Ανώνυμος χρήστης
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Ο τελευταίος έτυχε να είναι εκ των επιμελεστέρων, κατά την μαθητικήν σημασίαν της λέξεως, εκ των μάλλον προσομοίων δηλαδή με τους ψιττακούς, ους είχεν αναφέρει ως παράδειγμα ο διδάσκαλος, και είχε μάθει το μάθημα ν ε ρ ά κ ι. Εσταύρωσε τασ χείρας και ήρχισε ν' απαγγέλη κανόνας της Γραμματικής ως Π ά τ ε ρ Η μ ώ ν, απνευστί και χωρίς στιγμάς και τελείας. Ούτε κατεδέχθη μάλιστα να στρέψη πλάγιον βλέμμα εις τον μ α υ ρ ο π ί ν α κ α, εφ' ου υπηρχον, δια καλόν και δια κακόν, τινες α γ κ ο ύ τ σ ε ς δια κιμωλίας χαραγμέναι. Υπέψαλλε δι' απαλής και σιγανής φωνής: "Των εχόντων ρίζαν κ λ ε, β λ ε, σ τ ρ ε ...", ή "τα δίχρονα εν τέλει των ουδετέρων ...". Και δεν έστρεφε βλέμμα προς τον επί του τοίχου μέλανα πίνακα, δια να ίδη, ότι οι δύο ούτοι κανόνες, τους οποίους είχε βάλει να μελετήσωσιν α ν α κ α τ ω τ ά ο διδάσκαλος, επιβάλλων εις την Β' τάξιν επανάληψιν των μαθημάτων της Α', εφαίνοντο την πρωίαν εκείνην και δια κιμωλίας ευκρινώς αναγεγραμμένοι. Αλλ' είπε το μάθημά του και εκάθισε.
Ο αγαθός διδάσκαλος ανέπτυξε δι' ολίγων το
Μετέβη εις τον
Μετά τους γραμματικούς κανόνας εφαίνετο επί της μαυροβαφούς, και ξασπρισμένης από τα σβυσίματα της κιμωλίας και από την πολυκαιρίαν, σανίδος, οριζόντιος γραμμή, και κάτω ταύτης μακροτέρα παράγραφος έλεγεν: "¨Αρτι μεν επεπαύμην... τοις πλείστοις μεν ουν έδοξε παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς...". Και ο μαθητής, σταθείς εις ευλαβή απόστασιν από της διδασκαλικής έδρας και τραπέζης, με το εν όμμα προσβλέπων περιδεής τον διδάσκαλον, με το άλλο κοιτάζων ευγνωμόνως τον μαυροπίνακα, ήρχιζε ν' απαγγέλλη: "Άρτι μεν επεπ... επεπαύ... επεπαύμην... Άρτι μεν επεπαύ... μην εις τα διδασκαλεία φοιτών...
- Ελθέ πλησιέστερον, είπεν ο διδάσκαλος' διατί εστάθης τόσον μακραν;...
- Ουδείς απήντησεν.
Ο διδάσκαλος δεν επέμεινεν. Εγνώριζε εκ πείρας, ότι, όσας και αν ενήργει ανακρίσεις, δυσκόλως θ' ανεκαλύπτε τον αυτουργόν. Αλλά κατά τους νόμους τησ αλληλεγγύης ο πταίστης ήτο όλη η τάξις. Και έτι μάλλον πταίστης ήτον ο Γεωργούτσος, όστις είχε φωραθή επωφελούμενος τον
Ήρπασε την βέργαν και ήρχισε να κλίνη το γνωστόν βαρύτονον, το πρότυπον και συμβολικόν ρήμα, επί της ράχεως του ατυχούς μαθητού.
Ο Γεωργούτσος προσεπάθησε να φυλαχθή με τας χείρας, όσον ηδύνατο, και ηγωνίσθη να συλλάβη την βέργαν. Αλλ' ο διδάσκαλος έτι μάλλον εθύμωνεν. Ο νέος εφώναζεν, ότι δεν έπταιεν αυτός, ότι και άλλοι είχον ωφεληθή ήδη απο το ίδιον βοήθημα, "επειδή το μάθημα ήταν
Ο διδάσκαλος δεν είχε προσέξει, ότι και άλλαι γραμμαί, πλην του
Αφρίζων εξ οργής, εστράφη προς το θρανίον, καί καλέσας τον
|