Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19:
 
Αφού εβάδισαν επ' ολίγα λεπτά, διασχίζοντες κατά πλάτος το σύδενδρον μέρος, έφθασαν όχι μακράν της εσχατιάς του δασυλλίου, όπου τα δένδρα ήρχιζον κατά μικρόν ν' αραιώνονται. Εκεί τότε είδον ασθενές φως, τρέμον επί της κλιτύος του λόφου, καταντικρύ των, προς το βορειοδυτικόν. Ο γέρων είπε: ''Δόξα σοι ο Θεός!'', ο έμπορος ενθυμήθη τα δερματοτύρια κι εστέναξε, και ο νέος εμάσα τας λέξεις του και κατέπινε τους γογγυσμούς του, ενθυμούμενος τον λευκόν εκείνον φλόκον, τον εκ καινουργούς αμερικανικού πανίου, τον οποίον είχε ράψει ο ίδιος με τας χείρας του προ πέντε ημερών.
Το φως, σημειούν καλύβην χωρικού εκεί κατοικούντος, εφαίνετο όχι πολύ απέχον, ως ήμισυ μίλιον. Ανάγκη ήτο να βαδίσωσιν, όπως φθάσωσι οι ναυαγοί εις το επί της ξηράς εκείνον ασθενή φάρον. Βαθύ ήτο το σκότος. Κατενώπιόν των εξηπλούτο μεγάλη ομαλή πεδιάς, ήτις εφαίνετο μαύρη, μονότονος, άδενδρος εις το σκότος. Θα την ενόμιζέ τις ως αμμώδη έκτασιν δεκαπλασίαν της άμμου εκείνης, ην είχον εγκαταλίπει προ ημισείας ώρας, παρά τον αιγιαλόν, αν δεν ήτον αμαυρά, αλαμπής και άστιλπνος. Εφαίνετο μάλλον ως μαυρισμένη εκ προσφάτου εμπρησμού πεδιάς, πεδιάς αμμώδης, όπου εκάησαν τα χόρτα κι εμαύρισεν η κόνις, χωρίς να μείνη στάκτη εκ καέντων δένδρων, ή ότι ραγδαίος υετός είχε μαυρίσει την τέφραν και είχεν αφομοιώσει το χώμα με τα ίχνη του εμπρησμού.
Ο γέρων, όστις, αν και δεν ήθελε να το ομολογήση, επόνει περισσότερον δια το τσερνίκι του, ή όσον ο έμπορος δια τα τυριά του, ίσως κι έπασχεν εκ παλαιών ρευματισμών τους πόδας, είχε βαρύνει εις τον δρόμον, κι επρόσκοπτε συχνά κατά των εμποδίων της οδού. Τούτου ένεκα ο υιός του ηναγκάσθη ν' αφήση την πρώτην τάξιν εις το βάδισμα, ελθών δεύτερος, και κρατών εκ του αριστερού βραχίονος προπορευόμενον τον πατέρα του, δια να οδηγή και υποστηρίζη το βήμα αυτού, δια δε της ευωνύμου κρατών την δεξιάν του ακολουθούντος εμπόρου. Ο γέρων, καθώς εβάδιζε πρώτος, αδυνατών να διακρίνη τα αντικείμενα, προέβη, πριν προλάβη και ο υιός του να εξετάση και αναγνωρίση το έδαφος, κι επάτησεν επί της μαυρισμένης εκτάσεως, πριν εξακριβώση καλώς τι πράγμα ήτο. Παρέσυρε και τον νέον, αναγκασθέντα να προβή δύο βήματα όπως τον συγκρατήση, ούτος δε συμπαρέσυρε και τον πραγματευτήν εις το επισφαλές βήμα.
Τριπλούν μ π λ ο υ μ ηκούσθη έξαφνα. Είχαν πατήσει και οι τρεις εις το ύδωρ. Εφαίνετο την εσπέρανε εκείνην, ότι το υγρόν στοιχείον τους είλκυεν, τους εκυνήγει κατά πόδα, τους διεξεδίκει ως ιδικούς του. Έπεσαν και οι τρεις έως το γόνυ εις την ιλύν. έως τον βουβώνα εις το ύδωρ. Ο γέρων κατηνέχθη πρηνής, ο νέος εγονάτισε πλησίον του, προσπαθών να τον κρατήση εκ τησ οσφύος, ο έμπορος έπεσε κατά την πλευράν.
Ήτο λίμνη, εκτεινομένη πλατεία, εκείθεν του δάσους, της οποίας την ύπαρξιν ηγνόουν οι ναυαγοί. Είχεν ικανόν μέγεθος, και εις τον βούρκον της έβοσκον όχι ολίγοι εγχέλυες, κι εφώλευον λοξοπατούντα καβούρια. Αμέτρητον δε ήτο το πλήθος των αχιβάδων, των οποίων τα κελύφη, κενά και απόζοντα κατά το πλείστον, απετέλουν τήδε κακείσε το ανώτερον του πυθμένος στρώμα, υποκάτωθεν του οποίου αβολιδοσκόπητον υπέκειτο το βάθος της ιλύος, εφ' ης εκόλλησαν πεσόντες οι τρεις ναυαγοί, ο πρώτος επίστομα κύπτων εις τον πυθμένα, ο δεύτερος γονατιστός επί του τενάγους, ο τρίτος πλαγίως εις το πλευρόν.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]