Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
format |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 11:
"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'' μαθητής.
- ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλλιτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας ...'' ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός, προσθέτων''κόμματα'' και ''τελείας'' και μεταβάλλων όλας τας ''οξείας'' εις ''βαρείας''. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το ''επροβλήθη'' εις ''επροτάθη'', και το ''ανάμεσα εις τας τέχνας'' εις ''μεταξύ των τεχνών''. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροτάθη ποία να είναι καλλιτέρα μεταξύ των τεχνών ...''
Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
Γραμμή 17:
- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ''εξήγησιν'' επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας ''καθαράς εξηγήσεις'' του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και
Γραμμή 38:
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα... και όχι ''διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες'', καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο
Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την
Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.
Γραμμή 50:
Ουδείς απήντησεν.
Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν.
Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.
Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη
Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του κειμένου, εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.
Γραμμή 64:
Ο διδάσκαλος τότε, εν παραφορά οργής, και χωρίς να ελπίζη ευνοϊκόν αποτέλεσμα, εφώναξε, λέγων, ότι οι μαθηταί ώφειλον να καταγγείλωσι τον αυτουργόν του δόλου, άλλως θα ήσαν όλοι κακοήθεις, όλοι αχρείοι και ανάγωγοι. Και επειδή δεν επείθοντο, ήρχισε να κλίνη το γνωστόν ρήμα καθ' όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών. Επί τινα λεπτά της ώρας αντήχει ο κρότος της λεπτής και οζώδους βέργας, αναμίξ με πεπνιγμένους γέλωτας και οιμωγάς. Επί του δευτέρου και τρίτου θρανίου, οσάκις εδοκίμαζε να επεκτείνη το κράτος της βέργας, η λυγεία ράβδος, ολισθαίνουσα, έτυπτε σανίδα ή βιβλίον, αντί να τύψη σάρκα, διότι οι πονηροί μαθηταί των δύο τούτων θρανίων, διολισθαίνοντες έκρυπτον την κεφαλήν και τους ώμους υπό την επικλινή σανίδα, την αποτελούσαν δι' αυτούς γραφείον και αναλόγιον, και ουχί σπανίως προσκεφάλαιον δι' ύπνον, πνίγοντες εκεί ευθύμους ή θλιβερούς καγχασμούς, και δεν ωμοίαζον με τους "επιμελείς" και ευπειθείς "μαθητίσκους" του πρώτου θρανίου, οίτινες ίσταντο ακλινείς, όμοιοι με τον παρ' Αριστοφάνει δούλον, και ετύπτοντο.
Ο διδάσκαλος είχε
- Δάσκαλε ! ...
Γραμμή 91:
Ο Γιάννης είχε γονατίσει σύρριζα εις τον τοίχον, βλέπων προς την διδασκαλικήν έδραν, ακριβώς υπό τον μαυροπίνακα. Βιάζων τον εαυτόν του να κοιτάζη εις το βιβλίον και σφίγγων τους οδόντας εφυλάττετο να μην κάμη σχήματα και μορφασμούς, προκαλούντας των συμμαθητών τον γέλωτα, διότι ήξευρεν, ότι η ράχις του γονυπετούς είναι η μάλιστα υποκειμένη εις το κράτος της διδασκαλικής ράβδου.
Αλλά δυστυχώς, όσον έσφιγγε τους οδόντας, τόσον ακουσίως εμόρφαζε, και όσον εμόρφαζε, τόσον οι συμμαθηταί του εγέλων. Ο Γιάννης με περιαλγές το πρόσωπον, έτι μάλλον έσφιγγε τους οδόντας
- Ποίος γελά; ηρώτησε πάλλων την βέργαν.
Γραμμή 131:
Σημείον, ότι το πρωινόν μάθημα ήγγιζεν εις το πέρας. Αλλά όσον ποθεινή ήτον άλλοτε η ώρα αύτη, τόσον απαισία ήτο σήμερον, αφού η τάξις όλη είχε καταδικασθή εις νηστείαν.
Είναι αληθές ότι αι θείαι, αι προμήτορες και αι μικραί αδελφαί των μαθητών ήσαν λίαν φιλόστοργοι, και οσάκις οι αδιόρθωτοι έμενον νηστικοί, του διδασκάλου κλειδώνοντος εξωθεν την θύραν και αναχωρούντος, ή
Αλλά την φοράν ταύτην μεγίστη στενοχωρία και ανυπομονησία είχε καταλάβει τους καταδικασθέντας, ίσως διότι ήτο η προτελευταία ημέρα της Απόκρεω, του Αγίου Φιλίππου, μεσούντος Νοεμβρίου, και αν την ημέραν εκείνην έχανον την τυρόπιτταν μετά ή άνευ κρομμύων, και τραχανάν μετ' ολίγου ζωμού κρέατος, επί τεσσαράκοντα ημέρας, όσον και αν εστέναζον, δεν θα ήτο τρόπος ν' αποζημιωθώσι.
Γραμμή 141:
Μετ' ολίγον επέστρεψε και διηγήθη ψιθύρω τη φωνή εις τους συμμαθητάς του, του τρίτου θρανίου, ότι η γειτόνισσα η Μόρφω η Καρούμπαινα, εμάλλωνε με την γειτόνισσάν της την Διομήναν' ότι την είχε πιάσει από τα μαλλιά και την ετραβούσεν, ότι τον σύζυγον της δευτέρας, τον μπαρμπα-Διομήν, καταφθάσαντα εγκαίρως και σπεύσαντα να λάβη μέρος υπέρ της συμβίας του, τον εκυνήγησε μ' ένα φουρναρόξυλον, το οποίον του έρριψε κατεπάνω του και ολίγον έλειψε να τον κτυπήση' ότι άμα τον έφθασε, του έδωσε δύο γροθιές κι επιάσθη μ' αυτόν χέρια με χέρια, όπως συνηθίζουσι να παλαίωσιν αι γυναίκες, φροντίζουσαι δια των χειρών ν' απείργωσι τους άνδρας από πάσης γειτνιάσεως κι επαφής προς το επανωκόρμι των, ως ιερόν και άσυλον πράγμα, ώστε ήτο περιεργότατον αληθώς φαινόμενον, θέαμα σπανιώτατον κι εκπληκτικόν.
Πρώτος ο Κώστας ο
Τρίτος ο Γιάννης ο Βότσης απήλθεν εις αντάμωσιν των δύο. Τέταρτος μετ' αυτόν μετέβη ο Δημητράκης ο Τσώνης, όλοι εκ του δευτέρου και τρίτου θρανίου.
Ο Κώστας ο Αϊβαλής είχεν
Τούτους εμιμήθησαν ευθύς κατόπιν και άλλοι πέντ' εξ, και δεν έμειναν πλέον επί των θρανίων ακροαταί της σκυτάλης ειμή ο Πάτροκλος Καμπίδης και τρεις τέσσαρες άλλοι "ευπειθείς" και "επιμελείς" μαθητίσκοι του πρώτου θρανίου.
|