε, και δεν σιμώνουμε καθόλου σε κείνο το μέρος.
Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν. Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν, ότι το μέρος όπου είχαν ναυαγήσει απείχε μίλια ''από τα δύο νησιά'', όπου ο επιστάτης έλεγεν, ότι ευρίσκετο ο ''αφαλός της θάλασσας''. Ο χωρικός απήντησε'
-Ναι, είναι μακριά... δεν έχει να κάμη... ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι από μακριά τα πράματα, άμα πέση όξου κανένα καίκι φορτωμένο...
Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης, αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις εν καπηλείον εις επήκοον πολλών'
-Τι θάυμασμα που έγινε πίσω στην Καναπίτσα!... Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καικιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης... Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδιά... Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω... Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α-δε φάγανε... το διαβόλου τα χέλια, βρε! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε... τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο... Ούτ' ενα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω... Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
-Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού εις των ακροατών.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]