Ιλιάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AndreasJS (συζήτηση | Συνεισφορά)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 45:
[[pl:Iliada]]
[[ru:Илиада (Гомер)]]
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 
Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντες και στις πάση
 
αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση
 
τις τροµερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις
 
η άσχηµη µοίρα Οδυσσεύς σ' έβαλε να τρυγήσεις.
 
Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεµάτα χρόνια
 
σπουδαία τα κατάφερες, για σε µιλούν αιώνια.
 
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο, τολµηρό
 
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωµερό,
 
και τους µνηστήρες µπόρεσες όλους να κυνηγήσεις
 
της Πηνελόπης το µουνί µε λύσσα να τρυγήσεις.
 
Και τώρα φίλοι µου καλοί και χιλιοδιαβασµένοι
 
όλοι µαζί τη δράση του, την πολυδοξασµένη
 
ας δούµε πάλι από κοντά, πώς έµεινε αιώνια
 
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασµα στα χρόνια...
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Α'
 
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
 
Ο Τρωικός ο πόλεµος είχε αφορµή τον κώλο
 
και όσα λέει ο Όµηρος γνωστά στον κόσµο όλον.
 
Ο κώλος και όχι το µουνί υπήρξε η αιτία
 
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία:
 
Τον Πάρι γιο του Πριάµου νέο πολύ ωραίο
 
που όπως λεν' οι Στορικοί κωλοµπαρά σπουδαίο
 
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη
 
ο βασιλιάς Μενέλαος στο µέγα του παλάτι.
 
Είχ' όµως ο Μενέλαος έν' ανιψιό ωραίο
 
µε κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το µοιραίο,
 
ο Πάρις ο κωλοµπαράς σαν είδε αυτόν τον κώλο
 
τον τορνευτό, το σπάνιο δια τον κόσµον όλο.
 
Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
 
κι οχτώ φορές τον γάµησε µε κάβλα και ραξάτι
 
κατά κακή του σύµπτωση να σου και η Ελένη
 
βλέπει την τροµερή ψωλή την τριπλοκαβλωµένη.
 
Και όπως ήταν φυσικό εκάβλωσε πολύ
 
και σκέφτηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή.
 
Την άλλη µέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
 
αυτή τα πλούσια τα βυζιά µε τέχνη τα ανοίγει
 
στου Πάρι πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
 
µ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαµήσι.
 
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
 
και ο Πάρις την εξέσκισε τη γάµησε από τον κώλο.
 
Μα σαν η τροµερή ψωλή στον κώλο της εχώθει
 
την έσκισε κι ο κώλος της µε το µουνί ενώθει.
 
Εις την κατάσταση αυτή πλέον µη δυναµένη
 
να ζει µε τον Μενέλαο η κωλογαµηµένη
 
τον Πάρι ακολούθησε και φύγαν για την Τροία
 
και κει πλέον ελεύθερα γαµιέται η αχρεία.
 
Τσιµπούκια και εξηνταεννιά, ψαλίδια, πλακοµούνια
 
στενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνια
 
οληµερίς και ολονυχτίς γεύεται και γαµιέται
 
και τώρα πια το κέρατο τ' ανδρός της δε µετριέται.
 
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαµένος
 
περίλυπος µονολογεί και λέει απελπισµένος.
 
Πούτσα µου πώς κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
 
που όταν µύριζες µουνί γινόσουνα µεγάλη.
 
Αγρίευες και εθέριευες, γινόσουν άνω κάτω
 
και ξέσκιζες της καθεµιάς τον µούνο και τον πάτο
 
τώρα κλεισµένη στο βρακί ∆ε µου ζητάς παιχνίδια
 
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια.
 
Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες
 
και βρήκαν λύση τολµηρή γι' άνδρες Πουτσαράδες.
 
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεµο µε την Τροία
 
µα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία...
 
Πάνω στης Τροίας τα βουνά που `ναι σαν κωλοµέρια
 
καθότανε ο Όµηρος µε την ψωλή στα χέρια.
 
Καθώς µαλακιζότανε και σκόρπιζε το χύσι
 
θεία του ήρθε έµπνευση το έπος του ν` αρχίσει.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Β'
 
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ
 
Μαζευτήκανε οι αρχηγοί για σύσκεψη µεγάλη
 
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι
 
ο βασιλιάς Μενέλαος µονολογεί σαν γραία
 
και κλαίει και οδύρεται µαζί µε Οδυσσέα:
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
 
Χάθηκα Οδυσσέα, µου κλέψαν το Λενάκι
 
και άλλος τώρα χαίρεται τ` ωραίο της µουνάκι.
 
Έφυγε η ξέκωλη και πήγε µε τον Πάρι
 
σαν να µην είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
 
Στο λέω Οδυσσέα µου, στο λέω αν δεν γυρίσει
 
στον Πάρι και εγώ θα πάω να µε γαµήσει.
 
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ
 
Ησύχασε Μενέλαε µην κάνεις σαν µωρό
 
ξέρεις εγώ τα κλάµατα πολύ τα τιµωρώ.
 
Θα τον τσακίσω τον µπινέ και θε να βλαστηµήσει
 
την ώρα που αποφάσιζε να σου την εγαµήσει.
 
Είναι κι αυτή παλιόπραµα, για ένα-δυο µήλα
 
στην Τροία, τώρα που µιλώ, γαµιέται σαν τη σκύλα.
 
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα
 
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:
 
ΑΙΑΣ
 
Φίλε Αγαµέµνονα, φίλε Οδυσσέα γεια σας
 
ή όπως λεν κι οι συγχωριανοί, ψωλή µου στα µεριά σας.
 
Το έµαθα Μενέλαε, µαλάκα να σε βράσω
 
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσσο.
 
Κι αν η Ελένη σου `φυγε δική σου ήταν βλακεία
 
αλλά µην απελπίζεσαι σου µένει η µαλακία.
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Εδώ που σε καλέσαµε σ` έχουµ` ανάγκη Αία
 
µην τον πειράζεις, το λοιπόν ετούτον τον Μαλέα,
 
να το σκεφτούµε σοβαρά το τι µπορεί να γίνει
 
και η φυλή την προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.
 
ΑΙΑΣ
 
Τι διάβολο Αγαµέµνονα γιατί µε λένε Αία,
 
ακόµη δεν τελείωσες και µου `ρθε µια ιδέα.
 
Εγώ προτείνω, το λοιπόν, να µεταµφιεστούµε
 
σαν αστυνοµικοί κρυφοί, στην Τροία κι δυο να µπούµε,
 
εγώ του τµήµατος ηθών και συ της ασφαλείας,
 
θα έχουµε και ένταλµα προς χάρη ασφαλείας.
 
Ζητάµε από τον Πρίαµο εξέταση εν γένει,
 
όλες τις εξετάζουµε, φθάνουµε στην Ελένη.
 
Κοιτάµε το µουνάκι της µε πούτσα καβλωµένη
 
της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερµετρωπία,
 
την παίρνουµε για τη Συγγρού να κάνει θεραπεία.
 
Έτσι λοιπόν στα γρήγορα και δίχως φασαρία
 
στη Σπάρτη την πηγαίνουµε και λήγει η ιστορία.
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Καλή ήταν η ιδέα σου, µ` αν µας ανακαλύψει
 
θα µας γαµήσει και τους δυο και µάλιστα µε στύση.
 
Εγώ προτείνω επίθεση µε το στρατό και στόλο µας,
 
γιατί µε την ιδέα σου θα χάσουµε τον κώλο µας
 
και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
 
αφού την γλύτωσα µικρός να γαµηθώ µεγάλος.
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
 
Αδέρφια κάντε γρήγορα κάθε λεπτό που µπαίνει,
 
ο Πάρις στο κρεβάτι του, γαµάει την Ελένη.
 
Φέρτε µου το Λενάκι µου και άµα το θελήσετε
 
πολύ ευχαρίστως κάθοµαι µετά να µε γαµήσετε.
 
Τότ' επενέβη ο Οδυσσεύς και µίλησε σταράτα
 
στο βασιλιά Μενέλαο και του 'σκουσε τη γάτα:
 
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ
 
Aσ` τα κουβαρνταλίκια σου, εµείς δεν τα µασάµε,
 
το ξέρεις δε πολύ καλά πως κώλο δεν γαµάµε
 
και κάτι τέτοιο αν κάνουµε µια µέρα παρά φύση,
 
να µαραθεί ο πούτσος µας να µην µπορεί να χύσει.
 
Εµείς θα καταφέρουµε να µπαλωθεί η ζηµιά σου,
 
µα ψάξε εσύ µονάχος σου για να `βρεις τον γαµιά σου.
 
Έτσι εσταµατήσανε χωρίς να καταλήξουν
 
για να σκεφτούν καλύτερα προτού να ξανασµίξουν
 
και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει
 
να γλυτώσουνε τα βάσανα µακριά σε ξένα µέρη.
 
Τ' απόγευµα συνέχισαν, µα είχαν άλλες βλέψεις
 
µε βάση το φιλότιµο και λανθασµένες σκέψεις.
 
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεµο η γνώµη
 
κι έτσι άρχισαν τα δεινά, το αίµα και οι τρόµοι...
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Γ'
 
Ο ∆ΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
 
Πρωί π` αρχίζουν να γαµούν τις κότες τα κοκόρια
 
απ` την Αυλίδα φύγανε σαρανταδυό βαπόρια
 
ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο Μέγας Αχιλλέας
 
ο Οδυσσεύς κι ο Πάτροκλος, ο πούστης της παρέας.
 
Μπροστά στα τείχη στάθηκαν τσαµπουκαλήδες όλοι
 
και µάταια προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη.
 
Στα γύρω τα περίχωρα µουνί δεν είχε µείνει
 
κι όλος ο κόσµος γενικά µπουρδέλο είχε γίνει.
 
Κι αγάµητο πετύχανε µουνί να µην αφήσουν
 
την πόλη δεν κατάφεραν όµως να την πατίσουν.
 
Μια µέρα που ο Πάτροκλος έπαιρνε το λουτρό του και
 
ο Αχιλλέας µπάνιζε απ` το παράθυρό του,
 
πανσέληνος του φάνηκε του Πάτροκλου ο κώλος
 
και ευθύς του ανυψώθηκε δυο πιθαµές ο ψώλος.
 
Γύρω απ` το κάστρο το γερό µε τα ψιλά τα τείχη
 
στέκονται οι Έλληνες βουβοί και βλαστηµούν την τύχη.
 
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
 
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.
 
Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς που `χει κι αυτός σαστίσει
 
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουνε µια λύση.
 
-Αχ Οδυσσέα-, έλεγε, -είσαι µεγάλος βλάκας
 
ποιος είπε στον Μενέλαο να γεννηθεί µαλάκας;
 
Και έτσι τον Πάρι άφησε να τόνε κερατώσει
 
και στης Ελένης το µουνί τον πούτσο του να χώσει.
 
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ
 
Μα φταίω `γω για όλα αυτά ν` αφήσω την καλή µου,
 
και δέκα χρόνια να τραβώ στην Τροία το πουλί µου;-
 
Αυτά κι άλλα σκεφτότανε µάτι χωρίς να κλείσει
 
και το µυαλό του έστυβε να βρει µια κάποια λύση.
 
Ήταν στην τρύπια του σκηνή µια µέρα ξαπλωµένος
 
κι εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωµένος,
 
και τα µεγάλα αρχίδια του κρεµότανε µε χάρη
 
νάσου µπροστά του η Αθηνά µ` ασπίδα και κοντάρι.
 
Σηκώνει την χλαµύδα της, του δείχνει το µουνί της
 
σκύβει του λέει στο αυτί µε τη γλυκιά φωνή της:
 
-
 
Ω, πολυµήχανε Οδυσσεύς απ` τ` ουρανού τα ύψη
 
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα µε θλίψη,
 
της Πηνελόπης το µουνί να το γαµάς µε λύσσα
 
κι αόρατη κατέβαινα και σου `γλυφα τα χύσια.
 
Σαν λιγωµένη κοίταζα τη φοβερή ψωλή σου
 
τ` αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καβλί σου.
 
Είµ` από τότε ανήσυχη και δεν θα ησυχάσω
 
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιµάσω.
 
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
 
µα θέλω σαν αντάλλαγµα να µου τον εφορµάρεις.-
 
Ο Οδυσσεύς τα µάσησε και σκέφτηκε ώρα λίγη
 
είδε πως ήταν δύσκολο πολύ να τ` αποφύγει.
 
Της βάζει µια τρικλοποδιά, την έριξε στο χώµα
 
κι από την κάβλα την πολλή θα την γαµούσε ακόµα.
 
Μα ο νους του πήγε στη δουλειά, σηκώνεται ξανά
 
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά:
 
-Μικρή καβλιάρα στο `κανα και τούτο το χατίρι
 
το κόλπο λέγε γρήγορα και σπάσε άι σιχτίρι-.
 
Και ξέρετε από τον Όµηρο, να µην τα λέω ξανά
 
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.
 
Έφτιαξαν ένα άλογο ψιλό τριάντα µέτρα
 
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
 
Μέσα στην τρύπια του κοιλιά κρυφτήκανε µ` ελπίδα
 
και κόβανε την κίνηση απ` την κωλοτρυπίδα.
 
Κι οι Τρώες που στο βάθος τους µαλάκες ήταν όλοι
 
γκρεµίσανε τα τείχη τους και το 'βαλαν στην πόλη.
 
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασµένοι
 
στα µαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισµένοι.
 
Μέσα στης νύχτας το βαθύ ατέλειωτο σκοτάδι
 
ξεχύνονται από παντού σαν να 'ρχονται απ' τον δη
 
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι
 
κι απ' του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
 
Με φοβερούς αλαλαγµούς ανάβουν τα δαυλιά τους,
 
µε τ` άλλο χέρι κράταγαν τα κόκκινα καβλιά τους.
 
Μέσα σε σπίτια µπαίνανε σαν κρίαροι βαρβάτοι
 
και είτε γυναίκα ή άνδρα δουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.
 
Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες ξεγνιασµένοι
 
για πότε τον εφάγανε µυστήριο τους µένει.
 
Του κάκου ούρλιαζε ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν
 
όλους
 
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκιζαν τους κώλους.
 
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία
 
πρώτα να πέσουν έπρεπε και των Αχαιών τα τρία.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ∆'
 
ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥΝ
 
Ήταν σχεδόν αδύνατο µέσ' την παλιά την πόλη
 
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι ή περβόλι
 
την Τροία πια την όµορφη την είχαν ξεκληρίσει
 
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.
 
Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη
 
για να βρουν το ψωλόχωµα και κάνανε πληγή.
 
Κι αδιάκοµα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
 
κι όποιος αντιστέκετο, έπεφταν και σφαγές.
 
Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
 
γλέντια, χαρές, ξεφάντωµα, γαµήσια κακοίθι.
 
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασµένα
 
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα 'χανε χαµένα.
 
Στους καβλερούς τους Αχαιούς σαν άλµπουρα οι ψωλοί
 
στους Τρωάδες σκούζοντας -πονάνε πια οι κώλοι-
 
το βράδυ που κουράστηκαν απ' την πολλή καβάλα
 
αρχίσανε να σκέφτονται για σύντοµη φευγάλα.
 
Στα πλοία κουβαλούσανε διαµάντια και πετράδια
 
χρυσάφι, ασήµι και χαλκό µέσ' τα βαθιά σκοτάδια
 
τα πήγαιναν στ' αµπάρια τους τα παραφορτωµένα
 
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαµένα.
 
Κι αφού τελείωσαν όλα αυτά, τα τόσα λίµπρα
 
την χιλιογαµηµένη πήρανε, σαν να 'τανε κυρά
 
και την επαρουσιάσανε σαν ήταν αρπαγµένη
 
και πως µε ζόρι κι απειλές ήτανε γαµηµένη.
 
Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
 
έξυπνη και πανέµορφη και κάβλα όλο γεµάτη
 
κι ολόγυµνη µε το µουνί καλά ρωµατισµένο
 
µε µόνο το βρακάκι της κι αυτό µισό βγαλµένο
 
µπροστά εις τον Μενέλαο εστάθει η Ελένη
 
κι αυτός θωρώντας την βουβά µε πούτσα καβλωµένη
 
άρχισε να γυµνώνεται, πετώντας το σπαθί
 
και στη στιγµή οι σύντροφοί του τον έχουν µιµηθεί
 
και όσο αυτός εγάµαγε µ' όρµη και φλυαρία
 
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε µαλακία.
 
Μα όλα ετελείωσαν, τέρµα στα πανηγύρια
 
έλυσαν τα καράβια τους, χάλασαν τα τσαντίρια
 
στοιβάζουν τις αιχµάλωτες, βουνό τις κακόµοιρες
 
νέες µικρές ανύπαντρες, γεµάτες όλες ψείρες
 
θυσίασαν του Πριάµου την κόρη Πολυξένη
 
για να τιµήσουν τους Θεούς σ' όλη την οικουµένη.
 
Έτσι εξεκινήσανε απ' την ερειπωµένη Τροία
 
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία
 
για της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιµάνι
 
µ' επιθυµία αµέτρητη να φτάσουν µάνι-µάνι.
 
Και δεν θ' αργούσαν να 'φταναν στην όµορφη πατρίδα
 
αν ξαφνικά δεν έπιανε µεγάλη καταιγίδα.
 
Φύσηξε αέρας τροµερός, κι αγρίεψε η φύση
 
µαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση
 
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβια
 
κι έχασε η µάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια
 
κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανήθηκαν
 
κι άλλοι γύρισαν νύκτες και άλλοι γαµηθήκαν.
 
Όµως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία
 
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η ιστορία
 
όπως ο πολυµήχανος, πανούργος Οδυσσέας
 
που από µικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.
 
Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία
 
όταν αυτός εδιάλεξε µια δόση µαλακία
 
και δεν την άφησε γυµνή τον πούτσο του να παίξει
 
να τον ρουφά αχόρταγα Σα να 'χε πετιµέζι.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ε'
 
ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ
 
ΛΟΤΟΦΑΓΩΝ
 
Ο άνεµος τους έφερε στη χώρα των Κικόνων
 
επάνω στο κατάστρωµα τα πάντα όλα σαρώνουν.
 
Βγήκαν αµέσως στη ξηρά κι άρχισαν επιθέσεις
 
µάζεψαν λάφυρα πολλά, του µέλλοντος ανέσεις.
 
Μάχη εδώσανε σκληρή και χάσανε συντρόφους
 
όταν τους επιτέθηκαν στους γύρω-γύρω λόφους
 
την ώρα που γαµούσανε τα δροσερά µουνάκια
 
και τρώγανε και πίνανε µε κάβλα και µεράκια.
 
Μετά εξεκινήσανε και στα καράβια µπήκαν
 
αυξάνοντας σηµαντικά των θυγατρών την προίκα.
 
∆εν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησί
 
κι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασί,
 
µα η ξηρά π' αράξανε είχε πολλές παγίδες
 
οι Λωτοφάγοι µένανε, κοντά και µε φακίδες
 
µα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσει
 
κώλο µονάχα γάµαγαν σ' ένα τρελό µεθύσι.
 
Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας λωτούς
 
τόσο γλυκοί που ήτανε, ξεχνούσαν τους γνωστούς
 
οι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσαν
 
και στη γλυκιά πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν.
 
Και αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνω
 
µα ο λόγος ήταν διάφορος και στην αλήθεια φτάνω.
 
Σ' αυτό το ωραίο το νησί µε τις πολλές κοιλάδες
 
ζούσαν οι µεγαλύτεροι, τρανοί κωλοµπαράδες.
 
Αυτοί µε τέχνη ασύγκριτη και µέθοδο σπουδαία
 
γαµούσανε χωρίς ντροπή και µόνοι και παρέα
 
µε σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχηµένο
 
για κώλο που 'χε γαµηθεί, για κώλο και παρθένο.
 
Έτσι τα καταφέρανε, µε τέχνη και µανία
 
και δεν παρέµενε ποτέ καµιά παρθενιά
 
κι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ' το τρελό γαµήσι
 
κι έχυνε ο κώλος ολονών Σα να 'τανε µια βρύση.
 
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθµίζει
 
τους κώλους υποσχέθηκε σ' όλους να τους δροσίσει
 
και τότε δέχτηκαν αυτοί το πλοίο να κινήσει
 
µα ζήτησαν όλοι µαζί πρώτα να τους γαµήσει.
 
Κι ο Οδυσσεύς γλυκόψωλος πηδώντας και µε γέλια
 
τον πόθο άναψε παντού σε κώλους και σε σκέλια
 
και η ψωλή καβλώθηκε, µαγκούρα έχει γίνει
 
καθόλου δεν κουράστηκε, σαν βρύση όλο χύνει.
 
Ικανοποιώντας τους λοιπόν όλους εις την αράδα
 
τους γάµησε, τους ξέσκισε όλους µε νουµεράδα
 
και ξαναφύγαν µ' όρεξη για τη γλυκιά πατρίδα
 
ελπίζοντας µη πέσουνε σ' άλλη καµιά παγίδα.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΣΤ'
 
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ
 
Πολύ εδυσκολεύτηκε την συντροφιά να πείσει
 
να ξεχαστούν συνήθειες που είχε αποκτήσει
 
να σταµατήσουν να ζητούν όλους να τους γαµήσει
 
φωνάζοντας και λέγοντας πως θα τους απολύσει.
 
Κι έτσι τα κατάφερε ένα πρωί να φτάσουν
 
σε κάποια όµορφη στεριά Θεό για να δοξάσουν
 
που όλους τους απάλλαξε απ' τα κακά τα βίτσια
 
αυτούς τους λεβεντόκορµους ψηλούς σαν κυπαρίσια.
 
Μα η χώρα που πατήσανε ήτανε των Κυκλώπων
 
κι εκεί τους επερίµενε ζωή γεµάτη κόπων.
 
Όταν σκοτείνιασε αρκετά, ξεκίνησαν µε τάξη
 
ο Οδυσσεύς µε δώδεκα, προµήθειες να αρπάξει.
 
Εµπήκαν µέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνα
 
και είχαν εξασφαλιστεί στο µέλλον από πείνα.
 
Μα ξάφνου εµφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρτα
 
έµπασε µέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα.
 
Αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφους
 
ξερίζωσε τον πούτσο τους, τους έκανε πια ψόφιους
 
κι ενώ αυτοί εβόγκαγαν πεθαίνοντας στο χώµα
 
τους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώµα.
 
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλι
 
τον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλι
 
κι αφού κοιµήθηκε βαριά µέσ' το γλυκό µεθύσι
 
στειλιάρι έφτιαξ' αιχµηρό απ' ίσιο κυπαρίσσι
 
κι αφού τον έγδυσε καλά, του το 'χωσαν στο µάτι
 
και του 'µπιξαν ταυτόχρονα στον κώλο ένα κατάρτι
 
οι δυνατοί συντρόφοι του µε βία και γινάτι
 
κι έφυγαν τρέχοντας µαζί από το µονοπάτι.
 
Εφτάσανε στο πλοίο τους, στο φίνο ακρογιάλι
 
µπήκανε µέσα στη στιγµή και µε όρµη πολλή µεγάλη
 
ξεκίνησαν µε τα κουπιά κι έφυγαν τροµαγµένοι
 
πιστεύοντας πως ήτανε απ' τη ζωή χαµένοι.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ζ'
 
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ
 
Σε λίγο έφτασε ο Οδυσσεύς, στη νήσο Αιολία
 
χώρα που είχε σαν έµβληµα, µόρφωση και σχολεία.
 
Στην πράξη όµως ήτανε πρόστυχο νησί
 
που οι κάτοικοί του ζούσανε µε χάδια και κρασί.
 
Από τον γέρο Αίολο επήρε τ' όνοµά του
 
το σεξ και κάργα πουτανιά επήρε απ' τη µαµά του.
 
Και τώρα ας προσέξουµε τι λέγει η Ιστορία
 
για τους κατοίκους του νησιού για σεξ και πονηρία.
 
Μια ντουζίνα από παιδιά ο Αίολος είχε κάνει
 
έξι αγόρια φρόνιµα, ψηλά σαν πελεκάνοι
 
κι έξι κορίτσια όµορφα, γλυκά και µορφωµένα
 
για σπιτικό νοικοκυριό, µονάχα γαµηµένα...
 
Τα πράγµατα όµως δυστυχώς ήταν τελείως άλλα
 
κι οληµερίς βρισκόντουσαν σ' ανάσκελη καβάλα
 
µα την αλήθεια άλλαξε σαφώς ο ιστορικός
 
όταν εγάµησε τρελά αυτός περαστικός.
 
Με µια κουβέντα ήτανε φαµίλια που γαµιότανε
 
κι όλο για πούτσους και µουνιά οληµερίς σκεφτότανε
 
µε κατευθύνσεις και σκοπούς σε σύλληψη απίθανες
 
σταµάταγαν το ξέσκισµα και γίνονταν ηµίθανες.
 
Και γράφει ένας διαβατικός πολύ χαριτωµένος
 
από παρακολούθηση, γιατί είχ' αυτό το µένος
 
δυο αδερφιών που σκίζονταν επάνω στο κρεβάτι
 
και φώναζαν και µίλαγαν µε κάβλα και γινάτι:
 
-Μωρό µου, γλύκα µου εσύ, τεχνήτρα στο γαµήσι
 
τέτοια ηδονή αγάπη µου, τέτοιο γλυκό µεθύσι
 
ούτε η πορνοµάνα µας δεν ξέρει τόσα κόλπα.-
 
Κι εκείνη αποκρίθηκε -Πάψε βρε πούστη, σώπα
 
γιατί τα ίδια πράγµατα µου λέει και ο πατέρας.-
 
-Ώστε γαµεί και σένανε το βροµερό το τέρας
 
και µου 'λεγε ο άτιµος, ο ψεύτης, ο αλήτης
 
πως µόνο εµένανε γαµεί, εγώ είµ' ο τεχνίτης.-
 
Τώρα λοιπόν γνωρίσατε τη χώρα Αιολία
 
που 'ταν πανεπιστήµιο σε προστυχοσχολεία
 
Γι' αυτό περάσανε καλά και µάθανε τερτίπια
 
του Οδυσσέα οι σύντροφοι µα γίνανε ερείπια.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Η'
 
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΙΡΚΗΣ
 
Τελείωσαν µε τους Αίολες και φθάσαν σε λιµάνι
 
κι ανέβηκε ο Οδυσσεύς γοργά και µάνι-µάνι
 
σε ένα λόφο υψηλό για να βρει κάποιο σπίτι
 
ν' ασκούσει ανθρώπινη φωνή, να δει κανά πολίτη.
 
Εχώρισε τους άνδρες του σε δυο µικρές οµάδες
 
και είπε στον Ευρύλογο να πάει στις κοιλάδες
 
που 'δε χτισµένο ακίνητο µεγάλο σαν σχολείο
 
µα ήτανε ανάκτορο τρανό µε µεγαλείο.
 
Σε λίγο επλησίασαν και µπαίνουν στο παλάτι
 
µόνος κρυµµένος έµεινε και µ' άγρυπνο το µάτι
 
ο αρχηγός Ευρύλογος στην άκρη µιας σχισµάδας
 
παραµονεύοντας να δει την τύχη της οµάδας.
 
Από την κρύπτη του αυτή, που ήτανε χωµένος
 
πήρε τροµάρα φοβερή, κοιτούσε µαγεµένος
 
συντρόφους λεβεντόκορµους, δυο µέτρα παλικάρια
 
να γίνουν χοίροι στο λεπτό, να βόσκουν στα λιθάρια.
 
Μα στη στιγµή αντέδρασε και έτρεξε να φύγει
 
στον Οδυσσέα για να πάει, τον πόνο που τον πνίγει.
 
Ο Οδυσσεύς στο µεταξύ µ' Ερµή εσυναντήθει
 
κι αφού τον εδασκάλεψε, προς το παλάτι εχύθει.
 
Εκεί την Κίρκη εγάµησε µ' ασύγκριτη γλυκάδα
 
την έδειρε, την µαύρισε, σαν να 'τανε φοράδα
 
γιατί ήτανε µαζόχα κι ήθελε κάργα ξύλο
 
και πούτσο να την εγαµεί, σαν της ∆ΕΗ το στύλο.
 
Και όταν γλυκαθήκανε απ' το τρελό γαµήσι
 
και το µουνί της έχυνε σαν να 'τανε µια βρύση
 
τότε µε µαγικά ραβδιά τους χτύπαγε ένα-ένα
 
κι άνθρωποι εγινόντουσαν και τα 'χανε χαµένα.
 
Έτσι ξεπέρασε κι αυτό της µοίρας το γραµµένο
 
και τον εβρίκε το πρωί µε πούτσο µαραµένο
 
µα είχε κράση δυνατή, κι ήταν µυαλό σπουδαίο
 
κι αµέσως ασχολήθηκε µε κάτι το ωραίο.
 
Εσκέφτει να επισκεφθεί τους φίλους του στον δη
 
και στη Θεά το ζήτησε µε θάρρος και µε χάδι.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Θ'
 
ΣΤΑ ΤΟΥ Α∆Η
 
Πήρε λοιπόν την άδεια, και την Θεά την πείθει
 
αφού την εκατάσκεψε τον όµορφο τον πύθι
 
να πάει στα βασίλεια του Aδη να γαµήσει
 
κι όσο πιο γρήγορα µπορεί οπίσω να γυρίσει.
 
Νυφούλες, νέοι πούστηδες µυριοβασανισµένοι
 
κοπέλες οµορφότατες µε την καρδιά θλιµµένη
 
σαν άµµος εµαζεύτηκαν τριγύρω του µε λύσσα
 
εχάιδευαν τον πούτσο του και του 'γλυφαν τα χύσια.
 
Και τότε µια καµπαρετζού, µεγάλη πουτανάρα
 
φώναξε µε βραχνή φωνή και κάργα παιχνιδιάρα:
 
-Βλέπω έναν να 'ρχεται και καβλοχτυπηµένο
 
στης Αφροδίτης τα όργια τόνε θαρρώ µπλεγµένο
 
τον έρωτά µου προς εσέ θε να σου δείξω η ίδια-
 
κι αµέσως του τον άρπαξε κρατώντας του τ' αρχίδια.
 
Τι κάβλα είναι τούτη δω αλήτη και καβλιάρη
 
έχεις µια πούτσα κάθετη σα να 'τανε στυλιάρι.
 
Θε να σηκώσω αψηλά τα σκέλια στο ταβάνι
 
και θα σκιστώ σαν πουταναριό, σαν πόρνη που το κάνει.
 
Μίλησε τότε ο Οδυσσεύς, µουγκρίζοντας λιγάκι
 
γιατί από κάβλα φούντωνε σα να 'τανε γεράκι.
 
Αλή σε µε ο δύστυχος τι κάβλα µ' έχει πιάσει
 
σα να µε 'δεσαν σε τροχό τ' αρχίδια µου 'χουν σπάσει
 
και τώρα αγάπη µου γλυκιά µη λες ανοησίες
 
έχεις τον πόθο για ψωλή και µέχρι αφασίας.
 
Και ύστερα εδιάλεξε διάφορες περιπτώσεις
 
ζηλευτή ειδίκευση και άπειρες τις γνώσεις
 
τους άλλους καθησύχασε λέγοντας θα γυρίσω
 
να σας γαµήσω απάνθρωπα από εµπρός και πίσω.
 
Μετά εσυναντήθηκε µε µάντη Τειρεσία
 
να τον γαµήσει και αυτόν, κάνοντας τη θυσία
 
να γλυκαθεί ο πούσταρος, µήπως και βοηθήσει
 
στην όµορφη πατρίδα του πίσω για να γυρίσει.
 
Μα στάθηκε αδύνατο όλους να τους ευχαριστήσει
 
και βρύση να 'τανε η ψωλή δεν θα είχε άλλο να χύσει
 
και γύρισε µονοµερής εις την Θεά την Κίρκη
 
να της ξεσκίσει το µουνί µε τροµερό µανίκι.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑΙ Ι'
 
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
 
Μετά τον Aδη σάλπαρε και πάλι το καράβι
 
κατεύθυνση για το νησί µε σκέψη που σ' ανάβει
 
και η Θεά στην αµµουδιά χαρούµενη πηδούσε
 
προσµένοντας τον ψωλαρά που θα την εγαµούσε.
 
Πατώντας έξω στη στεριά τον φίλησε µε πάθος
 
και έσπρωξε τον πούτσο του στ' ολόγλυκό της βάθος.
 
Κι αφού γλεντήσανε µαζί ολόκληρο το βράδυ
 
τη µέρα τον βοήθησε για πλοίο και κοπάδι
 
για τρόφιµα και γλυκά, χρήσιµα στο ταξίδι
 
τη νύχτα πάλι έρωτα, πρήστηκε το γλωσσίδι.
 
Έτσι χορτάτη η Θεά απ' το τρελό γαµήσι
 
ώρα πολλή ορµήνευε σ' ένα γλυκό µεθύσι
 
τον άνδρα που την έσκισε, τον φίνο, τον αλήτη
 
πώς να σωθεί και τι να πει σ' ανθρώπους και προφήτη.
 
Κι όταν ξηµέρωσε καλά, γλειφόντουσαν ακόµα
 
ώσπου σχεδόν αναίσθητοι και µε βαρύ το σώµα
 
επέσανε ηµιθανείς, µα η ψυχή πετούσε
 
σφάδαζε η κορµάρα της, τον πούτσο του µασούσε
 
κι αυτός της έγλυφε γλυκά τ' ασύγκριτο κορµί της
 
ρουφώντας µέλι αθάνατο απ' το γλυκό µουνί της.
 
Μα ξάφνου όλα σώπασαν, τα µουγκριτά χαθήκαν
 
και δυο κορµιά σαν νεκρικά σε ένα ενωθήκαν
 
για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσαν πεθαµένοι
 
κι από την κάβλα την πολλή, χαµένοι µαγεµένοι.
 
Μα γρήγορα συνήλθανε και στο λουτρό επήγαν
 
και λούστηκαν και πλύθηκαν, για το καράβι φύγαν.
 
Και τότε ο µέγας Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφους
 
να 'τοιµαστούν και να 'ρθουνε από τους γύρω λόφους
 
για τη γλυκιά πατρίδα τους να ξεκινήσουν πάλι
 
φίλους, γνωστούς και συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΑ'
 
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ
 
Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισµένη
 
κάθεται ο Οδυσσεύς µε την καρδιά σκισµένη
 
µήνες τον εβασάνησαν πείνα και ταλαιπωρία
 
και τ' άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια.
 
Έχει καιρό να δει µουνί, κι αυτό 'ναι που τον σκιάζει
 
για το φαΐ και το πιοτό δεν το πολυνοιάζει
 
ο δύστυχος ο Οδυσσεύς όπου 'χε συνηθίσει
 
κι απ' το µουνί τον έβγαζε µόνο να κατουρήσει.
 
Εκτός από την γυναίκα του που ήταν θεοκόµµατος
 
είχε γαµήσει και µουνιά κάθε λογής και χρώµατος.
 
Αυτός που τόσες πέρασαν απ΄ τον χοντρό του ψώλο
 
τους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο.
 
Αυτά καθώς σκεφτότανε µε κάβλα και µε πάθος
 
ξάφνου ακούστηκε φωνή -νησί µπροστά στο βάθος.-
 
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέµα
 
είδε αµέσως το νησί, µε το έµπειρό του βλέµµα.
 
∆ίχως να πάψει µια στιγµή προς τη στεριά να βλέπει
 
το βρώµικο το χέρι του έβαλε µέσ' την τσέπη
 
κι έβγαλε πάπυρο παλιό και χιλιοδιπλωµένο
 
χάρτη καλό που ναυτικός τον είχε καµωµένο.
 
Μα πριν του ρίξει µια µατιά να δει µην είναι η ∆ήλος
 
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλος
 
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η µισή
 
και γέρνοντας στα αριστερά του 'δειξε το νησί.
 
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ΄ της ψωλής τους τρόπους
 
πως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε και ανθρώπους
 
µα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ' άλλο
 
παρά µπουρδέλο υπαίθριο πάρα πολύ µεγάλο
 
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε µια τρέλα
 
και µ' ένα διάταγµα αυστηρό κλείσανε τα µπουρδέλα
 
όλες τις πόρνες µάζεψαν απ' τα κρυφά τους άντρα
 
και τις αφήσαν στο νησί µονάχες δίχως άνδρα.
 
Απ' την πολλή την κάβλα τους ουρλιάζανε κι εκείνες
 
και απ' την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνες
 
δίχως να εξετάσουνε, δίχως µεγάλους κόπους
 
έγραψαν οι ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους.
 
Θεοί, τι ψέµα φοβερό, εκείνες οι καηµένες
 
άνδρες σαν φτάσαν στο νησί κάναν σαν λυσσασµένες
 
µε περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τους
 
και εκεί βεβαίως τρώγανε, µα µόνο το καβλί τους.
 
Αυτό το ήξερ' ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά µεγάλη
 
δεν είπε όµως τίποτα να µην το µάθουν οι άλλοι
 
έδεσε τους συντρόφους του, τους βούλωσε τ' αυτιά
 
πετάει και τα ρούχα του και ρίχνει µια βουτιά
 
κολύµπαγε ανάσκελα γρήγορα µε τετάρτη
 
κι ο καβλωµένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτι
 
αυτές τον βλέπουν να 'ρχεται στριµώχνονται σαν βόδια
 
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια.
 
Σαν φτάνει κείνος στη στεριά είν' απ' την κάβλα µαύρος
 
γαµεί δεξιά κι αριστερά και ορµάει σαν ταύρος
 
τις γάµησε επτά φορές µέσα σε µία ώρα
 
και για όγδοη πήγαινε γιατί είχε πάρει φόρα
 
µα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η κάβλα
 
και στο τρελό γαµήσι του 'βαλαν τελεία-παύλα
 
µέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε µε βιάση
 
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καµιά για να πιάσει.
 
Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας µε κακία
 
κι αφού δεν βρίσκει πια καµιά βαράει µαλακία
 
κι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς µε µακροβούτια
 
κι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά τα µπούτια
 
κοιτάει τους συντρόφους του µε µάτια λαµπερά
 
φουσκώνοντας τ' αρχίδια του τα µαύρα λαµπερά
 
έτσι δεµένους στ' άλµπουρο πλησίασε µε δόλο
 
και έναν-έναν στη σειρά τους γάµησε τον κώλο.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΒ'
 
ΣΚΥΛΛΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒ∆ΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
 
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
 
Στη Σκύλλα και Χάρυβδη µετά απ' τις Σειρήνες
 
περάσαν δύσκολες στιγµές, περάσαν δυο µήνες.
 
Ήταν γυναίκες δυνατές, σκληρές ανδρειωµένες
 
πλακοµουνούδες άφθαστες από ψωλή καµµένες.
 
Καθόλου δεν εχώνευαν τους άνδρες τους γαµιέδες
 
τους έσκιζαν, τους έγδερναν σαν 'τανε πουλάδες
 
γι' αυτό κι αρπάξανε πολλούς και τους σκοτώσαν όλους
 
αφού τους εβασάνησαν τις πούτσες και τους κώλους.
 
Οι λίγοι που εγλίτωσαν απ' τα µαρτύρια τούτα
 
σε λίγο αντικρίσανε χώρα γεµάτη φρούτα
 
ήταν του Ήλιου το νησί µε πρόβατα ωραία
 
κι αγελάδες ζωηρές που βόσκανε παρέα.
 
Τότε ξεχύθηκαν µε µιας όλοι τους στο λιβάδι
 
και στην κραιπάλη την αισχρή το 'ριξαν µέχρι βράδυ
 
γαµούσανε τα ζωντανά µε πόθο και µανία
 
και κάνανε τους κώλους τους σα να 'τανε χωνιά.
 
Κι ύστερα άρχισε η σφαγή των γαµηµένων ζώων
 
ιδού πως εκατήντησαν σύντροφοι των ηρώων.
 
Μα ο Θεός λυπήθηκε τα ζώα τα καηµένα
 
που όλα τα εξέσκισαν και γίναν γαµηµένα
 
και όλους αυτούς τους ασεβείς τους έστειλε στον δη
 
να ζούνε κάτω από τη γη και µέσα σε σκοτάδι.
 
Και ο Οδυσσεύς έµεινε µε δίχως πια συντρόφους
 
κι αγνάντευε περίλυπος όλους τους γύρω λόφους.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΓ'
 
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ
 
Μετά από κόπους φοβερούς, πάµπολλες τρικυµίες
 
κι αµέτρητες µε θάνατο π' έκανε γνωριµίες
 
όταν στο πέλαγος γυµνός και µε ψυχή χαµένη
 
η Καλυψώ δυναµικά τον έσωσε η καηµένη
 
όταν κολύµπαγε αυτός προς την ξηρά για να βγει
 
κι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η καρδιά εκάγει.
 
Τότε κατέβει αθέατη και του τον εφιλούσε
 
τον έγλυφε, τον έπαιζε και τον επιπιλούσε
 
και στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο τον τραβούσε
 
το αποχαυνωµένο το κορµί που όλο σπαρταρούσε.
 
Κι έτσι εβγήκε στην ξηρά σχεδόν ρυµουλκηµένος
 
από τον πούτσο τον µακρύ, κρύος και µαραµένος
 
κι όταν συνήλθε κάποτε και φτάνει στο παλάτι
 
τότε την βλέπει να 'ρχεται φουριόζα και τρεχάτη.
 
Βοήθεια, ρούχα και φαΐ να του προσφέρει τάχα
 
απ' ανθρωπιά κι αισθήµατα που ένιωθε µονάχα
 
για κάθε που θα 'ρχοτανε στο ερηµικό νησί
 
κι είχε ανάγκη από φαΐ και ρούχα και κρασί.
 
Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά του κώλου
 
γιατί λιγουρευότανε το κάλος του του ψώλου
 
κι αµέσως τότε άρχισαν τα φοβερά τα όργια
 
µέσ' την θερµή της αγκαλιά την όµορφη πανόργια
 
κι έτσι περνούσε ο καιρός γεµάτος συγκινήσεις
 
κι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό της βρύσης
 
µα λυπηµένος κάθεται την θάλασσα θωρεί
 
που στην γλυκιά πατρίδα του, να φτάσει δεν µπορεί.
 
Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι Θεοί
 
και στέλνουν µήνυµα στην Καλυψώ, του Ολύµπου οι
 
κραταιοί
 
τον φτερωτό Ερµή της στείλαν για να δώσει
 
απόφαση τελειωτική που την καρδιά θα λιώσει.
 
Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυµό γεµάτη
 
σκέφτηκε νύκτες και στιγµές απ' ηδονή χορτάτη.
 
Είστε σκληροί, ζηλόφρονοι, µουρµούρισε µε πόνο
 
και µα το ∆ία µου 'ρχεται να φτάσω µέχρι φόνο.
 
Φθονείται όλοι σας ψηλά, την όµορφη µου τύχη
 
βρέθηκε να 'ναι πουτσαράς, τον έχει ένα πύχη.
 
Όµως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγµένο
 
από ανθρώπους και Θεούς τελείως ξεγραµµένο
 
και το γλυκό µου το µουνί και όλο µου το σώµα
 
αυτός µονάχα το γαµεί και µ' έχει κάνει λιώµα.
 
Μα τι να κάνω η δύστυχη και την καρδιά µου σφάζουν
 
θα υποταχτώ στη µοίρα τη σκληρή, αφού µε διατάζουν.
 
Κι είπε ο Ερµής ο φτερωτός θερµά και λυπηµένα:
 
Έλα καλή µου Καλυψώ, µη τ' έχεις πια χαµένα
 
δώσε εσύ τις συµβουλές, βοήθα τον να φύγει
 
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει.
 
Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι
 
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.
 
Τότε γλυκά, ναζιάρικα µ' αβάσταχτη τη κάβλα
 
απ' την ακτή τον φώναξε, στους ρεµβασµούς του παύλα.
 
Όταν του υποσχέθηκε πως θα τον εβοηθήσει
 
να φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσει
 
τότε αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώµα
 
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώµα
 
µετά την ετουµπάρισε της έστησε τον κώλο
 
και µαλακά της βύθισε τον άγριο του ψώλο
 
µε χέρια πια τρεµάµενα και λιγωµένα χείλη
 
µούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα µίλι.
 
Της έτριβε τις ρώγες της, της έγλυφε το σώµα
 
κι από την κάβλα την πολλή είχανε γίνει λιώµα.
 
Μα κάποτε ξηµέρωσε και έπρεπε να φύγει
 
όσο και αν ελιώσανε µε κάβλα που να πνίγει.
 
Κι η Καλυψώ εφώναζε, γαµιά µου γύρνα πίσω
 
έλα αγαπούλα µου γλυκιά και θα λιποθυµίσω
 
χωρίς ψωλή στο σπίτι µου πως θα γενεί να ζήσω
 
ντυµένη ωραία προκλητικά το σώµα θα στολίσω
 
για να καβλώσω το Θεό µαζί µου και να χύσει
 
απ' του Ολύµπου το βουνό σκληρά να µε γαµήσει
 
κάβλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να 'ρθει να την τρυγήσει.
 
Τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα γεια σου
 
τι κάβλες πάλι µ' άναψες, πως δείχνει η οµορφιά σου
 
µ' αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώµα µου καβλώνεις
 
µα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγω
 
και τα πανιά του καραβιού αµέσως τα ανοίγω.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ι∆'
 
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ
 
Όρκο στο γιο του ο Ποσειδών µεγάλο είχε τάξει
 
όταν µε δόλο ο Οδυσσεύς το µάτι του 'χε κάψει
 
να τον παιδεύει διαρκώς, να µη τόνε αφήσει
 
απ' του σπιτιού το τζάκι του καπνό να αντικρίσει.
 
Τα πλοία του εβύθισε το 'να µετά το άλλο
 
γιατί το µίσος του γι' αυτόν ήταν πολύ µεγάλο.
 
Με το στέρνο λοιπόν που έφτιαξε ο Οδυσσεύς καράβι
 
στην Πηνελόπη την πιστή που τώρα ράβει
 
το θρυλικό της κέντηµα, σκέφτηκε να γυρίσει
 
και κάτι βρώµες π' άκουσε να τις ξεκαθαρίσει.
 
Το πλοίο γοργοτάξιδο τα κύµατα ξεσκίζει
 
και µέσα στην καµπίνα του ο Οδυσσεύς πασχίζει
 
τον πούτσο του που κάβλωσε κάπως να τον καλµάρει
 
κι από το πολύ το σήκωµα µοιάζει σαν παλαµάρι.
 
Ηδονικά στην σκέψη του την Πηνελόπη φέρνει
 
όταν το πλοίο ξαφνικά αρχίνισε να γέρνει.
 
Μπατάρισε πάρα πολύ, ήρθαν τα πάνω κάτω
 
και ξαφνικά εβρέθηκε στης θάλασσας τον πάτο.
 
Γιατί το πλοίο µπλέχτηκε σε φοβερό κυκλώνα
 
που είχε στείλει η οργή του Θείου Ποσειδώνα.
 
Ο Οδυσσεύς κολύµπησε να βρει κανένα ξύλο
 
και τέλος τα κατάφερε, πιάστηκε σ' ένα στύλο.
 
Μέρες πολλές κολύµπησε στο κούτσουρο πιασµένος
 
και µε µεγάλη του χαρά αντίκρισε ο καηµένος
 
στο βάθος του ορίζοντα ένα µικρό νησάκι
 
κι ο νους του αµέσως πέταξε σε τρυφερό µουνάκι
 
που πιθανόν θα έβρισκε, εκεί για να γαµήσει
 
και µε τη σκέψη του αυτή του 'ρθε να ξεροχύσει.
 
Ευθύς αµέσως µάζεψε, δυο απλωτές ακόµα
 
κι ως που να πεις βερίκοκο, επάτησε στο χώµα.
 
Παρ' όλο που αισθανότανε τόσο µεγάλη κάβλα,
 
απ' τη µεγάλη κούραση έπεσε κάτω τάβλα.
 
Πόσο πολύ κοιµήθηκε, ούτε ο ίδιος ξέρει,
 
µα όταν στο τέλος ξύπνησε, τον κράταγε στο χέρι.
 
Είδε πως ήταν τάχατες σ' ωραίο περιβόλι
 
κι από τα δέντρα κρέµονταν σωρό αφράτοι κώλοι
 
κώλοι λευκοί και στρογγυλοί, αφροπλασµένοι,
 
λες και για την ψωλάρα του να ήτανε φτιαγµένοι.
 
Στο βάθος εκελάριζε το χύσι στα ρυάκια
 
κι έσκυβαν να δροσιστούν σωρό γλυκά µουνάκια.
 
Μόλις τον µυριστήκανε αρχίσανε οι κώλοι
 
σα να 'τανε καλόγνωµες ν' ανοιγοκλείνουν όλοι.
 
Κι αυτός γαµούσε τάχατες τ' αφράτα κωλοµέρια,
 
και δυο βυζάκια στρογγυλά έτριβε µε τα χέρια,
 
το στόµα του πιπίλιζε ένα µουνί παρθένο
 
κι απ' τη µεγάλη κάβλα του ξεφύσαγε σαν τρένο.
 
Είχε αρχίσει και έχυνε, τι ηδονή µεγάλη
 
υγρά κι άντερα ξέρναγε του πούτσου το κεφάλι,
 
πέταγε το ψωλόχυµα σωστά εξήντα µέτρα
 
και είχε τόση δύναµη που τρύπαγε και πέτρα.
 
Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει τα υγρά του,
 
εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω συµφορά του,
 
πως όλα ήταν ψέµατα, τα είδε στο όνειρό του
 
κι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά στο σώβρακο του.
 
Σηκώθηκε απότοµα, πέταξε τον µανδύα
 
και µε τα µούτρα ρίχνεται στη σωβρακοµαντεία.
 
Με µια µατιά που έριξε στων νήσων την σωρεία
 
το γερακίσιο βλέµµα του γέµισε απορία.
 
Σήκωσε το κεφάλι του στιγµή χωρίς να χάσει
 
κι αµέσως ετινάχτηκε ορθός γεµάτη βιάση
 
γιατί ένιωθε πως βρίσκονταν όχι στο Καπανδρίτι
 
µα κει που βασίλευε Αλκίνοος και Αρήτη.
 
Ευθύς αµέσως ένοιωσε γλυκιά ανατριχίλα,
 
σκούπισε τα παπάρια του µε λίγα ξερά φύλλα
 
κι ολόγερα εκοίταξε γεµάτος απορία,
 
γιατ' ήξερε ο µπάσταρδος από την ιστορία
 
πως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν τίποτ' άλλο
 
παρά ένα σωστό κωλάδικο πάρα πολύ µεγάλο.
 
Η Αρήτη αβέρτα το 'κανε µ' όλους τους αυλικούς της
 
κι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατ' ήταν µέγας πούστης.
 
Από µικρός φαινότανε τι πουσταράς θα γίνει
 
τότε που κάθ' ένα µωρό το δάχτυλο βυζαίνει
 
αυτός γύρευε σαν τρελός να γλύφει για µαντζούνι
 
των αυλικών, των δούλων του, των φίλων το τσουτσούνι.
 
Αν πεις και για την Ναυσικά, την όµορφη µαργιόλα,
 
ήτανε µέγας πούτανος, µια τροµερή καριόλα.
 
Σ' όλα τα σπίτια έτρεχε, έµπαινε πριν βραδιάσει
 
και κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να σκουριάσει.
 
∆ιάλεγε όµορφες ψωλές, τις χάιδευε µε τρέλα,
 
κι ύστερα τις πιπίλιζε σαν να 'ταν καραµέλα.
 
Παιδούλα ακόµα άπραγη µε µεταξένιες µπούκλες
 
τότε που όλα τα παιδιά παίζουνε µε τις κούκλες
 
αυτ' είχε για παιχνίδι της µικρό ένα τακουνάκι
 
κι οληµερίς το 'χωνε στ' ωραίο της µουνάκι,
 
κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το τακούνι
 
επιδινόταν σ' ένα σπορ, γνωστό σαν πλακοµούνι.
 
Στη Ναυσικά τριγύρναγε ο νους του, την κουφάλα,
 
όταν πάνω στο πούτσο του γκελάρισε µια µπάλα.
 
Ήταν µια µπάλα όµορφη, γεµάτη µπιχλιµπίδια,
 
κι απ' το γερό το χτύπηµα του ζάλισε τ' αρχίδια.
 
Αµέσως ακούστηκαν φωνές, κραυγές και γέλια
 
και να κοπέλες φάνηκαν µ' ολόγυµνα τα σκέλια
 
και πρώτη απ' όλες, πανώρια η Ναυσικά του,
 
ίδια όπως την είχε δει πριν λίγο στ' όνειρό του.
 
Ήτανε κάτασπρη, ψηλή, όµορφη σαν µαντόνα
 
κι ήτανε πλήθος τα παιδιά που κάνανε σφεντόνα
 
τον πούτσο της για χάρη της κοιτώντας µε κακία
 
και τράβαγαν βράδυ-πρωί µε λύσσα µαλακιά.
 
Τα χείλη της µαργιόλικα σου ΄λεγαν πάντα όχι,
 
το ναι της όµως το 'βλεπες µεσ' των µατιών την κόχη.
 
Τα στήθη της δροσοπηγές, κι απ' της φωνής τον τόνο
 
έβλεπες πως εγνώριζε πάµπολλα για τον φόνο.
 
Με καλοσύνη ρώτησε, ποιος είναι, τι γυρεύει,
 
αλλά αυτός αρχίνισε κιόλας να την εχανουµεύει
 
σε όλα της απάντησε ψέµατα από δόλο,
 
κι ενώ περνούσε δίπλα της της έπιανε τον κώλο.
 
Αυτή τότε κατάλαβε πως ήθελε να σπρώξει
 
και πρόφαση εγύρευε, τις δούλες της να διώξει
 
τις διαβολόστειλε λοιπόν να πάνε µάνι-µάνι
 
να δούνε αν κουνιόντουσαν οι βάρκες στο λιµάνι.
 
Μέσα στις φτέρνες ξάπλωσε και του 'ριξε ένα βλέµα
 
που ήταν σαν να του 'ριχνε φωτιά µέσα στο αίµα.
 
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε να περιµένει άλλο
 
κι όρµησε λες κι ελέφαντας του πάτησε τον κάλο.
 
Παρ' όλο που η κάβλα του ήταν πολλή µεγάλη
 
κρατήθηκε κι ακούµπησε στα µπούτια το κεφάλι
 
τα δυο του χέρια χούφτιασαν τα τορνευτά της στήθη
 
κι όλες τις άλλες σκέψεις του τις σκέπασε η λήθη.
 
Σιγά-σιγά τον πούτσο του µέσ' το µουνί της βάζει
 
και κείνη απ' την κάβλα της αρχίζει να ουρλιάζει,
 
όµως ο πολυµήχανος δεν της το βάζει όλο,
 
κι όταν αυτή εσπάραζε της χάιδευε τον κώλο.
 
Μέσ' του µουνιού της τρίβοντας, ο πούτσος τα καπάκια
 
γιατ' ήξερε ο µπάσταρδος τερτίπια και κολπάκια,
 
που τα 'µαθε τόσο καιρό που 'χε τα πήγαιν' έλα
 
κι είχε φοιτήσει ανελλιπώς στα πιο καλά µπουρδέλα.
 
Τα χέρια του της χάιδευαν τις πιο κρυφές γωνιές της
 
κι εκείνη ξεφωνίζοντας δάγκωνε τις γροθιές της
 
κι ενώ αυτή σκεφτότανε τώρα θα µου τον χώσει,
 
αυτός τον ξανάβγαζε σαν να 'χε µετανοιώσει.
 
Το γλείψιµο αρχίνισε σε όλο το κορµί της
 
µα όµως δεν επρόλαβε να φτάσει στο µουνί της.
 
Τ' άρπαξε την ψωλάρα του µε το λευκό της χέρι
 
και στο µουνί την έβαλε σαν να 'ταν γουδοχέρι.
 
Με ψαλίδια τα πόδια της στη µέση τον τυλίγει
 
κι απάνω του γαντζώνεται µήπως και της ξεφύγει.
 
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να περιµένει
 
γιατ' είχε αρχίσει και αυτός βαριά να ανασαίνει.
 
Σα λυσσασµένος έσπρωξε τον τροµερό του ψώλο,
 
κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε µε, βάλ' τον όλο.
 
Η κάβλα την πληµµύρισε, λαχάνιασµα την πιάνει
 
κι όλο τον κόσµο γύρω της αρχίζει να τον χάνει.
 
Κι αρχίζει σκαµπανέβασµα σα να 'τανε φοράδα
 
και το µουνί της το 'τρεµε µ ανήκουστη σβελτάδα.
 
Το ρυθµικό της κούνηµα βάσταξε πολλή ώρα
 
τέλος όµως δυνάµωσε κι είχαν πάρει φόρα
 
στη µια στιγµή ενώνονταν στην άλλη χωριζόνταν
 
σαν φίδια στριφογύριζαν και σφιχταγκαλιαζόνταν.
 
Μάνα µου, σκούζ' η Ναυσικά, από την κάβλα σβήνω.
 
Βιάσου εµούγκρισ' ο Οδυσσεύς, κι εγώ σε λίγο χύνω.
 
Μα κείνη το κατάλαβε, δεν ήταν δα και χαζή
 
χύσε αγάπη µου γλυκεία, να χύσουµε µαζί
 
και σ' ένα ύστατο σπασµό, τρεµούλιασµα σαν ψάρια
 
καθώς αυτή του χάιδευε τα τριχωτά παπάρια.
 
Ακόµη του εχάιδευε τ' αριστερό παπάρι
 
και δεν επρόλαβε καλά χαµπάρι να το πάρει
 
για πότε την εγύρισαν τα στιβαρά του χέρια
 
κι ο πούτσος του καρφώθηκε στ' αφράτα κωλοµέρια.
 
Σαν της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς τα µάτια
 
απ' την ψωλιά την φοβερή την έκανε κοµµάτια
 
από τον πόνο τον πολύ τη πλουµιστή χλαµύδα
 
καθώς χάµω εσπάραξε σαν να 'ταν παλαµίδα.
 
Όµως ο πολυµήχανος που τη δουλειά του ξέρει,
 
τ' αυτάκι της πιπίλιζε µε το 'να του το χέρι
 
χαϊδεύει τ' αναιδέστατα, τα µυτερά της στήθη,
 
ενώ τ' άλλο ευκίνητο µέσ' το µουνί εχύθει.
 
Της τρίβει ασταµάτητα το µακρουλό γλωσσίδι
 
και µπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι.
 
-Τσόγλανε- σκούζ' η Ναυσικά, -Μαλάκα µου, µε τσούζει
 
µου έσκισες τον κώλο µου σαν να 'τανε καρπούζι
 
εγώ τον εκαµάρωνα και το 'χα καύχηµά µου,
 
τον κούναγα κι εσειότανε η γη στο πέρασµά µου,
 
κι εσύ µου τον σακάτεψες, µαλάκα, άει σιχτίρι,
 
δεν είναι κώλος πια αυτός, µα τρύπιο σουρωτήρι.-
 
Όµως του πολυµήχανου τ' αυτί του δεν ιδρώνει,
 
σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο βαθιά τον χώνει
 
νιώθει του κώλου τη δροσιά, τα σάλια του µαζεύει,
 
-Κούνα γλυκά τον κώλο σου, κούνα τον κυκλικά,
 
θέλω να χύσ' αγάπη µου, να χύσω πιο γλυκά.-
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΕ'
 
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΕΤΑΙ
 
Η Πηνελόπη µόνη της έλεγε η καηµένη
 
µέρα και νύχτα η καψερή πως είναι καβλωµένη
 
κι όταν η κάβλα το µουνί ασφυκτικά προστάζει
 
σαν θα γαµιέται ηδονικά τους άλλους τι τους νοιάζει.
 
Κι η παραµάνα η γριά που ήταν απ' τον Βόλο
 
την έσπρωχνε να γαµιέται από µουνί και κώλο
 
γιατί στ' αλήθεια ο Οδυσσεύς ήτανε διπορτιτής
 
µα τώρα εσκουριάσανε που είναι µακαρίτης.
 
∆ύσκολα προσαρµόζεσαι σαν έχεις συνηθίσει
 
πρωί και βράδυ να ρουφάς το όµορφο γαµήσι
 
βλέπεις και ο µακαρίτης µας ήταν πολύ µαργιόλας
 
στα σκέρτσα και στο κράτηµα απίθανος σαν ψώλας.
 
Η Πηνελόπη σκέπτεται τα βραδινά παιχνίδια
 
όταν τον κράταγε σφικτά µαζί µε τ' αρχίδια
 
και τότε αυτός ακάθεκτος µε γλύκα πώς ορµούσε
 
και µέσ' τα σκέλια τα καυτά τον ψώλαρο πετούσε.
 
Αργούσε και δεν έχυνε, κρατιόταν ο καηµένος
 
κι ενώ κουνιόταν µανιακά συνέχεια καβλωµένος
 
συνέχεια επροσπάθαγε να τον εµπαινοβγάνει
 
κι απ' την κάβλα την πολλή δεν ηµπορεί να κάνει
 
µα µια νύκτα λιγωµένη ξεφωνίζει στάσου βλάκα
 
άλλαξε ψωλής πορεία από γενετής µαλάκα
 
στη στιγµή του την αρπάζω µε µανία και λαχτάρα
 
την φιλώ, του την εγλείφω την τρανή του την ψωλάρα
 
κι αµέσως παίρνω στάση, το καβλί του το σαλιώνω
 
και χωρίς να καταλάβω τον κωλάκο µου τουρλώνω
 
µ' αυτός σιγά-σιγά µου φερµάρει το κεφάλι
 
κι έτσι µέσα µου την χώνει και ξανακαβλώνει πάλι.
 
Από τον πόνο κι απ' την κάβλα τα µατάκια µου δακρύσαν
 
κι ένα ρίγος στο κορµί, τα ποδάρια µου λυγίσαν
 
έκανα όµως υποµονή ζεστά κι αυτός να χύσει
 
να νιώσει κάβλα ζηλευτή σ' ένα τρελό γαµήσι.
 
Βλέπεις, µπροστά στη γλύκα του µουνιού τι είναι ένας
 
πόνος
 
και όπως λένε οι όµορφες στην κάβλα τι είναι ο θρόνος.
 
Αυτά σκεφτότανε µονή της στο στρώµα η καηµένη
 
µέρα και νύχτα η καψερή και είναι καβλωµένη,
 
µα η πίστη πάντα γύρναγε στη φίνα Πηνελόπη
 
που 'θελε πάντα φρόνιµη να µείνει κι ας εκόπει
 
το ζηλευτό γαµήσι της που το 'χε συνηθίσει
 
και νύχτες το σκεφτότανε, την είχε βασανήσει.
 
Και σκέφτεται µονάχη της, κι απόφαση λαβαίνει
 
να κρατηθεί ανέγγιχτη κι οληµερίς υφαίνει
 
χωρίς ψωλή στο σπίτι της κλεισµένη θε να ζήσει
 
κι από µνηστήρα αν βιαστεί, µαζί του δεν θα χύσει.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΣΤ'
 
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΟΥΣ
 
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ
 
Οι Φαίακες τον έφεραν στη νήσο την Ιθάκη
 
µε πλοίο πρωτοτάξιδο φτιαγµένο µε µεράκι
 
κι αφού εγάµησε ξανά πενήντα νουµεράδα
 
τους ναύτες του Αλκίνοου, του 'ρθε σαν ζαλάδα
 
κι αυτοί τον µεταφέρανε ψόφιο και κοιµισµένο
 
βαρύ, ασήκωτο, νεκρό, λιγάκι µαραµένο
 
σαν αντάλλαγµα στο κόπο του που δούλευε τον ψώλο
 
που δυο µήνες τώρα των ναυτών έσκαβε τον κώλο.
 
Τον άφησαν δώρα χρήσιµα κι ακριβοπληρωµένα
 
κι αµέσως εσαλπάρανε να πάνε για τα ξένα
 
είναι γνωστό και ιστορικά πως άλλαξε και φάτσα
 
για να µπορέσει στους εχθρούς να κάνει και στραπάτσα.
 
Και πως τον εβοήθησε η θεία Αθηνά
 
πως γύρισε ο Τηλέµαχος απ' τα πολλά δεινά
 
πως συναντήθηκαν κρυφά, βοσκοί και υπηρέτες
 
και τους µνηστήρες είπανε να κόψουνε σε φέτες.
 
Αυτά είναι πασίγνωστα από την Ιστορία
 
και κάπως άσκοπο και λίγη φλυαρία
 
γιατί διχάζονται ορθά οι γνώµες και οι απόψεις
 
των πιο γνωστών ιστορικών µε δυο διπλοαπόψεις.
 
Η µια λέει τους σκότωσε, τους έσφαξε έναν-έναν
 
κι αυτοί στην παραζάλη τους τα είχανε χαµένα
 
κι ύστερα αφού πλύθηκε κι εντύθει προσεγµένα
 
όρµησε στο διαµέρισµα να βγάλει τα σπασµένα
 
της Πηνελόπης το µουνί αχόρταγα να σκίσει
 
και µέσα στο βελούδο του ο πούτσος του να χύσει.
 
Η άλλη ιστορική πηγή αλλιώς τα διηγείται
 
µε βάση το σεξουαλικό απ' την αρχή κινείται
 
και λέει πράγµατα σωστά µα λίγο τραβηγµένα
 
αρχίζοντας περίληψη σ' όλα τα πεπραγµένα:
 
Κι ενώ ο Οδυσσεύς κινδύνευε όπως κι αλλού σας είπα
 
και κάθε µέρα κοίταγε του κώλου του την τρύπα
 
στα πλούσια παλάτια του στη µακρινή Πατρίδα
 
στο σπιτικό του δηλαδή, απλώσανε αρίδα
 
µάτσο τα αρχοντόπουλα από γονείς µεγάλους
 
κάθε ηµέρα έτρωγαν καλύτερα απ` τους Γάλλους.
 
Την Πηνελόπη γύρευε καθένας τους για ταίρι
 
για να της γλύφει το µουνί και να της βάζει χέρι,
 
για την ζεστή της αγκαλιά φουντώνανε τα µίση
 
και αλληλοτρωγόντουσαν ποιος θα την εγαµήσει.
 
Όµως αυτή δεν πίστευε πως χήρα είχε µείνει
 
παρ` όλο που το πράµα της την καίει σαν καµίνι,
 
κρατά την τρύπα της κλειστή απ` τα καβλιά τα ξένα,
 
καβλιά που αν τα ένωνε για να τα κάνει ένα
 
κι αυτό το ένα το καβλί στην τρύπα της να χώσει
 
και πάλι δεν της έφτανε για να την ξεκαβλώσει.
 
Παρ' όλο όµως την κάβλα της, κι είναι προς έπαινό της
 
ψωλή δεν άγγιξε ποτέ, ούτε στο πισινό της.
 
Τους βάζει όρο φοβερό πως την καρδιά θα δώσει
 
σ` όποιον µπορέσει µε κλειστά τα µάτια να τον χώσει.
 
Ήτανε δύσκολο πολύ για τούτη τη φατρία,
 
της το `χε µάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία.
 
Την έγδυνε κάθε φορά, ασφάλιζε τα µάτια,
 
έπαιρνε φόρα από µακριά σαν τα βαρβάτα τ' άτια
 
κι έτσι τρεχάτος πήγαινε στην τρύπα συστηµένα,
 
παρ` όλο που τα µάτια του ήτανε σφαλισµένα.
 
Και µε το κόλπο τώρα αυτό τους έχει πια στο χέρι
 
κι έπαιρνε όρκο πως κανείς δεν θα τα καταφέρει.
 
Έφτασε η µέρα η κρίσιµη, πλησίασε η ώρα
 
που βασιλιά θ` απόκταγε του Οδυσσέα η χώρα.
 
Σε χαµηλό ανάλκηθρο στα κόκκινα στρωµένο
 
η Πηνελόπη ξάπλωσε µε κώλο τουρλωµένο.
 
Λίγο πιο πέρα οι γαµπροί στεκόνταν στη γωνία
 
και τη σειρά του ο καθείς προσµένει µ` αγωνία.
 
Πρώτος είν` ο Μουνιχιός τα µάτια του `χουν δέσει
 
µα το πανί είναι µακρύ και κρέµεται σαν φέσι.
 
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα
 
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει κάθε ελπίδα.
 
∆εύτερος είν` ο Αρχίµανδρος µε τα µεγάλ` αρχίδια
 
όµως σκοντάφτει στα µισά και πάει κι αυτός τα ίδια.
 
Τρίτος είν` ο Ψωλάριχος τρανός απ` την Τριζίνα,
 
µα παίρνει λάθος διεύθυνση και πάει για την κουζίνα.
 
Και ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται µε νάζι
 
και την ψωλή του τυχερού στα βάθυ του φωνάζει.
 
Τέταρτος, πέµπτος, δέκατος κανείς δεν έχει τύχη
 
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι.
 
Ένας µετά τον άλλονε χάνονται οι µνηστήρες,
 
πάνε οι κόποι µάταιοι και οι προσπάθειες στείρες.
 
Μα ξάφνου κάποιος πρόβαλλε, κανένας δεν τον ξέρει,
 
ούτε για να `ναι φαίνεται απ` τα δικά τους µέρη.
 
Στον κώλο ρίχνει µια µατιά π` ασπρίζει εκεί στο βάθος,
 
γυρνά και λέει στους γαµπρούς όλο καηµό και πάθος:
 
-Είµαι και `γω ένας άρχοντας κι έχω γαλάζιο αίµα,
 
να µαραθεί ο πούτσος µου άµα σας λέω ψέµα.
 
Τον κώλο αυτόν τον αναιδή θα `θελα να δαµάσω,
 
παρακαλώ αφήστε µε και µε να δοκιµάσω-.
 
Και οι γαµπροί το δέχτηκαν του δέσανε τα µάτια,
 
µα µόλις ο πούτσος φάνηκε εκάνανε την πάπια.
 
Αυτός κινά ατάραχος µε σταθερό το βήµα
 
κι ο πούτσος του στον κώλο της σφηνώθηκε σαν βλήµα.
 
Ακούστηκ` ένα τρίξιµο σαν πόρτα όταν κλείνει,
 
είχε ξεχάσει η δύστυχη να βάλει βαζελίνη.
 
Όλοι οι µνηστήρες τα `χασαν, τους έζωσαν τα φίδια
 
και απ` το κώλο µοναχά κρεµόντανε τ` αρχίδια.
 
Της Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει απ` την πλάνη
 
καθώς τον είχε µέσα της κι από τους πόνους κλάνει.
 
-Είναι ο Οδυσσέας και κανείς δεν θα µε διαψεύσει
 
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα από τη γεύση-.
 
Τότε τι θαύµα φοβερό, αυτοί οι ψωλαράδες
 
κατάχαµα ξαπλώσανε σα 'τανε Κυράδες
 
ανοίγουνε τα πόδια τους τουρλώνουνε τον κώλο
 
θέλανε όλοι να γευθούν τον φοβερό του ψώλο.
 
Μα αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασµένος,
 
πως είν` τ` αρχίδια του αδειανά κι ο πούτσος του
 
πεσµένος.
 
∆ίνει όµως υπόσχεση στους τουρλωµένους κώλους,
 
πως κάποια µέρα απ` αυτές θα τους γαµήσει όλους.
 
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΖ'
 
∆ΙΑΘΗΚΗ Ο∆ΥΣΣΕΑ
 
Στερνή µου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνω
 
εκατοντάδες γυναικών στον τάφο µου επάνω
 
να γαµηθούν ολόγυµνες από µπροστά και πίσω
 
ίσως καβλώσω κι εγώ στον τάφο µου και χύσω.
 
Επάνω από τον τάφο µου να 'ρθουνε αγγελούδια
 
να 'ναι µικρά ξεβράκωτα µε φίνα κωλαρούδια
 
να γίνουν γλέντια και γιορτές, χαρές και πανηγύρια
 
και να γαµούν καλόγεροι µέσα στα µοναστήρια
 
τις όµορφες καλόγριες και καλογεροπαίδια
 
να γεµιστούν ψωλόχυµα χιλιάδες τενεκέδια.
 
Τα κόκαλα µου κλύσµατα και ψωλαρούς να κάνον
 
και οι γυναίκες όλες τους στον κώλο τους να βάλουν
 
µέσ' τα σγουρά τους τα µουνιά και τον αφράτο πάτο
 
και να θυµούνται κάποτε κι εµένα τον βαρβάτο
 
που όταν ήµουν ζωντανός δρόσιζα ο καηµένος
 
και τώρα δεν τις ξέχασα κι ας είµαι πεθαµένος.
 
Όση έχω επίπλωση, κτήµατα και παράδες
 
να µοιραστούν στους πουτσαράδες και στους
 
κωλοµπαράδες,
 
τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσω
 
σ' όσες µικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω.
 
Στην κουρασµένη πούτσα µου να βάλουνε στεφάνι
 
γιατί δεν άφησε µουνί και κώλο πριν πεθάνει.
 
Κλάψτε µε κώλοι και µουνιά και µαυροφορεθείτε
 
τον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε.
 
Η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συµβολαιογράφο
 
κι όποιος έχει αντίρρηση στ' αρχίδια µου τον γράφω
 
και εσείς γιατροί και χειρουργοί µε τα πολλά ψαλίδια
 
κλάψτε µου όλη την ψωλή και κλάστε µου τ' αρχίδια.
 
ΥΠΟΓΡΑΦΗ
 
Όµηρος - Όµηρος
 
ο πούτσος του ο κακόµοιρος
 
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα...
 
 
Stern im Abo
chat by texxland.de
Ανακτήθηκε από «https://el.wikisource.org/wiki/Ιλιάς»