Ο τυφλοσύρτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
| τίτλος = Ο τυφλοσύρτης
{{Κεφαλίδα|
| συγγραφέας = Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| τίτλος = Ο τυφλοσύρτης
| συγγραφέας = Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις =
}}
 
 
"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'' μαθητής.
 
"Δευτέρας ουν σκέψεως αρχή προυτάθη τις αρίστη των τεχνών και ράστη εκμαθείν και ανδρί ελευθέρω πρέπουσα... " απήγγελλεν όρθιος, κρατών το βιβλίον, με την παιδικήν και άχρουν φωνήν του, αλλά με φοβισμένον κάπως το ήθος, ο κληρωθείς προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'' μαθητής.
- ''Δευτέρας λοιπόν σκέψεως αρχή επροβλήθη ποία να ήτον καλλιτέρα ανάμεσα εις τας τέχνας ...'' ερρινοφθόγγει αργά αργά ο διδάσκαλος, εγκύπτων ολος εις το τετράδιον, με την ρίνα εγγίζουσαν εις το χαρτίον, με τα μάτια τέσσαρα μην του διαφύγη επί του χειρογράφου κανείς σολοικισμός ή βαρβαρισμός,προσθέτων ''κόμματα'' και τ''τελείας'' εκαι λμεταβάλλων εόλας ίτας α''οξείας'' ςεις ''βαρείας''. Εδίστασεν επί μικρόν, είτα μετέβαλε το ''επροβλήθη'' εις ''επροτάθη'', και μεταβάλλωντο όλας''ανάμεσα εις τας οτέχνας'' ξεις ε''μεταξύ ίτων ατεχνών''. ςΜεθ' ειςο βεπανέλαβε ατην ρπερικοπήν εδιορθωμένην ίως αεξής: ς.''Δευτέρας Εδίστασενλοιπόν επίσκέψεως μικρόν,αρχή είταεπροτάθη μετέβαλεποία τονα είναι καλλιτέρα μεταξύ των τεχνών ...''
ε π ρ ο β λ ή θ η εις ε π ρ ο τ ά θ η, και το α ν ά μ ε σ α ε ι ς τ α ς τ έ χ ν α ς εις
Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν. Μεθ' ο επανέλαβε την περικοπήν διορθωμένην ως εξής: Δ ε υ τ έ ρ α ς
- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
λ ο ι π ό ν σ κ έ ψ ε ω ς α ρ χ ή ε π ρ ο τ ά θ η π ο ί α ν α ε ί ν α ι κ α λ λ ι τ έ ρ α
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ε ξ ή γ η σ ι ν''εξήγησιν'' επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας ''καθαράς κ α θ α ρ ά ς ε ξ η γ ή σ ε ι ς εξηγήσεις'' του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τ ε χ ν ώ ν ...
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ''εξήγησιν''. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ''εξηγήσεως'', και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν. Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι''νεράκι''. Εσταύρωσε ταστας χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως ''Πάτερ Π ά τ ε ρ Η μ ώ νΗμών'', απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α''μαυροπίνακα'', εφ' ου υπηρχονυπήρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς ''αγκούτσες'' δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε''κλε, β λ εβλε, σ τ ρ εστρε ...''", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ''ανακατωτά'' ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.
 
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το ''παρακάτω'' "Περί των εις ''μι''" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας ''ανακατωτά'' πάλιν δι' ''επανάληψιν'', μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν. Μετέβη εις τον ''Συγγραφέα'', κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.
Αίφνης, ενώ η ρις του εφαίνετο ως να ώργωνε το τετράδιον, και η στεγνή μελάνη υγραίνετο σχεδόν και άχνιζεν από την πνοήν του, ανέκυψεν ερυθρός και μετ' αγανακτήσεως ανέκραξεν'
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
 
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
- Αυτό είναι εξ αντιγραφής!
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος; Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος;
 
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.
Δεν εφρόντιζεν ουδέ να κρύψη καν το ελάττωμά του, ή ίσως θα επίστευεν, ότι μάλλον θ' ανεδείκνυε τούτο, αν ώπλιζε τους οφθαλμούς του με δίοπτρα. Ήτο μικρόσωμος, σοβαρός άνευ επιτηδεύσεως, προγάστωρ, επιμελής και αυστηρός εις το έργον του. Επανελάμβανε καθ' εκάστην την ε ξ ή γ η σ ι ν επτάκις ή οκτάκις μετά την πρώτην ανάπτυξιν, χαριζόμενος εις τους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς της Β' τάξεως. Αλλ' ουχ ήττον, αντί να σκοτίζωνται όπως ενθυμηθώσι τας πτεροέσσας λέξεις, τας πιπτούσας εκάστοτε από το στόμα του, πολλοί τούτων ευκολώτερον και προχειρότερον εύρισκον ν' αντιγράφωσι κάποτε από τας κ α θ α ρ ά ς ε ξ η γ ή σ ε ι ς του αυτού και άλλοτε παραδοθέντος λόγου, τας οποίας ευκόλως επρομηθεύοντο από περισυνούς ή προπερισυνούς μαθητάς, συγγενείς ή φίλους των. Εάν όμως ο κλήρος έπιπτεν εις ένα των αντιγραφέων τούτων, τότε με όλην την μυωπίαν του, ή ίσως ένεκα αυτής, ο διδάσκαλος ανεγνώριζεν, εκ της στρωτής και ομαλωτέρας γραφής, την λαθροχειρίαν, και η πρέπουσα τιμωρία ανμεμενε τον βαρυκέφαλον μαθητήν.
Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.
Την ημέραν εκείνην ο διδάσκαλος εφαίνετο δύσθυμος, και μετα δυσκολίας συνέχων πάλαι υποβρέμουσαν οργήν. Ουχ ήττον, ευθύς δεν παρεφέρθη, αλλ' αφού απήγγειλε δι' εκατοστήν φοράν στερεότυπον νουθεσίαν περί της βλάβης της προσγενομένης εις τον μαθητήν εκ της αντιγραφής, ήτις αντί ν' αναπτύξει την διάνοιαν των νεων, ματαιώνει το έργον της διδασκαλίας, κάμνει τον διδάσκαλον να φαίνεται άξιος οίκτου, ως δυστυχής αεροβάτης, ως ταλαίπωρος υλοτόμος, ως μη απολαμβάνων τους κόπους του γεωργός, καξ δεικνύει τους μαθητάς ως ψιττακούς, ως κολοιούς με ξένα πτερά, "ως ξηρά ξύλα άκαρπα, εκκοπτόμενα και εις πυρ βαλλόμενα", εξέφερεν απλήν καταδίκην κατά του ενόχου της λαθροχειρίας μαθητού, όπως την προσεχή Κυριακήν αντιγράψη επτάκις την αυτήν ε ξ ή γ η σ ι ν. Είτα εκάλεσε δια κλήρου άλλον προς διόρθωσιν της ε ξ η γ ή σ ε ω ς, και πάλιν δια κλήρου εσήκωσεν άλλον και ήρχισε να τον εξετάζη Γραμματικήν.
- Λέγε!...
Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι. Εσταύρωσε τασ χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Π ά τ ε ρ Η μ ώ ν, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α, εφ' ου υπηρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε, β λ ε, σ τ ρ ε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
 
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι ''διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες'', καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το ''παρακάτω'' "Περί των εις μ ι" και ώρισε δύο ή τρεις κανόνας ''ανακατωτά'' πάλιν δι' ''επανάληψιν'', μεθ' ο έκλεισε την Γραμματικήν.
Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο νθν κατέμπροσθεν της διδασκαλικής τραπέζης, εδυσκολεύετο να την λάβη, ήρχισεν¨Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών ... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατηρ...".
Μετέβη εις τον ''Συγγραφέα'', κι εξαγαγών κλήρον ήρχισε να εξετάζη κείμενον και ερμηνείαν. Την φοράν ταύτην ο κληρωθείς δεν ήτο τόσον ανενδεής του μαυροπίνακος, όσον και ο προκαθίσας.
Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την ωοράν ταύτην, ώστε ούτος, με όλην την μυωπίαν του, δεν ηδύνατο να μη παρατηρήση, ότι το βλέμμα του μαθητού υψούτο δειλόν και τρομαλέον υπεράνω των ιδίων αυτού οφρύων και της κόμης, ως να έβλεπεν υπέρτερόν τι και αόρατον εις τους κοινούς οφθαλμούς, οπτασίαν τινα ή εμφάνειαν. Ο ευσυνείδητος ανήρ συνέλαβεν υποψίαν, ηγέρθη, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυριν, ηρεύνησεν επιμελώς επί του τοίχου, ειτα το βλέμμα του και η χειρ του η αριστερά προσέκοψαν επξ της μεγάλης τετραγώνου σανίδος. Επλησίασε την ρίνα, και ανεκάλυψεν εκεί δια κιμωλίας σημειωμένας γραμμάς: "Άρτι μεν επεπαύμην" και τα εξής... έως του "το γιγνόμενον".
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
- Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ηρώτησε με κεραυνώδη φωνήν.
Είχεν υποπτεύσει, ότι ο εξεταζόμενος εστάθη ούτω δια να είναι πλησιέστερος εις το θρανίον, με την ελπίδα, ότι οι συμμαθηταί του θα του υπεψιθύριζαν ολίγας λέξεις του κειμένου (το οποίον συνήθεια ήτο ν' απομνημονεύωσιν) όπισθεν, όπως και άλλοτε είχον φωραθή πολλάκις πράττοντες. Το σύστημα όμως τούτο είχεν εγκαταλειφθή εν τη Β' τάξει, ως παλαιόν και τετριμμένον. Αφού ο διδάσκαλος δεν ήτο κωφός, διατί να κανοναρχώσι το μάθημα προς τον εξεταζόμενον; Αφού ήτο μυωψ, διατί να μη το γράφωσιν επί του μαυροπίνακος;
- Ουδείς απήντησεν.
Ο μαθητής προέβη εν λοξόν βήμα προς την τράπεζαν και εφρόντισε να τοποθετηθή ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη με το αριστερόν του όμμα την επικουρίαν του μαυροπίνακος.
Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον ''τυφλοσύρτην''.
- Πλησιέστερον ακόμη, Γεωργούτσε, είπεν εν ανυπομονησία ο διδάσκαλος.
Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.
Ο Γεωργούτσος προέβη εν βήμα ακόμη, και ηναγκάσθη να σταθή ούτως ώστε να μη δύναται το βλέμμα του να φθάση προς το μέρος του τοίχου, χωρίς να διαβή από της σεμνής κορυφής του διδασκάλου.
Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν ''βαρύ'' και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ' όξου", και ότι αυτός δεν ήτο ο γράψας το κείμενον επί του πίνακος.
- Λέγε!...
Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του ''κειμένου'', εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.
Ο μαθητής ήρχισε να υποτονθορίζη: "Παιδεία μεν και πόνου πολλού... και δαπάνης ου σμικράς... και τύχης δείσθαι λαμπράς... Τα δε ημέτερα μικρά τε είναι... και... την επικουρίαν απαιτείν.... απαιτείν. Ει δε τινα τέχνην των βανά... των βαναύσ... των βαναύσων τούτων εκμάθοιμι...".
Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον
-Εξ αρχής λέγε! είπεν εντόνως ο διδάσκαλος. Είπομεν, ότι το κείμενον πρέπει να το απαγγέλλητε καθαρά και ξάστερα...και όχι διαπταίοντες και βαρβαρίζοντες, καθώς η ερμογλυφική τέχνη, ως θα ίδωμεν παρακάτω.
 
Ο Γεωργούτσος, όστις με απηλπισμένα βλέμματα εζήτει την βοήθειαν του μαυροπίνακος, και, επειδή ίστατο νθν κατέμπροσθεν της διδασκαλικής τραπέζης, εδυσκολεύετο να την λάβη, ήρχισεν¨Αρτι μεν επεπαύ... επεπαύμην... φοιτών ... την ηλικίαν... ο δε πατήρ... ο δε πατηρ...".
 
Τόσον πλησίον του διδασκάλου ίστατο την ωοράν ταύτην, ώστε ούτος, με όλην την μυωπίαν του, δεν ηδύνατο να μη παρατηρήση, ότι το βλέμμα του μαθητού υψούτο δειλόν και τρομαλέον υπεράνω των ιδίων αυτού οφρύων και της κόμης, ως να έβλεπεν υπέρτερόν τι και αόρατον εις τους κοινούς οφθαλμούς, οπτασίαν τινα ή εμφάνειαν. Ο ευσυνείδητος ανήρ συνέλαβεν υποψίαν, ηγέρθη, έστρεψε τα νώτα προς την ομήγυριν, ηρεύνησεν επιμελώς επί του τοίχου, ειτα το βλέμμα του και η χειρ του η αριστερά προσέκοψαν επξ της μεγάλης τετραγώνου σανίδος. Επλησίασε την ρίνα, και ανεκάλυψεν εκεί δια κιμωλίας σημειωμένας γραμμάς: "Άρτι μεν επεπαύμην" και τα εξής... έως του "το γιγνόμενον".
 
Δι' ηλεκτρικού τιναγμού εστράφη με ταχύτητα σφενδόνης, ωχρός και τρέμων εξ οργής.
 
- Ποίος από σας έγραψεν εκεί το κείμενον; ηρώτησε με κεραυνώδη φωνήν.
 
- Ουδείς απήντησεν.
 
Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον ''τυφλοσύρτην''.
 
Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.
 
Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν ''βαρύ'' και δεν μπορούσαν να το μάθουν απ' όξου", και ότι αυτός δεν ήτο ο γράψας το κείμενον επί του πίνακος.
 
Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του ''κειμένου'', εφαίνοντο γραμμέναι εκεί. Επανήλθεν εις τον πίνακα, και προσκολλήσας την ρίνα επί της μαύρης σανίδος, ανεκάλυψε τους κανόνας της Γραμματικής αναγεγραμμένους ύπερθεν του Λουκιανείου κειμένου.
 
Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον
''''''Έντονης γραφής κείμενο''''''Έντονης γραφής κείμενο''''''