Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 87:
Ο διδάσκαλος κατέφερε μίαν εις τον αριστερόν ώμον του Αϊβαλή, όστις περιεστάλη, εδάγκασε τα χείλη, κι εξηκολούθησε να γελά σιγανώτερα.
- Ποίος εγέλασε; επανέλαβεν ο διδάσκαλος.
Ουδείς απήντησεν. Όσοι των νεωτέρων μαθητών ήσαν "μαρτυριάρικα" και "προδότικα" από του Δημοτικού Σχολείου, στιγματιζόμενοι δια των επιθέτων, και στενοχωρημένοι δια τρόπων περιφρονήσεως υπό των μεγαλειτέρων την ηλικίαν συμμαθητών των, διωρθώνοντο άμα έφθανον εις το Ελληνικόν. Έπειτα, και αν ήτο τις ''μαρτυριάρης'', εφοβείτο να εξασκήση την τοιαύτην ροπήν του εν πλήθοντι θαλάμω, εν αντιπαραστάσει διδασκάλου και μαθητών.
Ο διδάσκαλος εν τούτοις ίστατο σύνεγγυς, άνωθεν της κεφαλής του Πατρόκλου Καμπίδου, νεαρωτάτου μαθητού, όστις, καταχρώμενος το οφθαλμικόν ελάττωμα του διδασκάλου, ένευε με φαιδρούς μορφασμούς προς τον Γιάννην Αλογάκην. Ούτος, ως είδε τον διδάσκαλον στρέψαντα προς αυτόν τα νώτα, εστοχάσθη, ότι καλόν ήτο να επωφεληθή την ευνοϊκήν στιγμήν, και σηκωθείς όρθιος έτριβε τα γόνατά του. Ο διδάσκαλος, όσον και αν ήτο μύωψ, είδε τα νεύματα και τους μίμους του ενώπιόν του καθημένου μαθητού, ενόησεν ότι απηυθύνοντο προς τον τιμωρούμενον και εστράφη αποτόμως. Ο Γιάννης εξαφνισθείς έσπευσε να γονατίση εκ νέου, αλλ' ο διδάσκαλος επρόφθασε και τον είδεν, είτε ως σκιάν, είτε ως δένδρον, όρθιον ακόμη και είτα μεταβαίνοντα εις την γονυκλινή στάσιν.
Ο διδάσκαλος ενόμισεν, ότι εύρε την λύσιν του αινίγματος, την κλείδα του μυστηρίου. Επίστευσεν, ότι ο αίτιος των γελώτων ήτο ο Αλογάκης, και υπέθεσεν ότι ο πτωχός μαθητής, εξ αρχής, και πριν αυτός ανασηκωθή από της έδρας, είχεν εγκαταλείψει βέβαια αυθαιρέτως και ασεβώς την στάσιν του τιμωρουμένου, και εντεύθεν προήρχοντο οι γέλωτες των μαθητών.
Ωργίσθη τότε φοβερά, και υψώσας την λεπτήν ράβδον έδειρεν ασπλάχνως τον πτωχόν κατάδικον.
- Τι χτυπάς, δάσκαλε; τι χτυπάς; εγόγγυσεν, αρχίσας να κλαίη, όχι τόσον από τον πόνον των ραβδισμών, όσον από άλλον ενδόμυχον πόνον αισχύνης και ταπεινώσεως και συναισθήσεως του αδίκου ο πτωχός νέος. Δε μου φταις του λόγου σου, δε μου φταίει άλλος κανείς... Φταίνε οι γονιοί μου, που δε θέλουν να με μπαρκάρουν... και μ' αφήνουν κοτζάμ γαϊδούρι, να μάθω με το στανιό γράμματα...
Ο διδάσκαλος εχαμήλωσε την βέργαν του.
- Μόνος σου ηύρες τ' όνομά σου, είπε μετά χαιρεκακίας... Από ''ιππάριον'' επροβιβάσθης κι έγινες ''όναρος''.
Ο οίκτος επάλαιεν εις τα ενδόμυχά του με οργήν. Εν τούτοις, ως τελευταίαν τιμωρίαν υπεχρέωσε τον γονατισμένον να στρέψη το πρόσωπον προς τον τοίχον, δια να μη βλέπη τους συμμαθητάς του και τους κάμνη δια μορφασμών να γελώσιν.
Ακολούθως, στραφείς προς τον όμιλον των μαθητών, μετά αυστηρότητος απήγγειλε απροσδόκητον απόφασιν'
- Εβλέπατε όλοι σας τόσην ώραν την κακοήθειαν τούτου ζωγραφισμένην εκεί (δείξας τον γονατισμένον εκεί μαθητήν και τον μαυροπίνακα) και δεν εκάματε το χρέος σας να καταγγείλητε τον δόλον εις τον διδάσκαλόν σας. Τούτο αποδεικνύει την αυθάδειαν και την αναισθησίαν σας. Όλοι θα τιμωρηθήτε!
Και μετ' επισήμου τόνου προσέθηκε'
- Σήμερον την μεσημβρίαν θα μείνετε όλοι νήστεις εδώ!