Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 52:
Οι τρεις άνδρες, με όλην την δεινοπάθειαν και συμφοράν, την οποίαν είχον υποστή, εύρον ακόμη την δύναμιν να εκπλαγώσι, κι εστάθησαν κοιτάζοντες τον αγρότην με απλήστου περιεργείας έκφρασιν.
-Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.
-Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης' ειναι μες στη λίμνη βαθιά!... κι άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είναι ή πράμα, δεν έχει να γλυτώση... Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας. Πολλές φορές οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμα, που το ερούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθιά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είναι εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο;... Εκεί ανάμεσα είναι ο αφαλός της θάλασσας. Εμένα, του παραπαππού μου το σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν' αρμυρήση, κι επνίγηκε μες στη λίμνη... Εζήτησε να βρη το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν, και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό, ούτε στον πάτο. Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα... Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας... Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κι ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να τη φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες στο νερό, η μαγκούφα επήγε μακριά, κι ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο. Εγώ να ήμουν, θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατι δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι, τους έπιανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα με το κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας, που πέσατε όξου.
-Μα κι εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών.
-Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ... με το κολύμπι... θα γλύτωνα και το καϊκι... Ας είναι, τι σας έλεγα: Α! ναι, για τον παραπαππού μου, που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κι εκρατούσε μια μαγκούρα. Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται, πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά. Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, με εκατάλαβε, πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας... Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερο-Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παλιό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με τες τρύπες των καρφιών γεμάτες σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα. Πού θελά βρεθή το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καίκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πεση όξου, θάπεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη. Κατά πώς φαίνεται το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας, και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης, και το μάτι τησ λίμνης το ξέρασε... Αλήθεια, επέφερεν ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκην να πάρη τον ανασασμόν του, πού κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
Ο γέρων απήντησε δεικνύων δια της χειρός'
-Στον κάβο, εδώ κάτου.
Ο αγρότης εστάθη, ως να εζήτει λόγους να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους' είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν επιθυμίας εις το όμμα'
-Και είχατε τίποτε φόρτωμα μεσ στο καίκι;
Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση'
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]