Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ κατ
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 26:
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
 
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακρανμακράν;...
 
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος;
Γραμμή 68:
- Δάσκαλε ! ...
 
Εκαλείτο Γιάννης Αλογάκης και ήτο εις εκ των αμελεστέρων, ως εικός. Ευρίσκετο από τριών ετών εις την Β' τάξιν, εναντίον του κανονισμού. Εκάθητο τελευταίος επί του τρίτου, αριστερά, ως απώτατα του διδασκάλου.
 
- Ποίος ωμίλησεν; ηρώτησεν ο διδάσκαλος.
Γραμμή 74:
- Δάσκαλε, επανέλαβεν, ο Γιάννης Αλογάκης, εγώ τα έγραψα εις τον μαυροπίνακα.
 
Είχε μάθει από δέκα ετών, εν τε τω Δημοτικώ και τω Ελληνικώ, τόσα γράμματα, όσα ηρκουνήρκουν δια ν' αντιγράφη εκ των βιβλίων δια κιμωλίας τον τυφλοσύρτην επί του μαυροπίνακος.
 
Ηγέρθη και προέβη ενώπιον του διδασκάλου.
- Μη με δέρνης, γιατί μου πονούν τα κόκκαλά μου, διδάσκαλε, είπεν αφελώς. Μ' έδειρες πολύ τες προάλλες. Γονάτισέ με, καλλίτερα.
Ο διδάσκαλος του κατέφερε μόνον δύο εις την ράχιν, και είπεν'
- Ας είναι, γονάτισε.
Ο Αλογάκης έλαβε την κιμωλίαν, εχάραξεν επί του δαπέδου μικρόν ελλειψοειδές σχήμα, δια να είναι το όριον του τόπου της τιμωρίας του, κι εγονυπέτησεν εντός τούτου, κρατών και το βιβλίον ανοικτόν εις τας χείρας.
Ο Γιάννης είχε γονατίσει σύρριζα εις τον τοίχον, βλέπων προς την διδασκαλικήν έδραν, ακριβώς υπό τον μαυροπίνακα. Βιάζων τον εαυτόν του να κοιτάζη εις το βιβλίον και σφίγγων τους οδόντας εφυλάττετο να μην κάμη σχήματα και μορφασμούς, προκαλούντας των συμμαθητών τον γέλωτα, διότι ήξευρεν, ότι η ράχις του γονυπετούς είναι η μάλιστα υποκειμένη εις το κράτος της διδασκαλικής ράβδου.
Αλλά δυστυχώς, όσον έσφιγγε τους οδόντας, τόσον ακουσίως εμόρφαζε, και όσον εμόρφαζε, τόσον οι συμμαθηταί του εγέλων. Ο Γιάννης με περιαλγές το πρόσωπον, έτι μάλλον έσφιγγε τους οδόντας καξ απέφευγε να συναντήση το βλέμμα τινός των μαθητών, φοβούμενος να μη ανταποκριθή ακουσίως εις τους γέλωτας των ευθύμων συντρόφων του, των οποίων τας μονοτόνους σχολικάς ώρας εποίκιλλον τοιαύτα καθημερινά επεισόδια, οίον ανακάλυψις τυφλοσυρτών, τράβηγμα αυτίων, άφθονοι ραβδισμοί και άλλα. Αλλ' όσον και αν εφυλάχθη, κατά τινα στιγμήν ακουσίως συνήντησε το βλέμμα του Κώστα του Αϊβαλή, όστις εγέλα ως σάτυρος, αλλά και όταν δεν εγέλα, ήρκει να προσβλέψη τις το πιθηκοειδές μούτρον του, δια να καγχάση ακρατήτως. Εν τούτοις ο Γιάννης ηδυνήθη να πνίξη και να συγκρατήση τον γέλωτα, αλλ' εις εκ του δευτέρου θρανίου απήντησε δια μικρού καγχασμού αρκετά ηχηρού, ώστε ο διδάσκαλος τον ήκουσε, και αναλαβών την βέργαν, ηγέρθη και ήλθεν απειλητικός προς τα θρανία.
- Ποίος γελά; ηρώτησε πάλλων την βέργαν.
- Κανείς, διδάσκαλε, απήντησεν ο Κώστας ο Αϊβαλής.
Ο διδάσκαλος κατέφερε μίαν εις τον αριστερόν ώμον του Αϊβαλή, όστις περιεστάλη, εδάγκασε τα χείλη, κι εξηκολούθησε να γελά σιγανώτερα.
- Ποίος εγέλασε; επανέλαβεν ο διδάσκαλος.
Ουδείς απήντησεν. Όσοι των νεωτέρων μαθητών ήσαν "μαρτυριάρικα" και "προδότικα" από του Δημοτικού Σχολείου, στιγματιζόμενοι δια των επιθέτων, και στενοχωρημένοι δια τρόπων περιφρονήσεως υπό των μεγαλειτέρων την ηλικίαν συμμαθητών
 
 
Ηγέρθη και προέβη ενώπιον του διδασκάλου.
 
[[Κατηγορία:Διηγήματα]]