Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 99:
Και μετ' επισήμου τόνου προσέθηκε'
- Σήμερον την μεσημβρίαν θα μείνετε όλοι νήστεις εδώ!
Ο διδάσκαλος επανήλθεν εις την έδραν του κι εξηκολούθησε την τεχνολογίαν επί του μαθήματος της ημέρας, την οποίαν είχεν αρχίσει από πριν. Ακολούθως, αφού εκοίταξε το ωρολόγιόν του και είδεν, ότι ήτο ενδεκάτη, μετέβη εις την συνέχειαν του κειμένου και ήρχισε να εξηγή το παρακάτω.
Σημείον, ότι το πρωινόν μάθημα ήγγιζεν εις το πέρας. Αλλά όσον ποθεινή ήτον άλλοτε η ώρα αύτη, τόσον απαισία ήτο σήμερον, αφού η τάξις όλη είχε καταδικασθή εις νηστείαν.
Είναι αληθές ότι αι θείαι, αι προμήτορες και αι μικραί αδελφαί των μαθητών ήσαν λίαν φιλόστοργοι, και οσάκις οι αδιόρθωτοι έμενον νηστικοί, του διδασκάλου κλειδώνοντος εξωθεν την θύραν και αναχωρούντος, ή μαντεύουσαιεκ της αργοπορίας του περιμενομένου, ή δι' άλλων σημάτων και δια γειτονισσών του σχολείου λαμβάνουσαι είδησιν, ετύλιγον μεγάλα τεμάχια άρτου και τυρού εις λευκόν ή χρωματιστόν προσόψιον, και δια των παραθύρων έρριπτον την δέσμην εις το υψόροφον δώμα, ματαιούσαι το σωφρονιστικόν έργον της παιδαγωγικής και διδασκαλικής μεθόδου.
Αλλά την φοράν ταύτην μεγίστη στενοχωρία και ανυπομονησία είχε καταλάβει τους καταδικασθέντας, ίσως διότι ήτο η προτελευταία ημέρα της Απόκρεω, του Αγίου Φιλίππου, μεσούντος Νοεμβρίου, και αν την ημέραν εκείνην έχανον την τυρόπιτταν μετά ή άνευ κρομμύων, και τραχανάν μετ' ολίγου ζωμού κρέατος, επί τεσσαράκοντα ημέρας, όσον και αν εστέναζον, δεν θα ήτο τρόπος ν' αποζημιωθώσι.
Συνεχείς ψιθυρισμοί ηκούοντο ανα τα τρία μαθητικά βάθρα, συνοδεύοντες ως μουσικόν υπήχημα την μονότονον φωνήν του διδασκάλου, όστις μετ' ενθουσιασμού είχεν εγκύψει εις το κείμενον του Σαμοσατέως, κρύπτων την ρίνα εν μέσω των δύο σελίδων, ως κρύπτει το όρνεον το ράμφος του υπό τας πτερύγας, και άφατον εύρισκεν εντρύφησιν εις το μέρος εκείνο, εν ω ιστορείτο ακριβώς και μετά των περιπαθεστέρων της σατίρας τόνων η σκυτάλη και τα ευεργετικά αυτής αποτελέσματα.
Εις των μαθητών, ακούσας θόρυβον έξω, είχεν εξέλθει, σιγά - σιγά πατών, γυμνόπους, χωρίς να έχη φόβον αν ο διδάσκαλος θα τον παρατηρήση.
Μετ' ολίγον επέστρεψε και διηγήθη ψιθύρω τη φωνή εις τους συμμαθητάς του, του τρίτου θρανίου, ότι η γειτόνισσα η Μόρφω η Καρούμπαινα, εμάλλωνε με την γειτόνισσάν της την Διομήναν' ότι την είχε πιάσει από τα μαλλιά και την ετραβούσεν, ότι τον σύζυγον της δευτέρας, τον μπαρμπα-Διομήν, καταφθάσαντα εγκαίρως και σπεύσαντα να λάβη μέρος υπέρ της συμβίας του, τον εκυνήγησε μ' ένα φουρναρόξυλον, το οποίον του έρριψε κατεπάνω του και ολίγον έλειψε να τον κτυπήση' ότι άμα τον έφθασε, του έδωσε δύο γροθιές κι επιάσθη μ' αυτόν χέρια με χέρια, όπως συνηθίζουσι να παλαίωσιν αι γυναίκες, φροντίζουσαι δια των χειρών ν' απείργωσι τους άνδρας από πάσης γειτνιάσεως κι επαφής προς το επανωκόρμι των, ως ιερόν και άσυλον πράγμα, ώστε ήτο περιεργότατον αληθώς φαινόμενον, θέαμα σπανιώτατον κι εκπληκτικόν.
Πρώτος ο Κώστας ο Αϊβαλης, ευθύς ως ήκουσε την ιστορίαν, δεν έχασε καιρόν, αλλ' εσηκώθη, θέτων τον δάκτυλον εις το στόμα, και πατών επ' άκρων των ποδών, διήλθε τον θάλαμον, εξήλθεν εις τον πρόδομον και κατέβη την σκάλαν. Δεύτερος τον εμιμήθη ο Γεωργούτσος.
Τρίτος ο Γιάννης ο Βότσης απήλθεν εις αντάμωσιν των δύο. Τέταρτος μετ' αυτόν μετέβη ο Δημητράκης ο Τσώνης, όλοι εκ του δευτέρου και τρίτου θρανίου.
Ο Κώστας ο Αϊβαλής είχεν αφήσειτα βιβλία και τα τετράδιά του επί του θρανίου. Είχε κατέλθει με σκοπόν να ιδή μόνον τον καυγάν και να γυρίσει εγκαίρως, πριν τελειώσει ο διδάσκαλος την ερμηνείαν της σκυτάλης και την επταπλήν επανάληψιν της εξηγήσεως. Αλλ' ο Γεωργούτσος, ο Βότσης και ο Τσώνης είχαν φροντίσει να βάλωσι τα βιβλία και τα τετράδιά των εις τους κόρφους των, σκεπτόμενοι ότι, αφού ο διδάσκαλος θα παρετήρει βεβαίως την φυγήν των, περιττόν ήτο να επανέλθωσι, κι ελεύθερος ήτο να διπλασιάση δι' άλλην ημέραν, οπού να μην είναι αποκρηά, την ποινήν της νηστείας. Αι ημέραι μάλιστα της Τεσσαρακοστής προς τούτο είχον γίνει.
Τούτους εμιμήθησαν ευθύς κατόπιν και άλλοι πέντ' εξ, και δεν έμειναν πλέον επί των θρανίων ακροαταί της σκυτάλης ειμή ο Πάτροκλος Καμπίδης και τρεις τέσσαρες άλλοι "ευπειθείς" και "επιμελείς" μαθητίσκοι του πρώτου θρανίου.
Ως ανέκυψεν εκ της σκυτάλης και της ερμηνείας λείχων τα χείλη, ως να εγλυκάνθη, ο διδάσκαλος, και απέτεινε προς τους μαθητάς την συνήθη ερώτησιν'
- Το εννοήσατε;
Εξεπλάγη μη βλέπων πλέον ενώπιόν του ή τέσσαρας σκιάς επί του πρώτου θρανίου. Τα δύο άλλα θρανία, δεύτερον και τρίτον, ήσαν έρημα.
- Τί έγινε; Πού επήγαν οι άλλοι; ηρώτησεν ανατιναχθείς εκ της έδρας, σύνοφρυς και τρέμων τα χείλη.
Και αυθορμήτως έστρεψε το βλέμμα προς τον Γιάννην Αλογάκην, όστις θεωρήσας, άμα τω πέρατι του μαθήματος, λήξασαν και την ποινήν του, εσηκώθη τρίβων τα γονατα.
- Τι με κοιτάζεις, δάσκαλε; είπεν ο Αλογάκης' τι σου φταίω εγώ; Μ' εγύρισες κατά τον τοίχο, και δεν τους είδα που φύγανε...
(1892)
|