Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15:
Εν τούτοις ο διάβολος δεν είχε λάβει, φαίνεται, μείζονα παραχώρησιν, όπως βλάψη και εις τα σώματα τους ανθρώπους. Ο εις των τριών, άμα τη προσαράξει, είχει κτυπήσει τον αγκώνα και την πλευράν την δεξιάν εις τον βράχον, μεθ' ο, αισθανθείς μέγαν πόνον, εβυθίσθη εις την θάλασσαν, αλλά συνελθών ταχέως ανέθορε κολυμβών εις το κύμα, όπερ εφαίνετο έκπληκτον εκ της καταστροφής την οποίαν επροξένησε, και καταπραϋνθέν, εφλοίσβιζεν ημερώτερον περί τα συντρίμματα, ως θηρίον λείχον τα αίματα του ιδίου σπαράγματός του. Οι δύο άλλοι, οίτινες δεν είχαν πνιγή, αλλ' επέπλεον με μακρούς βραχίονας επί του κύματος, τον ήρπασαν και φέροντες τον απεβίβασαν επί της άμμου, ήτις ελεύκαζεν εις το σκότος, ου μακράν του απαισίου βράχου.
 
Απ' αυτής της θινός της θαλάσσης αρχόμενον, επί πλατείας λωρίδος γης, εξετείνετο πυκνότατον δασύλλιον πιτύων, επιστέφον την αγκάλην εκείνην της ερήμου παραλίας. Ένθεν και ένθεν δύο μαύραι ακταί χθαμαλαί διεκρίνοντο, κολοβαί εις το σκότος της νυκτός, χάνουσαι και το μικρόν των ύψος. Κατέμπροσθεν ο μέγας πόντος ηπλούτο, όστις εφαίνετο δια μιας κατευνασθείς και επανερχόμενος μεθ' υποκώφου βοής εις γαλήνην, κι ενέπνεε το αίσθημα εκείνο τησ μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας, το οποίον κάμνει τα ανήσυχα γύναια των παραθαλασσίων κωμών, εν΄ω μίαν ώραν πριν έτρεχον νύκτα κομίζουσαι δέσμας κηρίων, ζώνουσαι επτάκις τους ναϊσκους δια τεσσαρακοντοργυίου ταινίας κηρού, και σημαίνουσαι αυτοβούλως τους κώδωνας, δια να εξυπνήσωσι τον ενωρίς κατακλιθέντα εφημέριον, όπως ψάλη παράκλησιν, αναφωνούσαι άμα: ''Παναγιά μ', στο πέλαγο! Παναγιά μ', στο πέλαγο!'', μίαν ώραν ύστερον, όταν πραϋνθή, λέγω ο άνεμος και κοπάση η τρικυμία, τας κάμνει υποψυθιρίζουσι παραμυθούμεναι αλλήλας ελληνοπλαστικώς και χριστιανοειδωλολατρικώς: ΄΄¨Οποιος πνιγηκε, μετάνοιωσε!". Οι τρεις άνδρες απεναρκώθηκαν επί της άμμου, αναβάντες έως εκεί όπου δεν έφθανε το εφορμών και υποχωρούν κύμα να βρέχη τους πόδας των, διάβροχοι, ριγούντες και τρέμοντες, αισθανόμενοι μεγάλην νύσταν. Ο γεροντότερος των τριών, ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του συντριβέντος πλοίου, ωμίλει περί αναζητήσεως καλύβης τινός χωρικού, όπως εύρωσι πυρ και στέγην, κι επαρηγόρει τον υιόν του λέγων: ''ας είναι υγεία. και θα κάμουμε άλλο τσερνίκι μεγαλείτερο''. Αλλ' ο υιός το δεν εφαίνετο λυπούμενος τόσον δια το τσερνίκι, όσον δι' ένα ωραίον φλόκον, εκ λευκού πανίου, καινουργή, τον οποίον ου προ πολλών ημερών με τας ιδίας του χείρας είχε ράψει, κι εφαίνετο διατεθειμένος να βουτήσει οπίσω πάλιν εις την θάλασσαν, με την ελπίδα ν' ανεύρει τον φλόκον. Επίσης, αναστέναζε και δια την μικράν φελούκαν, την οποίαν είχε χρωματίσει προ ημερών ο ίδιος λίαν κομψώς κι επιμελώς, μαύρην και λευκήν, ο δε σκληρός, αιφνιδίως πνεύσας άνεμος τους την είχε αρπάσει, πριν προφθάσωσι να την αναβιβάσωσιν επί του πλοίου, καθ' ην στιγμήν τους ''εξούριασεν'' από την Κυρά-Παναγιά. Διότι είχαν προσορμισθή παρά τινα αλίμενον παραλίαν ερημονήσου, δξα να φορτώσουν τυριά, αλλ' η σ ο ρ ο κ ά δ α με μισό φορτίον τους παρέσυρεν έξαφνα, κόψασα την άλυσιν της αγκύρας, αφαρπάσασα και την μικράν βαρκούλαν. Ο δε τρίτος, όστις ήτο ο πραγματευτής, αυτός εκείνος όστις είχε κτυπήσει βραχίονα και πλευράν κατά του βράχου, δεν ησθάνετο τόσον πόνον εκ της πληγής του, αλλ' έκλαιεν ενθυμούμενος την μίαν και ημίσειαν δωδεκάδα των δερματοτυρίων, τα οποία είχε φορτωμένα επί του πλοίου, και τους εξώρκιζε προτρέπων αυτούς να μείνωσιν ως το πρωί, όπως ίδωσιν, αν δεν ήτο τρόπος ν' ανακαλύψωσιν εις τον πυθμένα της θαλάσσης τινά εκ των 18 δερματίων, τα οποία του εκόστιζαν πλέον των δισχιλίων δραχμών, ως έλεγεν. Αλλ' ο νεαρός ναύτης τον επετίμα, λέγων ότι δεν ήτο εις τα καλά του να επιμένη, μετά τόσην καταστροφήν,(αφού το τσερνίκι, το κάτω-κάτω, ήξιζε κάτι περισσότερον από τα δερματοτύρια, κι έπειτα, αν δεν του έδιδαν χείρα βοηθείας οι δύο των, δύσκολα θα εγλύτωνε την ζωήν του, ανάμεσα εις τα συντρίμματα του πλοίου και εις τον βράχον), ότι έπρεπε να ζητήσωσι τα τυριά εις το βάθος της θαλάσσης, τα οποία, αλμυρά ήδη από πριν, θα κατήντησαν να μη εμβαίνουν εις το στόμα μετά το θαλασσοπότισμα.
Ούτω ο νεώτερος παρήτησε την ιδέαν του ν' αναζητήση τον φλοκόν, ο δε γέρων επανέλαβε εντονώτερον, ότι ήτο καιρός να κοιτάξωσιν αν θα εύρωσι κάπου ανθρωπίνην ψυχήν να τους βοηθήση, ή τουλάχιστον ''μέρος ν' απαγγιάσουν''. Ηγέρθησαν οι δύο, οδηγούντες, ο τρίτος αναγκαστικώς ακολουθών, και μετά κοπιώδη έρευναν, αφού εβεβαιώθησαν, ότι αι δύο ακταί ήσαν δύσβατοι και κρημνώδεις, εύρον εις το όριον της άμμου ρίζας τινάς δένδρων πατημένας, οιονεί φλέβας της γης εξεχούσας, κατά την αρχήν του δάσους, όπου εφαίνετο μικρά αλωή και ήρχιζε να χαράσσηταιμονοπάτι. Ο νεώτερος, πρώτος βαδίζων, εισήλθεν εις το μονοπάτι αυτό, επιστρεφόμενος κατά πλευρόν και τείνων την χείρα εις τον γέροντα, όστις εκράτει εκ του αριστερού βραχίονος τον σύντροφόν του, και μόλις διακρίνοντες τα αντικείμενα, πότε προσκόπτοντες επί ξηρών στελεχών ή λίθων, επροχώρησαν επ' ολίγα λεπτά της ώρας εντός του δάσους.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]