Ναυαγίων ναυάγια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες,...
 
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Ναυαγίων ναυάγια
| συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =
}}
Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες, παφλάζον, μετα ροίβδου φοβερού ρηγνύμενον κατά του βράχου, αφήσαν οπίσω τους ασθενεστέρους του συντρόφους, αναλαβόν δε αυτό τον αγώνα, ως να έτρεφεν ατομικόν πάθος κατά του ελαφρού σκάφους, ελεεινού φελλού, περιφέροντος εν εαυτώ, προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου, και την τρικέφαλον ανθρωπίνην κουφότητα των ναυβατών. Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπειρον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιάκριτον ήτο το τε ορμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού. Ο ορίζων είχε συσκοτασθή ήδη πριν δύση ο ήλιος, και ο ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητοσ επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισών. Είτα κατήλθε κατά μικρον η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα δια της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας. Τρία άστρα έτρεμον άνω προς βορράν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε επιφαινόμενα, έτοιμα να πέσωσιν εις το ατέρμον κράτος του Ποσειδώνος, να ταφώσι, και άλλα δύο έφαινον προσ μεσημβρίαν, ετοιμόσβεστα ως λύχνοι πενιχράς καλύβης χωρικού εν ενιαυτώ αφορίας. Και τα κύματα, φρίσσοντα, ορχούμενα, λυσσώντα, εθραύοντο μετά παιδικής πεισμονής κατά του βράχου, ηττώμενα, αλλά μη καταβαλλόμενα, υπερήφανα, ως να είχαν την συνείδησιν του ισχυροτέρου και της τελικής νίκης την πρόγνωσιν. Και εν κύμα πελώριον, φουσκωμένον, εωσφορικόν, πλαταγίζον, ογκούμενον ως να είχεν εισέλθει κι εκρύπτετο έσω αυτού το δαιμόνιον του μίσους, φαντάζον οιονεί υγρόν κήτος, προτείνον αφρούς αντί οδόντων λευκών, συνέλαβεν ως δια πελωρίας αρπάγης από την πρύμνην και από την πρώραν, από την τρόπιν και από τας δύο πλευράς, το μικρόν σκάφος, και φέρον το έρριψεν επί του βράχου, όπου μετά φοβερού ροίβδου και πολυκτύπου πλαταγισμού ο ασθενής φλοιός.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]
Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες, παφλάζον, μετα ροίβδου φοβερού ρηγνύμενον κατά του βράχου, αφήσαν οπίσω τους ασθενεστέρους του συντρόφους, αναλαβόν δε αυτό τον αγώνα, ως να έτρεφεν ατομικόν πάθος κατά του ελαφρού σκάφους, ελεεινού φελλού, περιφέροντος εν εαυτώ, προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου, και την τρικέφαλον ανθρωπίνην κουφότητα των ναυβατών. Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπειρον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιάκριτον ήτο το τε ορμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού. Ο ορίζων είχε συσκοτασθή ήδη πριν δύση ο ήλιος, και ο ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητοσ επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισών. Είτα κατήλθε κατά μικρον η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα δια της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας. Τρία άστρα έτρεμον άνω προς βορράν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε επιφαινόμενα, έτοιμα να πέσωσιν εις το ατέρμον κράτος του Ποσειδώνος, να ταφώσι, και άλλα δύο έφαινον προσ μεσημβρίαν, ετοιμόσβεστα ως λύχνοι πενιχράς καλύβης χωρικού εν ενιαυτώ αφορίας. Και τα κύματα, φρίσσοντα, ορχούμενα, λυσσώντα, εθραύοντο μετά παιδικής πεισμονής κατά του βράχου, ηττώμενα, αλλά μη καταβαλλόμενα, υπερήφανα, ως να είχαν την συνείδησιν του ισχυροτέρου και της τελικής νίκης την πρόγνωσιν. Και εν κύμα πελώριον, φουσκωμένον, εωσφορικόν, πλαταγίζον, ογκούμενον ως να είχεν εισέλθει κι εκρύπτετο έσω αυτού το δαιμόνιον του μίσους, φαντάζον οιονεί υγρόν κήτος, προτείνον αφρούς αντί οδόντων λευκών, συνέλαβεν ως δια πελωρίας αρπάγης από την πρύμνην και από την πρώραν, από την τρόπιν και από τας δύο πλευράς, το μικρόν σκάφος, και φέρον το έρριψεν επί του βράχου, όπου μετά φοβερού ροίβδου και πολυκτύπου πλαταγισμού ο ασθενής φλοιός